Η Ζωή Λάσκαρη «έφυγε» ξαφνικά από τη ζωή στο σπίτι της στο Πόρτο Ράφτη.
Ήταν μια από τις διασημότερες σταρ του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, που ξεκίνησε την καριέρα της κερδίζοντας τον τίτλο της «Σταρ Ελλάς» το 1959.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Ζωή Κουρούκλη και ήταν γεννημένη στη Θεσσαλονίκη στις 12 Δεκεμβρίου του 1944. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 θεωρείτο, μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Τζένη Καρέζη, μια από τις εμπορικότερες σταρ του ελληνικού κινηματογράφου.
Σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» της Κύπρου και στον Θανάση Φωτίου η μεγάλη Ελληνίδα σταρ έκανε συνταρακτικές αποκαλύψεις ΄για την ζωή της και την καριέρα της. Μυστικά, ίντριγκες, πάθη αλλά και προσωπικά βιώματα που προκαλούν πόνο.
Διαβάστε παρακάτω την συνέντευξη από τον «Φιλελεύθερο»
Ήταν Μάρτιος του 1999, μια Τετάρτη απόγευμα, στην οδό Δημοκρίτου στο Κολωνάκι. Αυτή με νέα καθήκοντα -δημοτική σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων- κόσμος πολύς να μπαινοβγαίνει στο γραφείο της, κάποια ραντεβού καθυστερημένα, τηλεφωνήματα πολλά, λίγες φωνές πού και πού… Ήταν η πρώτη φορά που θα τη συναντούσα και χρειάστηκε να περιμένω 134 ολόκληρα λεπτά. Το θυμάμαι, όχι επειδή έχω μνήμη ελέφαντα, αλλά γιατί το κατέγραψα στη συνέντευξη που κάναμε τότε, με την υποσημείωση ότι η συνάντηση άξιζε την αναμονή. Ήρθε με βήμα γοργό, έτεινε το χέρι, είμαι η Ζωή, μου είπε, μ’ ευχαρίστησε για την κατανόηση και αφοπλιστικά έσκυψε και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο, σαν να μου έλεγε, συγχώρα με για την καθυστέρηση.
Η δεύτερη φορά ήταν πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, στο Χίλτον, στη Λευκωσία. Πρώτη κοινή συνέντευξη με τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο -γιόρταζαν, θυμάμαι, την 25η επέτειο του γάμου τους. Αυτός πηγαινοερχόταν πάνω κάτω στο λόμπι χαϊδεύοντας κατά διαστήματα τη γενειάδα του, «βλέπω να αργεί η γυναίκα μου», μου είπε, «μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια», πρόλαβα να απαντήσω εγώ, όταν η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε και η Ζωή βγήκε ντυμένη στα λευκά, απαστράπτουσα, με μια φινέτσα στην κίνηση και μια αύρα σαρωτική στο διάβα της -star quality το λέμε στις μέρες μας- που μόνο οι παλιές σταρ του κινηματογράφου εξέπεμπαν. Και η Ζωή είναι μια από αυτές. Και μάλιστα η τελευταία από τις τρεις πρώτης γραμμής, μαζί με τη Βουγιουκλάκη και την Καρέζη. Όσο βαρύγδουπο κι αν ακούγεται αυτό.
