Αρνητική απάντηση έδωσε στις ενστάσεις που υπέβαλαν οι Γερμανοί κατηγορούμενοι στη μεγάλη υπόθεση δωροδοκιών ο εισαγγελέας, Χαράλαμπος Τζώνης, αλλά και ο Γαλλοελβετός Ζαν Κλωντ Όσβαλντ, πρώην τραπεζικό στέλεχος, σχετικά με την αμετάφραστη δικογραφία που έχουν στα χέρια τους.
Η δίκη των 64 κατηγορουμένων για ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα διαφθοράς ξεκίνησε το πρωί και διέκοψε σχεδόν αμέσως, καθώς δεν υπήρξε πρόβλεψη για την παρουσία διερμηνέα γαλλικής για τον παρόντα κατηγορούμενο Όσβαλντ. Μάλιστα, πριν ο πρόεδρος του δικαστηρίου διακόψει τη διαδικασία, ώστε να κληθεί διερμηνέας, έκανε προσπάθεια να βρει κάποιον από το ακροατήριο: «Παρακαλώ, αν υπάρχει κάποιος από το ακροατήριο, ο οποίος δεν σχετίζεται με την υπόθεση και μιλάει τη γαλλική γλώσσα να μας βοηθήσει», είπε.
Η έκκληση του προέδρου έπεσε στο κενό, καθώς δεν βρέθηκε γαλλομαθής εντός της αίθουσας και έτσι μετά από πολύωρη διακοπή η δίκη ξεκίνησε με το θέμα της μετάφρασης να τίθεται επιτακτικά. Οι συνήγοροι των αλλοδαπών κατηγορουμένων υπέβαλαν ενστάσεις απόλυτης ακυρότητας κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος. Όπως τόνισαν, το βούλευμα για την υπόθεση τους επιδόθηκε μόνο στην ελληνική γλώσσα. Επίσης, επεσήμαναν ότι είναι απαραίτητη η μετάφραση στα γερμανικά και στα γαλλικά, τόσο του βουλεύματος, όσο και του καταλόγου των αναγνωστέων εγγράφων, γιατί σε διαφορετική περίπτωση δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. «Τα ουσιώδη έγγραφα πρέπει να παρέχονται μεταφρασμένα στη μητρική γλώσσα των κατηγορουμένων, διαφορετικά θίγονται τα συνταγματικά δικαιώματά τους και παραβιάζεται η αρχή της δίκαιης δίκης» είπαν χαρακτηριστικά οι συνήγοροι. Σημείωσαν, παράλληλα, πως θεωρείται αδιανόητο κατηγορούμενος «αγνοών τη γλώσσα να περιέρχεται σε μειονεκτική θέση. Καθίσταται αναγκαίο να έχει τις ακριβώς τις ίδιες δυνατότητες σε σχέση με τον κατηγορούμενο που έχει τις απαραίτητες γλωσσικές γνώσεις».
Ένσταση για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος υπέβαλε και η υπεράσπιση του Ελληνοελβετού τραπεζικού στελέχους και άλλοτε συνεργάτη του κ. Όσβαλντ, Φάνη Λυγινού, υποστηρίζοντας πως δεν έγινε νόμιμη επίδοσή του: «Δεν έχουμε λάβει γνώση ούτε ενός εγγράφου της δικογραφίας για τη Siemens», υποστήριξαν οι συνήγοροί του. Στη βροχή των ενστάσεων, ο εισαγγελέας απάντησε «όχι», εισηγούμενος στο δικαστήριο να τις απορρίψει, καθώς «δεν έχει παραβιαστεί κανένα δικαίωμα των κατηγορουμένων».
Σύμφωνα με τον εισαγγελικό λειτουργό, δεν προκύπτει καμία βλάβη των υπερασπιστικών ισχυρισμών των κατηγορουμένων λόγω μετάφρασης, ενώ όπως επεσήμανε υπήρξε μετάφραση του κατηγορητηρίου και γι’ αυτό στο στάδιο της ανάκρισης οι «αλλοδαποί κατηγορούμενοι» απολογήθηκαν με τη βοήθεια διερμηνέα και εκπροσωπήθηκαν από συνηγόρους. Όπως ανέφερε ο εισαγγελέας, οι συνήγοροι να ανατρέξουν στη γραμματεία να βρουν το μεταφρασμένο βούλευμα.
