Γεννημένος στη Λομβαρδία, στο Μπούστο Αρζίτσιο του Βαρέζε, ο Σιρόνι δεν έκρυβε τη γοητεία που του ασκούσαν τα χρώματα και το φως της Σικελίας, αλλά και τη γοητεία που ασκεί το μπαρόκ σκηνικό που εκτείνεται από τις Συρακούσες έως τη Μόντικα, τη Ραγκούζα, το Σίκλι, τον Νότο και κυρίως τη Ντοναλουκάτα -τη λογοτεχνική και τηλεοπτική Βιγκάτα- που τα τελευταία χρόνια αποτελούσε τον χώρο όπου ζούσε και δρούσε ο ήρωας της σειράς Σάλβο Μονταλμπάνο.
Ο πρωταγωνιστής Λούκα Τζινγκαρέτι, που είχε συμφωνηθεί να αναλάβει τη σκηνοθεσία της σειράς μετά την αποχώρηση του Σιρόνι – οποίος έκανε το τελευταίο γύρισμά του στις 26 Ιουλίου- αποχαιρέτισε τον Σιρόνι με ένα μακρύ και συγκινητικό μήνυμα στο Twitter.
Ο Τζινγκαρέτι ήταν προσωπική επιλογή του Σιρόνι για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Όπως δήλωνε ο ίδιος, είχε να επιλέξει μεταξύ τριών ηθοποιών: «Ο πρώτος δεν μπορούσε να έρθει γιατί είχε καυγαδίσει με τη σύζυγό του και είχε μαυρισμένο μάτι, ο δεύτερος δεν είχε κάνει καλό δοκιμαστικό και ο Λούκα ήταν εξαίσιος στο δικό του. Η επιλογή να βάλουμε έναν συμπαθητικό αστυνομικό προέρχεται από τις αμερικανικές σειρές, καθώς σε εμάς έως τα τέλη του ’80 οι αστυνομικοί απεικονίζονταν ως φασίστες με το γκλομπ στο χέρι. Εγώ εστίασα στην ιδιωτική προσωπικότητα του επιθεωρητή».
Αλλά τι έλεγε κι ο ίδιος ο Καμιλέρι; «Γνώριζε τον Λούκα γιατί ήταν μαθητής του στην Ακαδημία Σίλβιο Ντ’ Αμίκο, όταν όμως του μίλησα για την επιλογή μου είχε αντιρρήσεις. “Εγώ τον είχα φαντασθεί διαφορετικό, άλλο πράμα έγραψα”», τόνιζε ο Σιρόνι. Ο διαλεκτός συγγραφέας από το Πόρτο Εμπέντοκλε είχε σμιλέψει τον πρωταγωνιστή του στο πρότυπο του επιθεωρητή «ντοτόρ Ινγκραβάλο» από το εμβληματικό μυθιστόρημα «Εκείνο το παλιομπέρδεμα της Οδού Μερουλάνα» του Κάρλο Εμίλιο Γκάντα: Με κοιλίτσα, γέρο, αργό στις κινήσεις του και κυρίως μία μεσογειακή φιγούρα με μπούκλες. Κυρίως όχι καραφλό. «Όταν όμως είδε το πρώτο επεισόδιο, πείστηκε: «”Μου άρεσαν έως και οι κομπάρσες”», μου είπε», θυμόταν ο Σιρόνι.
Ο Σιρόνι ξεκίνησε από το θέατρο. Φοίτησε στην Σχολή του Πίκολο Τεάτρο, των Τζόρτζο Στρέλερ και του Πάολο Γκράσι, στο Μιλάνο. Όμως, η συνάντησή του με τα πλατό της RAI άλλαξε τα πάντα. Για λογαριασμό της κρατικής τηλεόρασης σκηνοθέτησε έρευνες στο εξωτερικό και στην Ιταλία, έκανε μέχρι και τηλεοπτικά σποτ. Από εκείνη τη στιγμή, η ζωή του άλλαξε κατεύθυνση. Το 1978 σκηνοθετεί τα επεισόδια της σειράς που άντλησαν έμπνευση από τα διηγήματα «Ο Εκατοέγκλημας» (Il Centodelitti) του Τζόρτζο Σερμπανένκο, ενώ το 1987-1990 έγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε τα πρώτα επεισόδια της σειράς Eurocop. Ακολούθησαν άλλες δουλειές και σκηνοθεσίες σε τηλεπαιχνίδια, ενώ έγραψε και σκηνοθέτησε και ραδιοφωνικές σειρές.
Το 1999 ξεκινάει τον Μονταλμπάνο, τη σειρά που θα αποθεώσει την σκηνοθετική καριέρα του, όχι μόνο σε τηλεοπτικά νούμερα, αλλά κυρίως σε συναισθηματική αποδοχή από το κοινό. Ολόκληρη η Ιταλία θα παραμένει καρφωμένη στους δέκτες τις ημέρες της προβολής της για να παρακολουθήσει, παθιασμένα και πιστά, τις περιπέτειες του επιθεωρητή, που τουλάχιστον στο μυαλό του δημιουργού του είχε άλλη όψη. «Έχει μία σειρά από αρετές και μειονεκτήματα που είναι τυπικά όλων των Ιταλών», δήλωνε ο Σιρόνι. «Είναι ένας αναρχικός ατομιστής. Κάνει ό,τι θέλει εκείνος, του αρέσει να τρώει καλά, και τον έλκουν οι ωραίες γυναίκες», συμπλήρωνε.
Η κηδεία του Σιρόνι θα γίνει στον τόπο όπου άφησε την τελευταία του πνοή , την Ασίζη, εκεί όπου είχε επιλέξει να ζει με τη σύζυγό του, Λουτσία Φιούμι, την οποία παντρεύτηκε το 2016.