Η Ζωή, έχω να σας πω, δεν στρογγυλεύει τα λόγια της. Μιλά ίσια και σταράτα. Δεν έχει ανάγκη να κανακέψει κανέναν. Ούτε να κρυφτεί πίσω από το δάχτυλό της. Θυμάμαι δυο ωραία περιστατικά από εκείνη τη δεύτερη συνάντησή μας στο Χίλτον, τα οποία αφηγούμαι πού και πού σε φίλους, και επιτρέψετε μου να τα μοιραστώ μαζί σας πριν προχωρήσουμε στο σήμερα. Ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος είχε κλείσει ραντεβού μ’ ένα πρωτοκλασάτο στέλεχος του ΔΗΚΟ. Στα πέντε λεπτά της συνέντευξης έρχεται αυτός, μας διακόπτει, συστήνεται, έχουμε ραντεβού, του λέει, ήρθα λίγο νωρίτερα / α, ναι, έρχομαι, λέει ο Λυκουρέζος και πάει να σηκωθεί από τον καναπέ /πανικοβάλλομαι εγώ, αλλά δεν το δείχνω / σηκώνει το φρύδι η Λάσκαρη, μπορεί να περιμένει ο κύριος, Αλέξανδρε, λέει / κάθεται ξανά ο Λυκουρέζος, να με περιμένετε λίγα λεπτά, λέει /ανακουφίζομαι εγώ / μην καθυστερήσετε πολύ, όμως, έχω να πάω σε μια εκπομπή στο ΡΙΚ μετά από εσάς, λέει το στέλεχος, και προσθέτει με ύφος λιγάκι αφ’ υψηλού, «αφήστε τα αυτά (τη συνέντευξη εννοούσε) έτσι κι αλλιώς στην Κύπρο το παρασκήνιο είναι που έχει σημασία και όχι το προσκήνιο». Οπόταν γυρνάει η Λάσκαρη και του λέει, κι εσείς κύριέ μου, γιατί θα βγείτε στην τηλεόραση, εφόσον το παρασκήνιο είναι που έχει σημασία; Κόκαλο αυτός. Κόκαλο θα έμενε και ο ίδιος ο Λυκουρέζος λίγο αργότερα, όταν στο πλαίσιο της συνέντευξης η Ζωή Λάσκαρη μου είπε «Εγώ ήμουνα πιστή. Σ’ όλους τους άντρες που πέρασαν από τη ζωή μου. Αυτοί δεν ήταν. Κανένας τους δεν ήταν πιστός. Σωστά Αλέξανδρε;».
Πίσω στο σήμερα, λοιπόν, λίγες ημέρες πριν από τις γιορτές, ένα βράδυ Πέμπτης, στο εστιατόριο δίπλα στον πολυχώρο Αθηναΐδα, όπου βρίσκεται η σκηνή «Ζωή Λάσκαρη». Φορεί μια μακριά γκρι ζακέτα, έχει ένα φουλάρι σε απαλό κίτρινο χρώμα στον λαιμό και στο χέρι κρατάει -όπως πάντα- ένα αναμμένο τσιγάρο. «Αυτό είναι το μόνο πράγμα στο οποίο είμαι επιρρεπής», μου λέει. Δεν προσπαθήσατε ποτέ να το κόψετε; «Μα δεν θέλω να το κόψω. Μ’ αρέσει. Καπνίζω επί 50 χρόνια. Και τα φέρνω από την Κύπρο. Η μάρκα που καπνίζω σταμάτησε να έρχεται στην Ελλάδα μετά που βγήκαν τα ελληνικά τσιγάρα κι έτσι τα φέρνω από την Κύπρο».
Χαλκιδική: Στις φωτιές τυλίχτηκαν δύο σκάφη στην μαρίνα του Πόρτο Καρράς
Επιρρεπής σε κάτι άλλο, εκτός από το τσιγάρο, είστε; Μπα, όχι.
Φοβίες έχετε; Ούτε φοβίες έχω.
Ανασφάλειες; Απ’ αυτές ναι, έχω.
Τι είδους; Ανασφάλειες που είχα από μικρό παιδάκι. Που μου είχαν δημιουργηθεί εξαιτίας της ορφάνιας.
