Σε αυτό το πλαίσιο η Γαλλία, διά στόματος του υπουργού Υγείας, Φρανσουά Μπρον, κάλεσε όλα τα κράτη-μέλη να υποβάλουν σε τεστ Covid τους Κινέζους ταξιδιώτες κατά την άφιξή τους, ώστε να μην υπάρχουν κενά ασφαλείας στην ευρωπαϊκή επικράτεια.
Μέχρι στιγμής οι χώρες που ζητούν αρνητικό τεστ κορονοϊού από τους ταξιδιώτες με προέλευση από την Κίνα είναι οι ΗΠΑ, Ινδία, Καναδάς, Ιταλία, Γαλλία, Βρετανία, Ισπανία, Ιαπωνία, Μαλαισία, Ν. Κορέα, Ισραήλ, Αυστραλία, Ταϊβάν, Μαρόκο, με τον κατάλογο συνεχώς να διευρύνεται. Ωστόσο υπάρχουν και χώρες που αντιδρούν στην επαναφορά ταξιδιωτικών υγειονομικών ελέγχων, όπως η Γερμανία και η Ελβετία.
Το Βερολίνο συγκεκριμένα εισηγήθηκε να δημιουργηθεί «παρατηρητήριο» παραλλαγών της Covid στα ευρωπαϊκά αεροδρόμια, με την Ελβετία να ξεκαθαρίζει ότι δεν προβλέπει να ενισχύσει τους υγειονομικούς ελέγχους. Αρνητικά στον περιορισμό της επιβατικής κίνησης από την Κίνα αντέδρασε και το Διεθνές Συμβούλιο Αεροδρομίων Ευρώπης (ACI Europe) -το οποίο εκπροσωπεί περισσότερα από 500 αεροδρόμια σε 55 ευρωπαϊκές χώρες- υποστηρίζοντας ότι «τέτοιες μονομερείς ενέργειες έρχονται σε αντίθεση με την εμπειρία και τα δεδομένα των τελευταίων τριών χρόνων».
Μολονότι στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του το Σάββατο ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ δήλωσε ότι η χώρα εισέρχεται σε «νέα φάση» αναφορικά με τη διαχείριση της πανδημίας και κάλεσε σε εθνική ενότητα, ο υπόλοιπος πλανήτης δυσπιστεί και παίρνει τα μέτρα του. Ο ίδιος άλλωστε ο Σι παραδέχθηκε ότι υπάρχει πρόβλημα, δηλώνοντας ότι «βρισκόμαστε ακόμη σε δύσκολη περίοδο, αλλά το φως της ελπίδας είναι μπροστά μας»!
Την Παρασκευή, στελέχη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας συναντήθηκαν με Κινέζους αξιωματούχους και τους κάλεσαν να μοιράζονται δεδομένα «σε πραγματικό χρόνο» για το γονιδίωμα του SARS-CoV-2, τις εισαγωγές σε νοσοκομεία και Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και τους θανάτους εξαιτίας της Covid-19. Ο ΠΟΥ ζήτησε επίσης δεδομένα για τους εμβολιασμούς, καθώς και για την πρόοδο της εμβολιαστικής εκστρατείας στις τάξεις των ευπαθών ομάδων και των ατόμων άνω των 60 ετών.
Σημειώνεται ότι η Κίνα διατηρεί σε μεγάλο βαθμό έχει κλειστά τα σύνορά της στους ξένους πολίτες από το 2020. Οι Αρχές δεν δίνουν τουριστικές βίζες εδώ και σχεδόν τρία χρόνια και επιβάλλουν στους ταξιδιώτες υποχρεωτική καραντίνα με την άφιξή τους. Το μέτρο καταργείται μεν από τις 8 Ιανουαρίου, αλλά το αρνητικό τεστ 48 ωρών θα παραμείνει υποχρεωτικό.
Ο επικεφαλής του ΠΟΥ, Τέντρος Γκεμπρεγεσούς, χαρακτήρισε «κατανοητά» τα μέτρα που έλαβαν και λαμβάνουν πολλές χώρες για να προστατεύσουν τον πληθυσμό τους λόγω της ελλιπούς πληροφόρησης από το Πεκίνο. Το κινεζικό ΥπΕξ απάντησε ότι η χώρα από το ξεκίνημα της πανδημίας μοιράζεται με διαφάνεια αξιόπιστα δεδομένα με τη διεθνή κοινότητα.
Στοιχεία μηδενικής αξιοπιστίας…
Το Σάββατο οι κινεζικές Αρχές ανακοίνωσαν 7.000 κρούσματα πανεθνικά και μόλις ένα (!) θάνατο, αλλά οι αριθμοί ολοφάνερα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η βρετανική οργάνωση παρακολούθησης διεθνών υγειονομικών δεδομένων Airfinity εκτίμησε ότι αυτή την εποχή στην Κίνα πεθαίνουν 9.000 άνθρωποι από Covid την ημέρα. Υπό αυτό το πρίσμα θεωρείται αστείος ο αριθμός των συνολικά 5.250 θανάτων που παραδέχεται η Κίνα από το ξεκίνημα της πανδημίας, τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 2019. Αλλωστε τα κρατικά ΜΜΕ στη μεγαλούπολη Γκουανγκζού μετέδωσαν την Κυριακή ότι τα ημερήσια κρούσματα στην Κίνα έπιασαν πρόσφατα ταβάνι στις 60.000 και αυτή τη στιγμή κινούνται γύρω στις 19.000.
Υπενθυμίζεται ότι μετά τις μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις του Νοεμβρίου, που είχαν στο στόχαστρο τον Σι Τζινπίνγκ και το Κομμουνιστικό Κόμμα, η Κίνα τερμάτισε στις 7 Δεκεμβρίου τη δρακόντεια πολιτική της «μηδενικής Covid». Ομως μετά την άρση των λοκντάουν και των υποχρεωτικών τεστ, τα νοσοκομεία στην Κίνα γέμισαν ασθενείς, στην πλειονότητά τους ηλικιωμένους, ενώ και τα αποτεφρωτήρια έχουν φτάσει στα όριά τους. Σε πολλά φαρμακεία εξάλλου παρατηρείται έλλειψη αντιπυρετικών.
Σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τον κόσμο, το πρακτορείο Xinhua ισχυρίστηκε στο πρωτοχρονιάτικο άρθρο του πως η νέα στρατηγική «είναι καλοσχεδιασμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη». Ανέφερε ακόμη ότι τον τελευταίο μήνα η ημερήσια παραγωγή ιβουπροφαίνης και παρακεταμόλης πενταπλασιάστηκε στις 190 εκατομμύρια ταμπλέτες, ενώ η παραγωγή τεστ αντιγόνου έφτασε τα 110 εκατομμύρια την ημέρα.