Σημειώνεται, ότι το χιλιάδων σελίδων βούλευμα μεταφράζεται σταδιακά και μέχρι τώρα έχει μεταφραστεί στη γερμανική σχεδόν το μισό. Ο κ. Τζώνης τόνισε την κρισιμότητα του χρόνου για την πορεία της δίκης, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Από την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, ήδη, έχει παύσει η ποινική δίωξη για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα για μισούς από τους κατηγορούμενους.
Κάθε λεπτό που περνάει το αδίκημα παραγράφεται, ενώ η πράξη της δωροδοκίας έχει χρόνο τέλεσης το διάστημα 1997-1998 και ουσιαστικά δεν έχει ξεκινήσει ούτε η εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό. Πρόκειται για εξαιρετικά επείγουσα περίπτωση». Όσον αφορά την ένσταση του κατηγορούμενου Φ. Λυγινού, ο εισαγγελέας ζήτησε, επίσης, απόρριψη, λέγοντας, μάλιστα, πως αν ο κατηγορούμενος άλλαξε υπερασπιστή και γι’ αυτό αναφέρεται σε μη νόμιμη επίδοση, «δεν ενδιαφέρει το δικαστήριο».
Η εισαγγελική τοποθέτηση προκάλεσε αντιδράσεις στους εκπροσώπους των Γερμανών κατηγορουμένων, οι οποίοι αντέτειναν πως οι εντολείς τους απολογήθηκαν για άλλη κατηγορία από αυτήν που τελικώς διατυπώνεται στο παραπεμπτικό βούλευμα: «Θα έρθει εδώ ο Γερμανός κατηγορούμενος και θα πρέπει ο διερμηνέας να μεταφράσει όλο το βούλευμα που θα εισάγει στο ακροατήριο ο εισαγγελέας; Αυτό θέλετε;», ακούστηκε από συνήγορο, ενώ τα πυρά των υπερασπιστών στράφηκαν και στην Εισαγγελία Εφετών: «Ποιος εμπόδισε την Εισαγγελία να γίνει μετάφραση; Τις αμαρτίες στου κρατικού μηχανισμού θα τις πληρώσουν οι κατηγορούμενοι;». Από τις τοποθετήσεις των συνηγόρων δεν έλειψαν και οι συγκρίσεις, αφού, όπως ειπώθηκε, η απόρριψη της ένστασης για μετάφραση θα «θυμίζει τις διαδικασίες που ακολουθούνται στο Ιράκ».
Μεταξύ των προσώπων που δικάζονται για τη ζημιογόνα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, σύμβαση του ΟΤΕ με τη SIEMENS είναι ο άλλοτε σύμβουλος του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, Θόδωρος Τσουκάτος, για την υπόθεση του ενός εκατομμυρίου μάρκων.
Επίσης, υπόλογος είναι ο επί σειρά ετών διευθύνων σύμβουλος και ακολούθως επικεφαλής του Εποπτικού Συμβουλίου του γερμανικού κολοσσού, Χάινριχ Φον Πίρερ, αλλά και τα πρώην στελέχη της SIEMENS, Ηλίας Γεωργίου, Πρόδρομος Μαυρίδης, Φόλκερ Γιούγκ, Ράινχαρτ Σίκατσεκ, Μίχαελ Κουτσενρόιτερ, Εμμανουήλ Σταυριανού κ.ά, όπως και οι καταζητούμενοι Μιχάλης Χριστοφοράκος, ο οποίος εκπροσωπείται στο δικαστήριο, αλλά και Χρήστος Καραβέλας. Ακόμη, τα πρώην στελέχη του ΟΤΕ, Γιώργος Σκαρπέλης, Αθανάσιος Γρεβενίτης, Νικόλαος Μανασής, Σωτήρης Τζούμας κ.ά., οι ιδιώτες, χρηματιστές, επιχειρηματίες κ.λπ., Γεώργιος Καλδής, Αθανάσιος Ράμμος, Βασίλειος Τυρογαλάς κ.ά.
Το δικαστήριο επιφυλάχθηκε να ανακοινώσει την απόφασή του επί των ενστάσεων στις 12 Ιουλίου, οπότε και θα συνεχιστεί η διαδικασία. Πιθανότατα θα είναι και η τελευταία μέσα στο καλοκαίρι, καθώς το δικαστήριο θα συνεδριάσει ξανά τον Σεπτέμβριο.