Ένα παιδί που μεγαλώνει χωρίς να γνωρίσει τον πατέρα του και πριν προλάβει να ζήσει τη μάνα του, τι κενά κουβαλά στο υπόλοιπο της ζωής του; Πολλά. Σ’ όλη του τη ζωή. Ήμουν οκτώ μηνών όταν σκότωσαν τον πατέρα μου, στα 24 του, στον εμφύλιο. Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν επτά χρονών. Η απώλεια των γονιών είναι ένα κενό που δεν αναπληρώνεται ποτέ. Δεν έζησα Χριστούγεννα. Στο σπίτι είχαμε συνέχεια πένθος. Δεν στολίσαμε ποτέ δέντρο. Γι’ αυτό και δεν αγαπώ τα Χριστούγεννα, άλλωστε. Δεν τα έχω βιώσει. Ραδιόφωνο δεν βάζαμε ποτέ. Απ’ το στόμα μου δεν βγήκε ποτέ η λέξη «μπαμπάς», δεν θυμάμαι να φώναξα τη λέξη «μαμά»…
Στις συνεντεύξεις σας, σας ρωτούν συνήθως για τους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς με τους οποίους δουλέψατε. Θα μου πείτε για τους ανθρώπους που σας μεγάλωσαν; Ήταν η γιαγιά και ο παππούλης μου. Με λατρεύανε. Και υπήρξαν δύο λατρεμένα άτομα για μένα. Αλλά είχαν άλλη νοοτροπία. Ήταν και οι εποχές διαφορετικές. Με μεγάλωσαν με μια λανθασμένη υπερπροστασία. Στα δεκατέσσερα μου τους άκουσα να λένε, είναι άτακτη. Δεν ήξεραν γιατί ήμουν άτακτη. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Κάτι μου έλειπε. Κάπου υπήρχε ένα κενό. Και όταν τους άκουσα να λένε να βρούμε ένα παιδί να την παντρέψουμε, τρελάθηκα. Και είπα, αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Με μεγάλωσαν με παροιμίες, η γιαγιά μου δεν με άφηνε να μπω στην κουζίνα, δεν με άφηνε να ράψω… Ήθελε να τα κάνει αυτή για μένα. Αλλά εγώ τα έμαθα όλα, γιατί ήθελα να είμαι αυτόνομη. Επίσης μου είπαν ψέματα για τον θάνατο της μάνας μου, ενώ την είδα νεκρή στο σπίτι. Ότι, δήθεν, έφυγε για την Ιταλία. Επί ένα χρόνο μου έστελναν ψεύτικα γράμματα. Κάποια στιγμή, στο σχολείο, μου είπαν, ποια μάνα σου στην Ιταλία, η μάνα σου πέθανε. Και έτρεξα και πήγα και λες ένα χέρι με πήρε και με έβαλε μπροστά από τον τάφο της και είδα τη φωτογραφία της. Γύρισα σπίτι και σπάραζα. Γιατί μου το κάνατε αυτό; Δεν το έκαναν για κακό. Για να με προστατέψουν. Αλλά με λάθος τρόπο. Είναι σαν να μεγαλώνεις ένα άτομο μέσα σε γυάλα. Μόλις έρθει σε επαφή με το περιβάλλον, το πρώτο μικρόβιο θα το σκοτώσει.
Όλα αυτά δεν σας σκλήρυναν; Καθόλου σκληρή δεν με έκαναν. Πιο ευαίσθητη, δόξα τω Θεώ. Πήγα 15μιση χρονών στην Αμερική, έκατσα δύο χρόνια, ούτε ξέρω πώς έγινε αυτό. Η άγνοια κίνδυνου της νιότης; Θες η βοήθεια της Παναγιάς; Επιβίωσα χωρίς να ακούσω τις σειρήνες. Και στη συνέχεια, αυτό που πόνεσα εγώ δεν ήθελα να το περάσει άλλος. Και αυτό με έκανε πολύ μαλακή.
Ο πατέρας Κωνσταντίνος πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στη ζωή σας; Ο κ. Λυκουρέζος μου είπε κάποτε ότι είναι ο άνθρωπος που σας βοήθησε σε όλες σας τις επιλογές. Σωστά είπε. Σαράντα χρόνια τον ξέρω τον πατέρα Κωνσταντίνο. Πάρα πολύ με βοήθησε.
Ποια ανάγκη σας οδήγησε σε πνευματικό; Η ανάγκη που οδηγεί άλλους στον ψυχολόγο. Εγώ δεν πιστεύω στην ψυχανάλυση. Όσες φορές πήγα, ήξερα περισσότερα από αυτούς. Είχα ανάγκη από έναν πνευματικό άνθρωπο. Να μοιραστεί τις απορίες μου. Είναι ένα άτομο που μιλά τέσσερις γλώσσες, με θεατρική παιδεία, είναι ανοιχτός σε όλα. Και πριν τον βρω, είχα πάει σε δυο-τρεις άλλους. Και έχουμε επαφή μέχρι σήμερα.
Ξέρετε, μιλάμε τόση ώρα και σκέφτομαι πώς να ηχεί στα δικά σας αυτιά ο τίτλος «η τελευταία Ελληνίδα σταρ»… Φυσιολογικό. Τρεις ήμασταν στον Φίνο. Οι δύο πέθαναν…
Είχατε καλές σχέσεις; Με την Αλίκη, λατρεμένη σχέση. Με την Τζένη πολύ καλή, αλλά δεν κάναμε τόσο παρέα όσο με την Αλίκη. Μου λείπει ακόμα πολύ. Τρυφερό πλάσμα.
