Οι βομβαρδισμοί με μαχητικά αεροπλάνα, ελικόπτερα και μονάδες πυροβολικού ισοπέδωσαν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα και επιδείνωσαν ακόμη περισσότερο την ανθρωπιστική κρίση στο πολιορκούμενο ανατολικό Χαλέπι, όπου υπολογίζεται ότι ζουν περίπου 250.000 άμαχοι.
Αργά τη νύχτα της Πέμπτης προς Παρασκευή, οι ένοπλες δυνάμεις της κυβέρνησης Ασαντ ανακοίνωσαν την «έναρξη επιχειρήσεων σε ανατολικές περιοχές του Χαλεπίου» και προειδοποίησαν τους πολίτες να μείνουν στα σπίτια τους, «μακριά από τα αρχηγεία και τις θέσεις των ένοπλων, τρομοκρατικών συμμοριών». Χθες το πρωί, κρατικά μέσα ενημέρωσης, επικαλούμενα ανώνυμους στρατιωτικούς αξιωματούχους, ανέφεραν ότι η εκστρατεία στο ανατολικό Χαλέπι θα περιλάβει και την εισβολή χερσαίων δυνάμεων με στόχο τον πλήρη έλεγχο της πόλης. Οι κυβερνητικές δυνάμεις υποστηρίζονται από σιιτικές πολιτοφυλακές που ενισχύονται από το Ιράν, όπως επίσης από τη ρωσική πολεμική αεροπορία.
Πηγές της αντιπολίτευσης ανέφεραν ότι ρωσικά βομβαρδιστικά πήραν μέρος στις επιχειρήσεις του τελευταίου εικοσιτετραώρου. Τη δραματική κλιμάκωση των συγκρούσεων στο Χαλέπι –οικονομική μητρόπολη της Συρίας, με πληθυσμό τριών εκατομμυρίων πριν από την έναρξη του εμφυλίου πολέμου– προδίκαζε η αποτυχία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας να διασώσουν την κοινή ειρηνευτική πρωτοβουλία τους τη νύχτα της Πέμπτης, στη Νέα Υόρκη. Το ρήγμα αποδείχθηκε αγεφύρωτο στη διάρκεια συνόδου της Διεθνούς Ομάδας Υποστήριξης της Συρίας, που περιλαμβάνει τις δύο πυρηνικές υπερδυνάμεις, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.
«Επώδυνη συνάντηση»
Ο ειδικός απεσταλμένος του διεθνούς οργανισμού για το Συριακό Στάφαν ντε Μιστούρα, έκανε λόγο για «μια μακρά, επώδυνη, δύσκολη και απογοητευτική συνάντηση», στη διάρκεια της οποίας οι υπουργοί Εξωτερικών ΗΠΑ και Ρωσίας Τζον Κέρι και Σεργκέι Λαβρόφ απλώς επιβεβαίωσαν το αδιέξοδο που άνοιξε ένα νέο, σκοτεινό κεφάλαιο στα χρονικά του συριακού εμφυλίου πολέμου.
Την ίδια περίπου ώρα, ο Ταγίπ Ερντογάν κατηγορούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι έστειλαν δύο αεροπορικά φορτία όπλων στους μαχητές της κουρδικής πολιτοφυλακής YPG, η οποία θεωρείται από την Αγκυρα «τρομοκρατική» οργάνωση, όπως και ο πολιτικός της βραχίονας, το κουρδικο-συριακό κόμμα PYD. Η εξέλιξη αυτή, εάν επιβεβαιωθεί, αναμένεται να πυροδοτήσει νέες εντάσεις στις σχέσεις μεταξύ Αγκυρας και Ουάσιγκτον. Μιλώντας σε επιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας, ο επικεφαλής του γενικού επιτελείου στρατηγός Ντάνφορντ δήλωσε ότι το Πεντάγωνο και ο Λευκός Οίκος βρίσκονται σε φάση «διαβούλευσης» για τον πιθανό εξοπλισμό των Κούρδων, αφήνοντας ανοικτό αυτό το ενδεχόμενο.