Αναλυτικά, σύμφωνα με τον ΣΕΚ, η Ελλάδα παράγει 114.805 τόνους χοιρινού κρέατος που αντιστοιχεί σε ποσοστό επάρκειας μόλις 30%, ενώ ακόμα χαμηλότερη είναι η παραγόμενη ποσότητα βοοειδών στους 58.965 τόνους καλύπτοντας μόλις το 20% των εγχώριων αναγκών. Αντίστοιχα, στο αγελαδινό γάλα η αυτάρκεια της χώρας μας αγγίζει το 20% με 602.329 τόνους με τις υπόλοιπες ποσότητες να εισάγονται από γειτονικές χώρες.
Σε καλά επίπεδα
Στον αντίποδα, αυξημένη είναι η επάρκεια σε αιγοπρόβειο κρέας (88,5%) με ετήσια παραγωγή 108.796 τόνους και με τις εισαγωγές να καθίστανται απαραίτητες μόνο κατά τις περιόδους των εορτών, ενώ και στα πουλερικά η κάλυψη των εγχώριων αναγκών ανέρχεται στο 77,5% με παραγωγή 187.766 τόνους.
Το 100% φτάνει η αυτάρκεια της Ελλάδας σε γίδινο γάλα και το 94% σε πρόβειο γάλα.
Αυτάρκης είναι η χώρα μας σε παραγόμενα προϊόντα ζωικής προέλευσης, με το μέλι να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς την περίοδο 2015-2016 παρήγαμε 22.500 τόνους, ενώ πλέον έχει ανέλθει στους 22.500 τόνους ετησίως καταλαμβάνοντας έτσι την τέταρτη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και στα αβγά παρουσιάζουμε ικανοποιητικά επίπεδα αυτάρκειας με ετήσια παραγωγή 110.000 τόνους, αλλά και στο γιαούρτι με 132.000 τόνους, εκ των οποίων οι 11.000-12.000 τόνοι αφορούν στο παραδοσιακό αιγοπρόβειο γιαούρτι και οι υπόλοιποι 120.000 τόνοι στο στραγγιστό αγελαδινό και σε άλλα είδη γιαουρτιού. Μάλιστα, εξάγουμε και μεγάλες ποσότητες στραγγιστού γιαουρτιού αξίας 140 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Συναγερμός στο Ελευθέριος Βενιζέλος - Επέστρεψε αεροσκάφος λόγω τεχνικού προβλήματος
Κραυγή απόγνωσης
Τα χαμηλά ποσοστά επάρκειας της χώρας σε ζωικά είδη επισημαίνει και ο ΣΕΚ σε ανακοίνωσή του τονίζοντας ότι «η κτηνοτροφία σήμερα έχει ξεπεράσει τα όρια της παραγωγικής της επιβίωσης. Η απουσία εθνικής στρατηγικής, η αδυναμία επίλυσης χρόνιων προβλημάτων του κλάδου (αδειοδότηση στάβλων, έλλειψη εθνικού σχεδίου γενετικής βελτίωσης, διαχείριση βοσκοτόπων, έλλειψη οργάνωσης της παραγωγικής βάσης κ.ά.), οι εφαρμοζόμενες μνημονιακές πολιτικές, η υπερφορολόγηση, η υπερχρέωση και η έλλειψη ρευστότητας οδήγησαν τον κλάδο σε διαρκή συρρίκνωση». Υπογραμμίζει μάλιστα ότι μειώνεται η κτηνοτροφική παραγωγή και το ζωικό κεφάλαιο, λιγοστεύει το ανθρώπινο δυναμικό και επιβαρύνεται το εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο κατά 1,869 δισ. ευρώ (στοιχεία εισαγωγών γαλακτοκομικών και κρέατος 2015). «Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα είναι η μειωμένη ανταγωνιστικότητα του τομέα (που προκαλεί μείωση του εισοδήματος των κτηνοτρόφων), γεγονός το οποίο οφείλεται κυρίως στο υψηλό κόστος παραγωγής και στη χαμηλή τιμή πώλησης των παραγόμενων προϊόντων», αναφέρει η ίδια ανακοίνωση.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι με την κτηνοτροφία στη χώρα μας απασχολούνται περίπου 500.000, ενώ απορροφά το 1/3 της φυτικής παραγωγής.
ΓΩΓΩ ΚΑΤΣΕΛΗ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου