Στις 18 Οκτωβρίου, η Ρωσία ανακοίνωσε ότι τερματίζει τη διπλωματική της αποστολή στη δυτική αμυντική συμμαχία στις Βρυξέλλες και κλείνει το γραφείο πληροφοριών του ΝΑΤΟ στη Μόσχα, αφού οκτώ μέλη της ρωσικής αντιπροσωπείας κατηγορήθηκαν ως κατάσκοποι.
Αν και διπλωματικά σημαντική, η κίνηση αυτή είναι απίθανο να έχει μεγάλο αντίκτυπο στην εξαιρετικά περιορισμένη πολιτική και στρατιωτική συνεργασία μεταξύ Μόσχας και ΝΑΤΟ μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014. Ωστόσο, κινδυνεύει να επιβαρύνει τις σχέσεις εντός του ίδιου του μπλοκ, απομακρύνοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ευρωπαίους εταίρους αναφορικά με τον τρόπο αντίδρασης.
ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΟΝΤΑΣ τον τερματισμό της αποστολής του ΝΑΤΟ, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ (φωτό), δήλωσε ότι η Μόσχα «δεν θα προσποιείται πλέον ότι είναι δυνατόν να υπάρξουν αλλαγές στις σχέσεις στο εγγύς μέλλον» και ότι η συμμαχία «δεν ενδιαφέρεται ούτε για ισότιμο διάλογο ούτε για συνεργασία επί ίσοις όροις». Ο Λαβρόφ ανέφερε, επίσης, ότι η Μόσχα θα διατηρήσει τη μελλοντική επικοινωνία με το ΝΑΤΟ μέσω διμερών διαύλων και μέσω του Ρώσου πρεσβευτή στο Βέλγιο για επείγοντα θέματα. Στις 6 Οκτωβρίου, το ΝΑΤΟ απέλασε οκτώ διπλωμάτες που εργάζονταν στη ρωσική αποστολή στις Βρυξέλλες, λέγοντας ότι ήταν αξιωματικοί των μυστικών υπηρεσιών και όχι στρατιωτικοί αξιωματούχοι. Ο οργανισμός μείωσε, επίσης, το μέγεθος της ρωσικής αντιπροσωπείας σε μόλις 10 μέλη προσωπικού. Το 2018, το ΝΑΤΟ μείωσε το μέγεθος της ρωσικής αντιπροσωπείας από 30 μέλη προσωπικού σε 20 ως απάντηση στη δηλητηρίαση του πρώην αξιωματούχου των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, Σεργκέι Σκριπάλ, και της κόρης του στο Ηνωμένο Βασίλειο.
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ θα ζητήσουν πιθανώς την αποκατάσταση του πολιτικού διαλόγου με τη Ρωσία, κάτι στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι απίθανο να συμφωνήσουν. Η περισσότερη επικοινωνία για την αποφυγή σημαντικών περιστατικών διεξάγεται ήδη με στρατιωτικό τρόπο μεταξύ της Ρωσίας και μεμονωμένων κυβερνήσεων, αν και κυρίως μέσω των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο τερματισμός της αποστολής της Ρωσίας είναι, επομένως, απίθανο να έχει αντίκτυπο στην εν λόγω διμερή τεχνική συνεργασία. Η αδυναμία επικοινωνίας με τη Μόσχα μέσω του ΝΑΤΟ θα καταστήσει, ωστόσο, τα ευρωπαϊκά μέλη όλο και περισσότερο εξαρτημένα από την Ουάσιγκτον για τέτοιου είδους επικοινωνίες και, με τη σειρά τους, όλο και πιο ευάλωτα στην κακή διαχείριση των σχέσεων των Ηνωμένων Πολιτειών με τη Ρωσία. Για να αποφύγουν μια πιθανή κλιμάκωση υπό τις ΗΠΑ, η οποία δεν είναι προς το συμφέρον τους, ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις -ιδιαίτερα εκείνες που έχουν ήδη εισηγηθεί τη μείωση των κυρώσεων κατά της Μόσχας (όπως η Γαλλία και η Ουγγαρία)- είναι πιθανό να ζητήσουν, τελικά, να αποκατασταθεί η παρουσία της Ρωσίας στην αμυντική συμμαχία.