Αλήθεια, είστε νοσταλγικός άνθρωπος; Αναπολείτε το παρελθόν; Όχι. Εγώ δεν γυρνάω πίσω. Δεν σκέφτομαι το παρελθόν. Ούτε αναπολώ, ούτε νοσταλγώ. Τίποτα. Τα πράγματα έγιναν όταν έπρεπε να γίνουν. Τα έζησα όλα στην ώρα τους. Τις τρέλες μου, τα ξενύχτια μου, τα νιάτα μου, τους φίλους μου… Δεν νοσταλγώ τίποτα απ’ όσα έζησα. Είμαι γεμάτη. Και είμαι ευχαριστημένη.
Μήπως αυτό είναι και ένα είδος αυτοάμυνας απέναντι στον χρόνο που περνά; Όχι. Δεν νοσταλγώ τίποτα. Το παρόν. Μόνο αυτό με ενδιαφέρει. Πέρασα πολύ καλά. Σαφώς είχα δυσκολίες και σαφώς είχα και αποτυχίες, αλλά η ζωή είναι κύματα. Έχει τα πάνω και τα κάτω της. Δεν νοσταλγώ, δεν λέω αχ και να ήμουνα… Θυμάμαι κατά καιρούς με πολλή αγάπη κάποια πράγματα, αλλά δεν νοσταλγώ τίποτα.
Ούτε απολογισμούς ζωής, να υποθέσω, κάνετε… Τι απολογισμό να κάνω, αγάπη μου; Ο γέγονε γέγονε.
Εν ολίγοις, αυτό που λέμε πληρότητα το έχετε αισθανθεί; Είμαι χορτάτος άνθρωπος, αν αυτό εννοείς. Απλόχερα μου δόθηκαν πράγματα. Όχι εύκολα, με δυσκολία μεν και σκληρή δουλειά, αλλά θα ήμουν αχάριστη εάν δεν ήμουν ευγνώμων, εάν δεν έλεγα δόξα τω Θεώ.
Πώς τα πάτε, λοιπόν, με τον χρόνο που περνά; Εγώ δεν έχω πρόβλημα. Ελπίζω να μην έχει ούτε αυτός.
Η φυσιολογική φθορά που φέρνει, σας απασχολεί; Δόξα τω Θεώ, με είδατε και στη σκηνή…
Αεικίνητη! Στο μέλλον θα δούμε. Αλλά νομίζω ότι η φθορά έρχεται από την ώρα που αποφασίζεις να βγεις στη σύνταξη. Να τελειώσεις. Αλλιώς, αν είσαι σε εγρήγορση, δεν έχεις χρόνο να αφήσεις τη φθορά να έρθει.
Διάβασα να λέτε «θέλω να πεθάνω πάνω στο σανίδι». Κι ομολογώ ότι μου ακούστηκε κάπως… ματαιόδοξο; Μα δεν το κάνω για τη δόξα. Το κάνω γιατί θέλω να δουλεύω. Γιατί δεν θέλω να βγω στη σύνταξη. Γι’ αυτό το κάνω. Θέλω να δουλεύω. Μ’ αρέσει. Δεν είναι ούτε η δόξα, ούτε το χειροκρότημα που με κρατά εδώ. Αλλά η απόφασή μου να μη βγω στη σύνταξη. Θέλω να είμαι στις επάλξεις. Για μένα.
Η υστεροφημία σας σας απασχολεί; Καθόλου, ούτε κατά διάνοια. Τίποτα. Τι ακριβώς να με ενδιαφέρει; Το πώς θα μείνω στην ανάμνηση του κόσμου; Δεν με αφορά καθόλου. Ο κόσμος θα με θυμάται, θα με αγαπάει, θα με ξεχάσει. Αυτή είναι η ιστορία. Τέλος.
