Πιο συγκεκριμένα, έκρινε ότι η Ελλάδα παραβίασε τον νόμο σε υπόθεση κληρονομικής διαμάχης μεταξύ μελών της μουσουλμανικής μειονότητας. Ο Άρειος Πάγος αποφάσισε ότι είναι άκυρη η διαθήκη Έλληνα μουσουλμάνου συζύγου της Molla Sali που είχε γίνει σε συμβολαιογράφο και όχι μέσω του μουφτή.
Την διαθήκη προσέβαλαν οι δύο αδελφές του που επικαλέστηκαν τις Συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάνης, με τις οποίες τα ισλαμικά έθιμα και το θρησκευτικό δίκαιο εφαρμόζονται για τους Έλληνες μουσουλμάνους. Τα ελληνικά δικαστήρια σε πρώτο βαθμό αλλά και στην έφεση δεν τις δικαίωσαν. Τις αποφάσεις ανέτρεψε ο Άρειος Πάγος και η χήρα του εκλιπόντος προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο τελικά την δικαίωσε.
«Το συνταγματικό δικαίωμα της πρόσβασης σε έννομη προστασία από το φυσικό δικαστή και όχι από τον ιεροδίκη για τους συμπολίτες μας που ανήκουν στη μειονότητα δεν ήταν καθόλου αυτονόητο για τις ελληνικές κυβερνήσεις επί δεκαετίες. Αλλά και οι δικαστές, μάλιστα του Αρείου Πάγου, ακολουθούσαν μια πατερναλιστική λογική: Προέκριναν δυστυχώς συστηματικά την επιβολή της Σαρία, την εφαρμογή δηλαδή του θρησκευτικού δικαίου, «για το καλό» των μελών της μειονότητας, ακόμα και ενάντια στη θέλησή τους. Το ερώτημα είναι γιατί τέτοια εμμονή;», ανέφερε η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
«Ο νόμος για τις αρμοδιότητες του μουφτή τροποποιήθηκε μόλις πρόσφατα ξεκαθαρίζοντας πολλά ζητήματα. Υπάρχει όμως ακόμα μια ιδιαίτερα σημαντική εκκρεμότητα, η οποία είναι βέβαιο ότι θα μας απασχολήσει ξανά: η συμβατότητα του ίδιου του ιερού μουσουλμανικού δικαίου όπως τον εφαρμόζει ο δικαστής-μουφτής με την αρχή της ισότητας, ιδιαίτερα της ισότητας των φύλων και με το συμφέρον του παιδιού», κατέληξε η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
Η υπόθεση
Η προσφεύγουσα, Chatitze Molla Sali, είναι Ελληνίδα υπήκοος που γεννήθηκε το 1950, ζει στην Κομοτηνή και μετά τον θάνατο του συζύγου της κληρονόμησε ολόκληρη την περιουσία του, με βάση μία διαθήκη που συνέταξε εν πλήρει διαύγεια προτού «φύγει».
Οι δύο αδελφές του, όμως, με το επιχείρημα ότι ο αποθανών ανήκε στην Μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, προσέφυγαν στα ελληνικά δικαστήρια, ισχυριζόμενες ότι, τα της κληρονομιάς υπάγονταν στην δικαιοδοσία του Μουφτή και έπρεπε να ρυθμισθούν με βάση τον Ισλαμικό Νόμο και όχι με βάση τις διατάξεις του ελληνικού αστικού κώδικα.
Προς ενίσχυση των ισχυρισμών τους, μάλιστα, επικαλέσθηκαν τις Συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάννης, με βάση τις οποίες, όπως υποστήριξαν ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, στους Έλληνες πολίτες που είναι μουσουλμάνοι θα πρέπει να εφαρμόζεται ο ισλαμικός νόμος!
Οι ισχυρισμοί τους απορρίφθηκαν από τα ελληνικά δικαστήρια και στο Εφετείο αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας ακύρωσε αυτές τις αποφάσεις και συνέστησε να επανεξετασθεί η υπόθεση από εφέτη, με το σκεπτικό ότι τα ζητήματα κληρονομιάς, εντός της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, θα πρέπει να ρυθμίζονται από τον ισλαμικό θρησκευτικό νόμο και όχι από την ελληνική νομοθεσία.
Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και το Ανώτατο Εφετείο, αποφασίζοντας ότι ο νόμος που έπρεπε να εφαρμοσθεί για την κληρονομιά του αποθανόντος συζύγου της Sali, ήταν ο ισλαμικός θρησκευτικός νόμος και όχι η σχετική ελληνική νομοθεσία.
Η Sali, αναζητώντας δικαίωση, προσέφυγε στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου στις 5 Μαρτίου 2014 και το περιεχόμενο της προσφυγής της, κοινοποιήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση στις 23 Αυγούστου 2016 με ερωτήσεις του Δικαστηρίου, που άγνωστο παραμένει αν και πως απαντήθηκαν.
Στην προσφυγή της η θιγείσα κληρονόμος υποστηρίζει πως στην περίπτωση της, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 της Σύμβασης Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για απαγόρευση των διακρίσεων, παραβίαση του δικαιώματος σε ακρόαση και του σχετικού άρθρου της Σύμβασης για την προστασία της ιδιοκτησίας και υπογράμμισε ότι «Εφαρμόζοντας, στην περίπτωση μου, το ισλαμικό θρησκευτικό δίκαιο και όχι την ελληνική νομοθεσία του Αστικού Κώδικα, οι ελληνικές δικαστικές αρχές μου στερούν τα ¾ της κληρονομιάς που μου άφησε ο σύζυγος μου».
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]