Η ΡΩΣΙΑ, όμως, πιθανώς θα αρνηθεί, αν δεν έχει την υπόσχεση των χωρών του ΝΑΤΟ για σοβαρές πολιτικές παραχωρήσεις, όπως η εγκατάλειψη των σχεδίων για την ενίσχυση της συνεργασίας τους στον τομέα της ασφάλειας με την Ουκρανία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν και άλλα κράτη στη θεωρούμενη σφαίρα επιρροής της Μόσχας. Αυτό θα μπορούσε, με τη σειρά του, να επιβαρύνει τις σχέσεις των ευρωπαϊκών κρατών-μελών με τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς η Ουάσιγκτον θα παραμείνει αντίθετη σε οποιαδήποτε σημαντική άρση της πίεσης προς τη Μόσχα ή μείωση της στήριξης προς την Ουκρανία ή τη Γεωργία για το άμεσο μέλλον. Ταυτόχρονα, η Ρωσία μπορεί, επίσης, να εμπλακεί σε διμερείς συζητήσεις για την ασφάλεια με ευρωπαϊκά κράτη. Αλλά χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες ή το ΝΑΤΟ ως τον μοναδικό αδιαμφισβήτητο συνομιλητή μεταξύ της Ευρώπης και της Ρωσίας, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντιφάσεις ως προς την πολιτική, καθώς τα ευρωπαϊκά κράτη πειραματίζονται με τις δικές τους προσεγγίσεις προς τη Μόσχα.
Την επίθεση στο Μαγδεμβούργο καταδικάζει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος
ΠΕΡΑ ΑΠΟ τη δημιουργία διαφωνίας μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ, η Ρωσία πιθανότατα προσπαθεί, επίσης, να αποτρέψει τις Ηνωμένες Πολιτείες από την επιβολή περισσότερων κυρώσεων, στέλνοντας το μήνυμα ότι η Μόσχα θα αντιδράσει δυσανάλογα, υπονομεύοντας τις στρατηγικές προτεραιότητες των ΗΠΑ. Η κίνηση της Ρωσίας να τερματίσει την αποστολή της στο ΝΑΤΟ πιθανότατα αποτελεί έκπληξη για τα κράτη-μέλη της συμμαχίας, καθώς μια πιο συμμετρική απάντηση στην πρόσφατη απομάκρυνση του ρωσικού προσωπικού μπορεί να περιελάμβανε τη μείωση εκ μέρους της Μόσχας του αριθμού των διπλωματών και των αξιωματούχων από χώρες του ΝΑΤΟ στη ρωσική πρωτεύουσα. Αλλά η Ρωσία πιθανότατα θεώρησε ότι μια πιο αναλογική και μη κλιμακούμενη απάντηση θα υπονόμευε την αξιοπιστία της αποτρεπτικής της δυνατότητας στην περίπτωση πρόσθετων αμερικανικών κυρώσεων ή στη συνέχιση των διπλωματικών αντίποινων με την Ουάσιγκτον, τα οποία εξετάζουν σήμερα ο Λευκός Οίκος και οι Αμερικανοί νομοθέτες στο Κογκρέσο. Επιδεικνύοντας την τάση της για επιθετικές και απρόβλεπτες αντιδράσεις, η Μόσχα ελπίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιλέξουν να μην ακολουθήσουν τέτοια τιμωρητικά μέτρα.
Η διατάραξη της διατλαντικής ενότητας ήταν πιθανότατα ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό, καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί επί του παρόντος να συσπειρώσει τους Ευρωπαίους συμμάχους και το ΝΑΤΟ εναντίον της Κίνας – μια προσπάθεια που θα μπορούσε να υπονομευθεί από την αύξηση των εσωτερικών εντάσεων στη συμμαχία.
Η Ρωσία θα μπορούσε, επίσης, να κάνει πράξη τις πρόσφατες απειλές της για κλιμάκωση της σύγκρουσης στο Ντονμπάς, στα ανατολικά σύνορα της Ουκρανίας, γεγονός που θα αποσπούσε την προσοχή του ΝΑΤΟ από τις προσπάθειες να εκτελέσει μια αποτελεσματική «στροφή προς την Ασία», επεκτείνοντας το επίκεντρο της προσοχής του στην ανερχόμενη Κίνα, μια σημαντική στρατηγική προτεραιότητα των ΗΠΑ.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr