Κοινός τόπος ήταν ότι τα φαινόμενα ανομίας και παραβατικότητας μέσα στον πανεπιστημιακό χώρο και η αρνητική δημοσιότητα που λαμβάνουν αποπροσανατολίζουν την πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά και τους θεσμούς που χαράσσουν την εκπαιδευτική πολιτική, από το πραγματικό διακύβευμα της επόμενης μέρας του δημόσιου πανεπιστημίου στον σύγχρονο κόσμο, ενώ δεν αφήνουν να αναδειχθεί η φωτεινή πλευρά του πανεπιστημίου με το εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο που παράγεται. Παράλληλα, στη συζήτηση για την ανάγκη ή μη αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος οι ομιλητές -ασχέτως τοποθέτησης- συνέκλιναν στο ότι η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων δεν θα λύσει τα προβλήματα των δημόσιων.
Ομιλητές στην εκδήλωση ήταν ο πρύτανης του ΑΠΘ Περικλής Μήτκας, ο πρώην υπουργός Χάρης Καστανίδης, ο συγγραφέας Σάκης Μουμτζής, ο καθηγητής του ΑΠΘ Γιώργος Μπάρμπας, ο εκδότης Πέτρος Παπασαραντόπουλος, ο αναπληρωτής γραμματέας Πολιτικού Σχεδιασμού της ΝΔ Νίκος Ταχιάος και ο πρώην υφυπουργός Λευτέρης Τζιόλας.
«Υπάρχει πολλή αρνητική δημοσιότητα για όλα τα άσχημα που συμβαίνουν και δεν έχουμε βρει τρόπο να το αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά», παραδέχθηκε ο πρύτανης του ΑΠΘ, Περικλής Μήτκας, υπενθυμίζοντας πως «πρώτη προτεραιότητα του πανεπιστήμιου είναι η γνώση που παρέχει και εμπεδώνεται κατά τη διάρκεια του εξαμήνου και όχι μόνο στην εξεταστική περίοδο».
«Αλλά εμείς δεν συζητάμε αυτά, ασχολούμαστε με τα προβλήματα βανδαλισμών, ναρκωτικών, ή το πώς να εφαρμόσουμε έναν νόμο που διαρκώς αλλάζει […] Τα προβλήματα είναι καθημερινά στα μανταλάκια και καταλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερο χώρο από ό,τι τα επιτεύγματα του πανεπιστημίου κι αυτό είναι μια παθογένεια, που δεν μας βοηθά να βελτιωθούμε» εξήγησε.
«Το ΑΠΘ ως μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της χώρας θα πρέπει να ηγηθεί της εθνικής προσπάθειας, με εμμονή στην αριστεία, προς όφελος της κοινωνίας, με συνεχή αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού, να συνδιαμορφώνει τις εξελίξεις, να αφουγκράζεται τις ανάγκες της κοινωνίας, να παρακολουθεί και να ακολουθεί επιλεκτικά τις διεθνείς καλές πρακτικές» ανέφερε ο κ. Μήτκας, εκτιμώντας ως λανθασμένη την εντύπωση ότι η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων θα δώσει λύσεις στα προβλήματα του δημόσιου πανεπιστημίου. «Μπορεί να δώσει λύσεις σε προβλήματα απασχόλησης ερευνητικού προσωπικού, μπορεί να αυξήσει τζίρους, αλλά δεν θα λύσει τα προβλήματα του δημόσιου πανεπιστημίου. Δεν υπάρχει περίπτωση ιδιωτικά πανεπιστήμια να αναλάβουν τέτοιο έργο που γίνεται από το δημόσιο πανεπιστήμιο, το οποίο όμως θέλει στήριξη. Δεν ξέρω όμως αν υπάρχει άλλη κοινωνία που να πετροβολά με τέτοιον τρόπο το δημόσιο πανεπιστήμιο» κατέληξε ο πρύτανης.
Τον αφορισμό ότι η γενιά του Πολυτεχνείου είναι η πηγή της αποτυχίας της μεταπολίτευσης και κατ’ επέκταση και του πανεπιστημίου της μεταπολίτευσης θέλησε να αποδομήσει ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, Χάρης Καστανίδης, παρατηρώντας πως οι αιτιάσεις αυτές είναι εμμονικές και στο πλαίσιο μιας συνειδητής προσπάθειας κάποιων για την κατεδάφιση της συλλογικής μνήμης.
Το πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης, σύμφωνα με τον κ. Καστανίδη, πέτυχε πρώτον, ότι στο πλαίσιο του φοιτητικού κινήματος με όρους πολιτικούς κατάφερε εν μέρει την αποχουντοποίηση του πανεπιστημίου, δεύτερον με την εφαρμογή του ν 1268/1982 που κατάργησε τις έδρες, συνετέλεσε στην αποτροπή «απολύτως κάθετων ιεραρχικών εξαρτήσεων, επιτρέποντας την ανάδειξη νέου ακαδημαϊκού ερευνητικού δυναμικού και οδηγώντας στη διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών» και τρίτον «πέτυχε σοβαρά αποτελέσματα στην αξιοποίηση ερευνητικών κονδυλίων».
