Παράλληλα προειδοποιούν ότι διερευνούν τη δυνατότητα να προσφύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) με σκοπό να αποτρέψουν την ισχύ της, ακολουθώντας τη δικονομική τάξη. Παράλληλα, ζητούν δημοψήφισμα, διαμηνύοντας σε όλους τους τόνους πως πρόκειται για ένα θέμα μείζονος σημασίας για το οποίο απαιτείται η συγκατάθεση του ελληνικού λαού.
Διακεκριμένοι δικηγόροι κλήθηκαν από το «Φορέα Ανένδοτου Αγώνα για τη Μακεδονία» να προσεγγίσουν νομικά την εγκυρότητα της λεγόμενης συμφωνίας των Πρεσπών. Μεταξύ αυτών ήταν οι Αριάδνη Νούκα, Αναστάσιος Καραΐσκος και Πέτρος Χασάπης, καθώς και ο συνταγματολόγος Γιώργος Κασιμάτης. Τα αποτελέσματα αυτής της προσέγγισης τα παρουσίασαν σε ειδική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε χθες στα γραφεία της ΕΣΗΕΑ.
Οπως τόνισε ο κ. Κασιμάτης: «Η συμφωνία είναι άκυρη νομικά και κατά το Διεθνές Δίκαιο και κατά το Σύνταγμά μας». Κι αυτό διότι «όλα τα στοιχεία που περιέχει είναι αντικειμενικά, επιστημονικά και πολιτικά αναληθή». Και «δεν επιτρέπεται να συνάπτεται μία συμφωνία σε οποιοδήποτε επίπεδο με εντελώς αναληθή στοιχεία», όπως είπε.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η κ. Νούκα προς απόδειξη των αβάσιμων στοιχείων που «πάτησε» αυτή η συμφωνία επικαλέστηκε απόφαση του Αρείου Πάγου που έφερε στο φως της δημοσιότητας ο «Ε.Τ.» την ημέρα της υπογραφής της συμφωνίας των Πρεσπών.
Συνοπτικά υπενθυμίζεται πως το ανώτατο δικαστήριο της χώρας επικύρωσε την ανυπαρξία ιδιαίτερης «μακεδονικής» γλώσσας και «μακεδονικού» έθνους. Πρόσθετα, έκανε λόγο και για δεύτερη προγενέστερη απόφαση του ΑΠ, του έτους 1994, με ομοειδείς παραδοχές.
Επειτα, η κ. Νούκα παρέθεσε τους 7 λόγους ακυρότητας της συμφωνίας επισημαίνοντας πως είναι τόσο τυπικοί όσο και ουσιαστικοί.
Πιο συγκεκριμένα υπογράμμισε πως:
1. Υφίσταται αναρμοδιότητα του κρατικού οργάνου που σύνηψε τη συμφωνία υψίστης εθνικής σημασίας για να εξυπηρετηθεί δήθεν σπουδαίο εθνικό συμφέρον.
2. H συμφωνία: α) παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, την αρχή της ορθότητας, της σαφήνειας και του καθήκοντος αληθείας και β) τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών και συγκρούεται με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς και με το Δίκαιο των Διεθνών Συμβάσεων.
Φρίκη στην Πάτρα: 8χρονος κατήγγειλε ότι τον βίασαν δυο 16χρονοι - Σύλληψη του ενός ανηλίκου και του πατέρα του
3. Η συμφωνία: α) αντιτίθεται στις διεθνείς συμβάσεις προστασίας πολιτιστικής κληρονομιάς (Σύμβαση της Χάγης το 1954, ο Ν. 360/1976, ο Ν. 1126/1981, ο Ν. 3028/2002 και προεχόντως η Σύμβαση της UNESCO που έχει κυρωθεί από το Ελληνικό Κοινοβούλιο – Ν. 3521/2006 ) και β) προκαλεί σύγχυση στην πολιτιστική ταυτότητα των λαών και εθνών.
4. Η συμφωνία συγκρούεται: με το Σύνταγμα, διότι παραβιάζει την αρχή της αμοιβαιότητας και με αναγκαστικούς κανόνες του Γενικού Διεθνούς Δικαίου, διότι δεν περιλαμβάνει: α) όρους λύσης, καταγγελίας, αποχώρησης, παραίτησης, ανάκλησης, β) καθορισμένο όργανο ως θεματοφύλακα της Συνθήκης.
5. Η συμφωνία συγκρούεται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί Ιθαγένειας (Στρασβούργο 6 Νοεμβρίου 1997), σύμφωνα με την οποία τα συμβαλλόμενα κράτη κατά τη σύναψη συμβάσεων σε ζητήματα ιθαγένειας πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα νόμιμα συμφέροντα των κρατών όσο και των ατόμων.
6. Η συμφωνία παραβιάζει άλλες διεθνείς συνθήκες (Πρωτόκολλο Αθηνών 1913, Συνθήκη Βουκουρεστίου, Συνθήκη της Λωζάννης).
7. Η συμφωνία α) επιτείνει την «κρίση της κρατικής κυριαρχίας», η οποία διακρίνεται σε εσωτερική και εξωτερική, δηλαδή στη νομική ικανότητα του κράτους να μην περιορίζεται παρά μόνον καθόσον το επιθυμεί, και στη νομική ανεξαρτησία του κράτους έναντι των άλλων κρατών αντίστοιχα
και β) αντίκειται επιπλέον στο Σύνταγμα διότι δεν υφίστατο σύμπραξη των δύο κυβερνητικών εταίρων. Η κυβέρνηση η οποία ασκεί την εξωτερική πολιτική αποτελείται από δύο κυβερνητικούς εταίρους. Εκ των οποίων κανένας δεν έχει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία ως αυτοτελές κυβερνών κόμμα. Εκ των λόγων αυτών οι πρόεδροι των κυβερνητικών κομμάτων οφείλουν αποδεδειγμένη σύμπραξη στην εκπροσώπηση της κυβέρνησης για τη διαπραγμάτευση και συνομολόγηση της Συμφωνίας, ώστε να υφίσταται η δέουσα πολιτική νομιμοποίηση της εν λόγω κυβερνητικής πράξης.