«Η διάρκεια ενός ανθρώπου έχει σχέση με το πόσο έχει πονέσει και με πόσα πράγματα έχει απαρνηθεί», είπατε κάποτε. Εγώ δεν έχω πονέσει τόσο πολύ, έχω πει όμως πολλά όχι. Ποτέ δεν ένιωσα τον εαυτό μου ένα αντικείμενο προς πώληση. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου προϊόν, δεν θέλω να είμαι προϊόν. Βέβαια, αυτό έχει κόστος. Αλλά προτιμώ να έχω τη συνείδησή μου ήσυχη. Οι σειρήνες είναι πολλές. Αν τις ακούσεις, τρελαίνεσαι. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που τρελαίνονται. Και δεν ξέρουν πόσο εφήμερο είναι αυτό.
Μου έκανε εντύπωση όταν σε μια συνέντευξή σας, μιλώντας για τη φιλία, είχατε πει «δυστυχώς εμένα οι φίλοι μου όλοι έχουνε πεθάνει. Και νιώθω ένα απέραντο κενό». Αισθάνεστε μόνη; Μόνη δεν νιώθω. Το μόνη είναι μοναξιά…
Έχετε άλλωστε την οικογένειά σας… Η οικογένεια είναι ένα πράγμα, ο φίλος όμως άλλο. Τον φίλο τον επιλέγεις. Η αλήθεια είναι ότι έχασα σχεδόν όλους τους φίλους μου. Ένας μου έχει μείνει. Στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, γιατί από εκεί είμαι, δεν έχω κανένα. Στην Αθήνα έχουν φύγει η Αλίκη, ο Δημήτρης, ο Παράβας, ο Αντρέας, ο Καράς, η κολλητή μου φίλη η Καρλότα… Και άλλοι πολλοί… Ο Τάσος Σαμαράς στη Θεσσαλονίκη, ο Δημήτρης Μουσίδης… Δεν αισθάνομαι, λοιπόν, μόνη. Αλλά λες και ξεγυμνώθηκα. Και δεν το θέλω αυτό το ξεγύμνωμα…
Αναπληρώνεται η φιλία; Όχι. Όχι εύκολα. Η φιλία ζυμώνεται. Προκύπτει από τη διάρκεια. Κτίζεται.
Παρατήρησα ότι στις συνεντεύξεις σας σας ρωτούν αν είστε… συμβιβασμένη με το παρελθόν σας. Έχει το παρελθόν σας κάτι που να σας προκαλεί αμηχανία, που να σας κάνει να αισθάνεστε άβολα;
Ένα τρελοκόριτσο ήμουνα. Είχα παρέες, μου άρεσε να βγαίνω, ξενυχτούσα, πολλές φορές πήγαινα κατευθείαν στο γύρισμα… Στην ηλικία των 17 και των 20 έκανα αυτά που κάνουν τα κορίτσια εκείνης της ηλικίας. Και χαίρομαι που τα έζησα όλα αυτά την ώρα που έπρεπε. Γιατί, ουαί και αλίμονο, υπάρχουν άλλοι που έχουν στερηθεί και εκεί στα πενήντα-εξήντα τρελαίνονται. Και κάνουν πράματα που φαίνονται γελοίοι.
Έχω την εντύπωση ότι η ερώτηση αφορά τα επαγγελματικά σας και όχι την προσωπική ζωή. Λένε, για παράδειγμα, ότι η Τζένη Καρέζη δεν ένιωθε στη συνέχεια άνετα με κάποιες ταινίες… Πολλοί κυνηγούσαν να μπουν στον Φίνο. Ουρές κάνανε. Εγώ θα έχω θέμα; Αν η Τζένη από ένα σημείο και μετά το είδε αλλιώς, δεν το ξέρω. Εγώ ξέρω ότι είναι κακό να ντρέπεσαι για το παρελθόν σου. Ιδίως όταν αυτό σε έκτισε. Εγώ ξέρω ότι ένας έξυπνος άνθρωπος, κάνοντας μια τέτοια δουλειά σε μια τέτοια εταιρεία όπως του Φίνου, πρέπει να δοξάζει τον Θεό που βρέθηκε στον δρόμο του.
Είναι αλήθεια ότι σας αγαπούσε πολύ; Εγώ τον λάτρευα, εκείνος ήθελε να με υιοθετήσει. Αυτός και ο Κατσέλης στη σχολή ήταν οι δάσκαλοί μου. Την τελειομανία, τον σεβασμό, την αγωγή, παρόλο που την είχα κι απ’ το σπίτι, αυτοί μου τη μετέδωσαν.
