Πολλά θα εξαρτηθούν από το προεδρικό αποτέλεσμα, από τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες στην εθνοσυνέλευση, την κατάσταση στη Βόρεια Συρία, το ρόλο του υπουργού Αμυνας, στρατηγού ε.α. Χ. Ακάρ, το ισλαμικό παρακράτος, τα μεταναστευτικά θέματα, το Κουρδικό, κ.ά. Ομως για πολλούς και διαφόρους λόγους Ερντογάν ή Κιλιτσντάρογλου είναι απαραίτητο να δούνε τις καθοριστικής σημασίας σχέσεις με την Ουάσιγκτον, δεδομένου ότι αυτές έχουν επιπτώσεις πολιτικές, οικονομικές, στρατιωτικές, περιφερειακές και πρωτίστως επιβίωσης.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Αντονι Μπλίνκεν, ανακοίνωσε πρόσφατα μια κοινή αμερικανοτουρκική προσπάθεια για την επιβολή κυρώσεων σε δύο άτομα που έχουν δεσμούς με ριζοσπαστικές/ακραίες οντότητες στη Βόρεια Συρία. Συγκεκριμένα, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ και το αντίστοιχο τουρκικό όρισαν τους Omar Alsheak και Kubilay Sari ως υποστηρικτές της τρομοκρατίας για το ρόλο τους ως «οικονομικοί διευκολυντές για τις γνωστές και βίαιες τρομοκρατικές ομάδες Hay’at Tahrir al-Sham και Katibat al-Tawhid wal-Jihad». Αυτή η συλλογική κίνηση εκλήφθηκε ως μια φαινομενικά ανανεωμένη προσπάθεια διμερούς συνεργασίας μεταξύ Αγκυρας και Ουάσιγκτον, λίγο πριν από τις επικείμενες εθνικές εκλογές της Τουρκίας στις 14 Μαΐου. Αν και η προσπάθεια είναι και θα πρέπει να χαιρετιστεί από την κυβέρνηση Μπάιντεν, λογικά εκλαμβάνεται ως μια συμβολική κίνηση, δηλαδή μια κίνηση που αποσκοπεί στη διευκόλυνση της επαναφοράς της δύσκολης διμερούς σχέσης μεταξύ των δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ σε πιο συνεργασιακά πλαίσια.
Ο χαρακτηρισμός ενός σχετικά μικρού αριθμού τρομοκρατικών οντοτήτων το 2023 παραβλέπει το γεγονός ότι οι ριζοσπαστικές οντότητες και οι δράστες τους στη Συρία είναι μεγάλοι σε αριθμό. Το πιο σημαντικό είναι ότι εδώ και χρόνια, η Τουρκία παρέχει υποστήριξη σε οντότητες που περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται μόνο στις δύο παραπάνω. Η προσπάθεια του Ερντογάν να ανατρέψει το καθεστώς Ασαντ είχε ως αποτέλεσμα την Τουρκία να κάνει μια σειρά από απίστευτες επιλογές. Η Αγκυρα παρείχε μισθούς, όπλα, εξοπλισμό, καταφύγια ως και υλικοτεχνικές πληροφορίες σε μια πληθώρα ισλαμιστικών οργανώσεων.
Την επίθεση στο Μαγδεμβούργο καταδικάζει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος
Επιπλέον, από το 2015, ο Ερντογάν χώρισε τους δρόμους του με τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς η Ουάσιγκτον επικεντρώθηκε κυρίως στην εξάλειψη της απειλής του ISIS, με τη χερσαία συνεργασία με τους Κούρδους της Συρίας υπό τη σημαία των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων(SDF) και την αεροπορική επιχείρηση INHERENT RESOLVE. Η Τουρκία επέλεξε να χαρακτηρίσει τους SDF ως τρομοκρατική ομάδα λόγω της σχέσης της με τη μητρική της οργάνωση εντός της Τουρκίας, δηλαδή το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν(PKK). Με αυτόν τον τρόπο, ο Ερντογάν επέλεξε να αγνοήσει την πραγματική τρομοκρατική απειλή που ήταν και είναι το ISIS και επέλεξε να στηρίξει τις ισλαμιστικές οντότητες, για να πολεμήσουν και ανατρέψουν το καθεστώς Ασαντ. Ωστόσο, η επαμφοτερίζουσα στάση του Ερντογάν στην εξωτερική πολιτική δεν μπορεί πλέον να συνεχιστεί και ο Ερντογάν το γνωρίζει αυτό. Πρέπει να εγκαταλείψει την εμμονή του για να ανατρέψει τον δικτάτορα Ασαντ, καθώς είναι πλέον πιθανό να παραμείνει στην εξουσία (με τη συνδρομή της Μόσχας και της Τεχεράνης) .
Αν ο Ερντογάν κερδίσει τις εκλογές στην Τουρκία τις επόμενες ημέρες, θα χρειαστεί να επαναφέρει σε μία ομαλότητα τους δεσμούς του με την Ουάσιγκτον και τη Δύση γενικότερα. Αυτό, πιθανότατα, θα οφείλεται κυρίως στην οικονομική στήριξη που θα απαιτήσει η οικονομία της Τουρκίας από τα δυτικά πιστωτικά ιδρύματα. Η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας ξόδεψε πάνω από 14,3 δισεκατομμύρια δολάρια για να στηρίξει το εθνικό της νόμισμα τον περασμένο μήνα. Μετά τις εκλογές, η δυνατότητα διατήρησης του σημερινού επιπέδου συναλλαγματικής ισοτιμίας θα είναι αδύνατη.
Το ΔΝΤ και η αμερικανική στήριξη
Εν κατακλείδι ο Ερντογάν (ή ο Κιλιτσντάρογλου αν είναι επικεφαλής της Τουρκίας) θα χρειαστεί μια δυτική «σανίδα σωτηρίας» και μέχρι στιγμής έχει δείξει λίγα πράγματα που θα έπειθαν τους γερουσιαστές στην Ουάσιγκτον να συμμερισθούν τα οικονομικά δεινά της Τουρκίας. Ο Ερντογάν έχει ξεκινήσει εδώ και σχεδόν 18 μήνες μια σειρά περιφερειακών «επαναρρυθμίσεων» στις σχέσεις του με την Αίγυπτο, το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία. Αυτό που λείπει είναι οι θετικές πρωτοβουλίες προς τη Δύση, και ειδικότερα προς την Ουάσιγκτον. Η Αγκυρα, υπό τη συνεχιζόμενη κηδεμονία του Ερντογάν, προσπαθεί να «αγοράσει» αμερικανική υποστήριξη, ιδιαίτερα αν η Τουρκία αποφασίσει να χτυπήσει την πόρτα του ΔΝΤ. Σίγουρα, η επιβολή κυρώσεων σε άτομα που συνδέονται με τζιχαντιστικές οργανώσεις και η διακοπή των οικονομικών τους δικτύων είναι ευπρόσδεκτη.