Από την πλευρά του, ο κ. Χασάπης τόνισε: «Καλούμε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να μιλήσει τώρα για το αν συμμετείχε ή όχι ο ίδιος στη σύναψη της Συνθήκης των Πρεσπών, όπως το ίδιο το Σύνταγμα επιτάσσει. Τον καλούμε ως διεθνή παραστάτη της χώρας να εκφράσει στον ελληνικό λαό τη βούλησή του για το εάν συναινεί στη σύναψη της Συνθήκης των Πρεσπών ή όχι. Πρέπει ο ελληνικός λαός να γνωρίζει αν παραβιάστηκε εσωτερικός κανόνας θεμελιώδους σημασίας, σύμφωνα με τη συνθήκη της Βιέννης. Εχει αυτό το δικαίωμα».
Ο δε κ. Καραΐσκος επισήμανε: «Η συμφωνία είναι άκυρη και το διατρανώνουμε» και συνέχισε: «Μερίμνησαν οι κυβερνήσεις να κάνουν ένα συνταγματικό κείμενο περιορίζοντας τα δικαιώματά μας». Ο ίδιος εξήγησε: «Οι διμερείς αυτές συνθήκες θεωρούνται κυβερνητικές πράξεις κατά το ελληνικό Σύνταγμα και δεν υπάρχει δυνατότητα προσβολής».
Ωστόσο, πρόκειται για μία συμφωνία η οποία δεν έχει γίνει ακόμη διεθνής συνθήκη. Δεν έχει συναφθεί δηλαδή στο τελικό της στάδιο, συνεπώς δεν έχει νομική ισχύ. Η ολοκλήρωση αυτής της συνομολόγησης γίνεται με την κύρωση στη Βουλή.
Με αυτά τα δεδομένα δήλωσε: «Γι’ αυτό και βρίσκεται ο αγώνας μας σε εξέλιξη. Γι’ αυτό και επικοινωνούμε το πρόβλημα ώστε να εμπεδωθεί και να διαπιστώσουν όλοι τους εθνικούς κινδύνους. Θα υπάρχουν δραματικές επιπτώσεις στην εθνική και πολιτισμική μας εξέλιξη και την εθνική μας κυριαρχία». Οπως είπε ο κ. Καραΐσκος, σκοπός είναι: «Να πείσουμε, πρώτον, την ελληνική κοινωνία για το ασύμφορο του περιεχομένου αυτής της συνθήκης και έπειτα να πείσουμε και το ελληνικό Κοινοβούλιο».
Κατά τα λεγόμενά του, παρότι υπάρχει η δυνατότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να συνάπτει μόνος του διεθνείς συμβάσεις, δεν το θέλησε αυτό η κυβέρνηση. «Την εξωτερική πολιτική της χώρας τη χαράσσει αποκλειστικά η κυβέρνηση», ανέφερε, σημειώνοντας πως «διά του υπουργού των Εξωτερικών υπέγραψε μία συνθήκη. Χωρίς να υπάρχει δημοψήφισμα, συγκατάθεση της Βουλής ή δημοκρατική νομιμοποίηση. Και μάλιστα με μορφή απλοποιημένου τύπου που αυτές συνάπτονται σε ήσσονος σημασίας θέματα και αφορούν σε οδικές ρυθμίσεις, ταχυδρομικές ρυθμίσεις, ανακωχές, εκεχειρίες, εμπορικές συνεργασίες κ.λπ. Εδώ θέτονται ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής, εθνικής αξιοπρέπειας, πολιτισμικής κληρονομιάς και ένας υπουργός Εξωτερικών ξεκινάει μία διαδικασία συνομολόγησης με ένα σχέδιο, δεσμεύοντας όλη την Πολιτεία και μάλιστα αμετακλήτως. Και έρχεται και η ίδια η πολιτεία διά της νομοθεσίας και λέει ότι οι πράξεις αυτές είναι κυβερνητικές και είναι απρόσβλητες και έχουν δικαστική ασυλία».
Με αυτά τα δεδομένα, σκοπός των παραπάνω δικηγόρων είναι να διερευνήσουν τη δυνατότητα να προσφύγουν στο ΣτΕ, με αφετηρία σχετική νομολογία. Ενδεικτικά ανέφεραν ότι «αξιοποιώντας την κρίση ισχυρής μειοψηφίας σε δύο αποφάσεις του ΣτΕ, βάσει της οποίας όταν από την οποιαδήποτε κυβερνητική πράξη προσβάλλονται ατομικά δικαιώματα, δηλαδή αντανακλώνται συνέπειες σε ατομικά δικαιώματα, τότε υπάρχει έννομο συμφέρον έτσι ώστε ο προσβληθείς να προσφύγει δικαστικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα ατομικά δικαιώματα που προσβάλλονται είναι υψίστης σημασίας», σημείωσαν.
«Θα προστατέψουμε τη διαδικασία της άμυνάς μας βάσει των όπλων που μας δίνει το νομικό σύστημα και θα ψάξουμε να βρούμε την καλύτερη δυνατή λύση», πρόσθεσε χαρακτηριστικά ο κ. Καραΐσκος.
Ιωάννα Φεντούρη
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]