Αλήθεια, όταν ξεκινούσατε, είχατε κάποιο πρότυπο; Κανέναν δεν είχα πρότυπο. Αν είχα πρότυπο, θα ήμουν καρμπόν.
Συχνά αναφέρεστε σε συνεντεύξεις σας και στον Βουτσινά. Πρόσεξα να επικαλείστε ατάκες του. Αυτού και της γιαγιάς σας. Μεγάλος δάσκαλος. Και ο Μίνως Βολανάκης. Αλλά ειδικά ο Αντρέας, ήταν οικογένειά μου. Έλεγε τρομερά πράγματα…
Σημείωσα μια ατάκα του για να σας ρωτήσω. Είχε πει «Όταν λες ψέματα στον άλλο, δεν πειράζει…» «… Όταν λες ψέματα στον εαυτό σου, είναι επικίνδυνο».
Εσείς είπατε ποτέ ψέματα στον εαυτό σας; Όχι. Και ούτε οι άλλοι θέλω να μου λένε. Το καταλαβαίνω αμέσως και μπορεί ο άλλος να γίνει εχθρός μου εξαιτίας αυτού.
Ποιος απ’ όλους αυτούς τους μεγάλους σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργαστήκατε σας έμαθε κάτι για τη ζωή; Για τη ζωή; Κανένας. Τη ζωή την έζησα και μου τα έμαθε αυτή. Με τα καλά της και με τις σφαλιάρες της. Απ’ όλους αυτούς πήρα γνώσεις. Ήταν σχολές. Κάναμε πρόβες για το «Fool for Love» και ο Κακογιάννης μιλούσε για τις πυραμίδες της Αιγύπτου, προκειμένου να καταλήξει σε κάτι που ήθελε να πει για το έργο. Καταλαβαίνεις; Μου λείπουν όλοι αυτοί…
Πώς είναι, αλήθεια, η ζωή σας εκτός σκηνής; Δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι έχει μη λαμπερή πλευρά η Ζωή Λάσκαρη. Μόνο μη λαμπερές στιγμές έχει στο σπίτι της.
Δηλαδή είστε… κανονικός άνθρωπος; Έλα Χριστέ και Παναγιά. Η Ζωή ζει μια κανονικότατη ζωή. Ασχολούμαι με τις δουλειές του σπιτιού μου, φτιάχνω σκουλαρίκια, ράβω των εγγονιών μου τα ρούχα, βγαίνω στη γειτονιά, πάω καθημερινά στον μανάβη και στον χασάπη να ψωνίσω… Μια κανονική γυναίκα, με τη ρόμπα μου και τα γυαλιά μου…
Καμία σχέση με την κινηματογραφική Norma Desmond; «Alright Mr. DeMille, I’m ready for my close-up»; Ποτέ!
Με τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο συμπληρώσατε 40 χρόνια γάμου. Μου είχε πει κάποτε ότι σ’ εσάς οφείλεται αυτή η σχέση. Ότι εσείς την κρατήσατε, τη στηρίξατε, με τη θέληση και τη δύναμή σας. Και μου ομολόγησε και τις παρασπονδίες του… Σώπα;!
Τι τίτλο θα βάζατε σ’ αυτή τη σχέση; Δεν υπάρχει τίτλος. Ας βάλουν τίτλους άλλοι, όταν πια θα έχουμε φύγει. Είναι καρμικό. Είναι ο άντρας της ζωής μου. Εκείνο που θέλω να πω είναι πως είναι εύκολο να χωρίσεις. Το δύσκολο είναι να κρατήσεις ένα γάμο. Και εγώ -πέρα από το ότι τον λατρεύω και τον θαυμάζω απεριόριστα- ήμουνα αποφασισμένη να μην ξανακάνω ένα παιδί, το δεύτερό μου αυτή τη φορά, δυστυχισμένο. Και κράτησα την οικογένειά μου. Κι ας υπήρξε ο Αλέξανδρος ζωηρούλης…
Μου έκανε εντύπωση πάντως, όταν κι εσείς η ίδια μου είχατε πει ότι κανένας από τους άντρες της ζωής σας δεν υπήρξε πιστός. Γιατί, αγάπη μου, σου έκανε εντύπωση; Δεν βλέπεις τι γίνεται παγκόσμια; Καλλονές έχουνε και τις κερατώνουν. Ο άντρας, όσο πιο ωραία γυναίκα έχει, τόσο πιο πολύ κερατώνει.