Ο κ.Καστανίδης επισήμανε πως στον δημόσιο διάλογο για το πανεπιστήμιο του αύριο, πρέπει «να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια του ασύλου», με «ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο ειλικρίνειας μεταξύ της αστυνομίας, του πανεπιστημίου και των δικαστικών Αρχών, όπου απλά θα εφαρμόζεται ο νόμος». Επίσης, «να τεθεί το θέμα ιδιωτικά ή δημόσια πανεπιστήμια, όπου υπάρχουν πολλές παρεξηγήσεις και μύθοι» και «να εφαρμοστεί με κάθε τρόπο η συνταγματική Αρχή για την αυτοδιοίκηση και αυτοτέλεια του πανεπιστήμιου, που δεν υπάρχει όπως θα τη θέλαμε».
«Σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία υπάρχουν τα κόμματα, δεν υπάρχει δυνατότητα να αποφασίσουμε όλοι τι θέλει ο καθένας» τόνισε ο Σάκης Μουμτζής, στη συζήτηση ποιο θα πρέπει να είναι το πανεπιστήμιο του αύριο. «Μιλάμε για μη κρατικά πανεπιστήμια. Όποιος θέλει μη κρατικά πανεπιστήμια ξέρει ποιο κόμμα θα πρέπει να ψηφίσει», εξήγησε, αν και παρατήρησε πως η εκλογική τοποθέτηση των ψηφοφόρων τελικά διαμορφώνεται με κριτήρια που σχετίζονται με την οικονομία και όχι με τα εκπαιδευτικά ζητήματα. Σημείωσε δε, πως για το θεσμικό πλαίσιο της ανώτατης εκπαίδευσης «το πολύ απλό θα ήταν να επαναφέρουμε τον νόμο Διαμαντοπούλου που πήρε 250 ψήφους στη Βουλή».
«Το θέμα της παρέμβασης της αστυνομίας στον πανεπιστημιακό χώρο πρώτα και κύρια είναι θέμα διαχείρισης πολιτικού κόστους, εκεί κολλάει το θέμα, εκεί κολλάει και ο εισαγγελέας ή ο αστυνομικός διευθυντής της Θεσσαλονίκης να πάρει το κόστος», ανέφερε ο καθηγητής Γιώργος Μπάρμπας, εκτιμώντας πως «σε αυτό το πλαίσιο, εμείς που διοικούμε το πανεπιστήμιο δεν είχαμε ποτέ καθαρό λόγο, να βγούμε και να πούμε με τον πιο καθαρό και επίσημο τρόπο ότι το άσυλο δεν καλύπτει εγκληματικές πράξεις και πράξεις εναντίον της ζωής και της περιουσίας και να δηλώσουμε καθαρά ότι θέλουμε να ισχύει ο νόμος στο πανεπιστήμιο».
«Το άσυλο για εμάς σήμαινε διεκδίκηση της ελευθερίας της έκφρασης, σε καμία περίπτωση δε σήμαινε δικαίωμα στην ασυδοσία, τον τραμπουκισμό, την πώληση ναρκωτικών, την κατάλυση κάθε έννοιας ακαδημαϊκής ελευθερίας» είπε ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος, εκτιμώντας πως «έχουμε οδηγηθεί στην παράδοση του πανεπιστημίου στους κάθε είδους μπαχαλάκηδες και εμπόρους ναρκωτικών» και «αυτό που συγκροτούσε το πανεπιστήμιο των ονείρων μας μεταβλήθηκε σε εφιάλτη, παρήκμασε», γι’ αυτό και «δεν χρειάζεται το ψευδεπίγραφο άσυλο, αλλά η αξιολόγηση που θα είναι πρόκληση για βελτίωση και όχι απαγορευμένη λέξη»
«Το άσυλο δεν έχει νόημα να υπάρχει, όταν υπάρχει ελευθερία πλήρης στα όρια της ασυδοσίας, στον βαθμό που δεν μπορούν να ακουστούν απόψεις πολλών επειδή μία μειοψηφία δεν τους θέλει και δεν τους ανέχεται» ανέφερε ο Νίκος Ταχίαος, εκτιμώντας ότι στην αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος, αντανακλάται η αποτυχία της ελληνικής κοινωνίας και παρατηρώντας ότι «μετά τις μάζες πτυχιούχων περάσαμε στις μάζες μεταπτυχιακών και διδακτορικών, που είναι πλέον οι βαθμίδες που πρέπει να έχει κανείς για να κάνει καριέρα στο δημόσιο», τη στιγμή που «πρέπει να αποφασίσουμε ότι έχει αξία η διάκριση, η μονάδα, η προσωπικότητα και έτσι να βγουν τα παιδιά από το πανεπιστήμιο».
«Δεν καθαγιάζεται έκνομη πράξη από το πανεπιστημιακό άσυλο, η κατάχρηση είναι ο χειρότερος εχθρός κάθε δικαιώματος, κάθε δημοκρατικής κατάκτησης» επισήμανε ο Λευτέρης Τζιόλας, εξηγώντας ότι τα πανεπιστήμια «δεν έχουν ανάγκη από το δόγμα “νόμος και τάξη”, αλλά υπάρχει ανάγκη ασφάλειας και ελευθερίας και δεν είναι δυνατόν να προσφέρεται άσυλο σε εμπόρους ναρκωτικών και κάθε παρανόμους», γιατί «τελικά όσοι ανέχονται αυτή την κατάσταση ωθούν στην κατάργηση αυτού για το οποίο θεωρητικά κόπτονται».
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]