Θυμάστε εκείνη την πρώτη ουσιαστική συνάντηση, στην ταβέρνα του Ζαφείρη; Πολύ τη θυμάμαι. Που με πήρε τηλέφωνο να μου πει για την υπόθεση που του είχα αναθέσει και μετά με ρώτησε, θες να πάμε να φάμε; Και με πήρε στου Ζαφείρη. Πήγα και τον πήρα από το γραφείο με ένα διθέσιο αυτοκινητάκι που είχα τότε, γιατί αυτός δεν είχε, και πήγαμε στην ταβέρνα του Ζαφείρη, στο πατάρι επάνω.
Τι σας είχε τραβήξει σ’ αυτόν; Σας άρεσε που ήταν φευγάτος, μου είπατε παλιά... Καλέ πέρναγε έξω από το μαγαζί που είχα, μια μπουτίκ στην Ακαδημίας και Πινδάρου, με ένα κοντό αμπέχονο και το μαλλί ίσα πάνω, σαν να είχε βγει από ανατριχιαστική ταινία. Γι’ αυτό μου άρεσε. Και όταν έτυχε μια υπόθεση, με κάτι Γερμανούς που παραβίασαν μια συμφωνία μας, η φίλη μου Καρλότα Ξανθοπούλου, η πρώην γυναίκα του Ξαρχάκου, στον Αλέξανδρο θα πας, μου είπε. Ο Αλέξανδρος, βέβαια, δεν ήταν φευγάτος. Είναι φευγάτος γενικώς.
Αγαπηθήκατε ή αγαπήσατε περισσότερο στη ζωή σας, κυρία Λάσκαρη; Δεν ξέρω αν αγαπήθηκα, ξέρω ότι αγάπησα πολύ. Έπεσα στα πατώματα. Κάηκα. Το αν οι άλλοι με αγαπήσανε, είναι ένα μυστήριο. Και δεν θα το ψάξω. Είμαι γεμάτη απ’ αυτό που έχω δώσει. Αλίμονο σ’ αυτούς που δεν αγαπήσανε. Αν δεν αγάπησες, τι έζησες; Τι έκανες σ’ αυτή τη ζωή;
Ναι, αλλά μπορεί να είναι μονόπλευρο αυτό; Δεν με ενδιαφέρει τι έκανε ο άλλος. Με ενδιαφέρει τι έκανα εγώ. Αν δεν έχεις ερωτευτεί, την έχεις χάσει τη ζωή. Η ζωή περνά και χάνεται. Πολλοί φοβούνται να εκτεθούν. Γιατί; Ερωτεύτηκα; Ναι. Έπεσα με τα μπούνια; Ναι. Είχε κόστος; Ναι. Αλλά την έζησα τη ζωή. Αλίμονο σ’ όποιον δεν τολμάει να καεί.
Θα μου πείτε μια ανεκπλήρωτη επιθυμία σας; Δεν υπάρχει. Όχι με την έννοια ότι εκπλήρωσα τα πάντα, αλλά με την έννοια ότι η επιθυμία είναι ένα σακούλι χωρίς πάτο. Που όσα και να βάλεις μέσα, δεν γεμίζει ποτέ. Και τελικά γίνεται δυστυχία. Το «θέλω» και το πείσμα για το «θέλω» γίνεται εγωισμός. Και ο εγωισμός καταστροφή.
Πείτε μου τότε κάτι άλλο. Ο θάνατος σας φοβίζει; Είστε εξοικειωμένη μ’ αυτό το αναπόφευκτο; Κάποτε είμαι και κάποτε δεν είμαι. Είναι δύσκολο. Είναι αναπόφευκτο μεν, αλλά πόσο εξοικειωμένος μπορεί να είσαι; Ακόμα κι αν είσαι, «ην εγγύς έλθη θάνατος ουδείς βούλεται θνήσκειν». Που πάει να πει, όταν πλησιάζει ο θάνατος, κανείς δεν θέλει να πεθάνει.
Αν η ζωή σας ήταν τοπίο, πώς θα μου το περιγράφατε, κυρία Λάσκαρη; Μια ήρεμη θάλασσα με έναν γαλάζιο ουρανό να αντικατοπτρίζεται μέσα της.