Η απουσία του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από την επόμενη κυβέρνηση συνασπισμού, που πιθανότατα θα σχηματιστεί από τρία κόμματα (Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές, Πράσινοι, Φιλελεύθεροι), έχει προκαλέσει μεγάλες προσδοκίες σε όλους εκείνους που εδώ και χρόνια επιδιώκουν αλλαγές στη διακυβέρνηση της ευρωζώνης. Πρόκειται για μια βιαστική εκτίμηση γιατί η γερμανική θέση για την ευρωζώνη βασίζεται σε μια ολόκληρη στρατηγική, την οποία οι Γερμανοί κατάφεραν να επιβάλουν μέσα στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, καθιστώντας τη δημοσιονομική πειθαρχία ως μονόδρομο. Ενδεικτικό του πόσο πέρασε στην Ευρώπη η γερμανική στρατηγική είναι το ό,τι σε ορισμένες ανατολικές χώρες, όπως η Τσεχία και η Σλοβακία, την περίοδο εκείνη κερδήθηκαν εκλογές από κόμματα που υπόσχονταν λιτότητα στους πολίτες, ώστε να μην έχουν την τύχη των Ελλήνων…
Σήμερα η Ευρώπη δεν είναι σε κρίση, η οικονομία αναπτύσσεται με ποσοστό κατά μέσο όρο 2% ετησίως, που είναι το ψηλότερο της τελευταίας δεκαετίας, ενώ η ανεργία κινείται σε χαμηλό 8 ετών. Το δημόσιο έλλειμμα έχει εξαφανιστεί και το χρέος βρίσκεται σε καθοδική πορεία στις περισσότερες χώρες. Συνεπώς, ο φόβος του εκτροχιασμού των δημοσιονομικών δεν υφίσταται, ενώ οι κυβερνήσεις δεν έχουν κανένα επιχείρημα για συνέχιση της λιτότητας.
Από την άλλη, η γερμανικής έμπνευσης δημοσιονομική πειθαρχία στην ευρωζώνη και οι πολιτικές λιτότητας τα τελευταία χρόνια έχουν πλήξει το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο στη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών-μελών, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση των πολιτών από την Ε.Ε. και τη μεγάλη «άνθηση» των δημαγωγικών και λαϊκιστικών κομμάτων. Στην Αυστρία, στην Ολλανδία και στη Γαλλία τα κόμματα αυτά έφτασαν στα πρόθυρα της εξουσίας.
Το Βερολίνο γνωρίζει ότι πρέπει να δεχθεί αλλαγές στη διακυβέρνηση της ευρωζώνης, γνωρίζει επίσης ότι πρέπει να στηρίξει τον Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία, ο οποίος κέρδισε τις εκλογές με το σύνθημα: «Αλλάζουμε την Ευρώπη». Εάν δεν πετύχει ο Μακρόν, οι ακραίοι θα επιστρέψουν δριμύτεροι, η ευρωζώνη θα απειληθεί με διάλυση και οι Γερμανοί θα είναι οι μεγαλύτεροι χαμένοι. Ολα αυτά τα ξέρουν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα «καταστρέψουν» έτσι εύκολα αυτό που «έχτισαν» όλα αυτά τα χρόνια.
Οι χώρες του Νότου πρέπει να εκμεταλλευθούν το γεγονός ότι στην επόμενη γερμανική κυβέρνηση της Μέρκελ θα βρίσκονται και οι Πράσινοι, που είναι πεπεισμένοι ευρωπαϊστές και αντίθετοι με τη λογική της μονομερούς λιτότητας. Θα πρέπει επίσης να εκμεταλλευθούν το γεγονός ότι οι Γερμανοί ξέρουν πως έχουν να χάσουν πολύ περισσότερα από τους άλλους σε περίπτωση πολιτικής κρίσης και απειλής για την ευρωζώνη. Η παρούσα ευκαιρία για ουσιαστικές αλλαγές είναι η τελευταία και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να χαθεί.
Την επίθεση στο Μαγδεμβούργο καταδικάζει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος
Στο επίκεντρο της συζήτησης η αναβάθμιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας
Την περασμένη Δευτέρα, στη συνεδρίαση του Εurogroup, στο Λουξεμβούργο, ξεκίνησε και επίσημα η συζήτηση για τις αλλαγές στην ευρωζώνη. Η πρώτη αλλαγή για την οποία έγινε ανταλλαγή απόψεων αφορούσε στην αναβάθμιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), ο οποίος προορίζεται να εξελιχθεί σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, που θα αντικαταστήσει το ΔΝΤ στην Ευρώπη. Ολοι συμφώνησαν ότι πρέπει ο ΕΜΣ να αναβαθμιστεί, ωστόσο το ζητούμενο είναι ο τρόπος με τον οποίο θα λειτουργεί και οι αρμοδιότητες που θα έχει, και εκεί βλέπουμε ότι οι θέσεις των Γερμανών δεν ταυτίζονται με αυτές των χωρών του Νότου. Από το έγγραφο με τις γερμανικές θέσεις που διέρρευσε, προκύπτει σαφέστατα ότι βασική επιδίωξη του Βερολίνου είναι να αναβαθμίσει τις αρμοδιότητες του ΕΜΣ σε βάρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τα τελευταία χρόνια, ο κ. Σόιμπλε άφηνε συνεχείς αιχμές εναντίον της Κομισιόν, την οποία θεωρούσε πολύ χαλαρή στην τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας. Οι Γερμανοί θέλουν να μετατρέψουν τον ΕΜΣ σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, που θα συνεχίσει να έχει διακυβερνητικό χαρακτήρα. Η θέση αυτή δεν πρέπει να περάσει, ο ΕΜΣ πρέπει να γίνει κοινοτικό όργανο ώστε να λειτουργεί με διαφάνεια και να λογοδοτεί για τις ενέργειές του στην Ευρωβουλή.
Οι χώρες του Νότου και η Κομισιόν θέλουν την αναβάθμιση του ΕΜΣ, αφενός για να φύγει από την Ευρώπη το ΔΝΤ και αφετέρου για να λειτουργήσει η ευρωζώνη δημοκρατικά. Θέλουν επίσης η χρηματοδοτική δύναμη των 700 δισ. ευρώ που διαθέτει να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εγγύηση και σε άλλους τομείς, όπως η τραπεζική ένωση, σταθεροποιώντας το μηχανισμό εκκαθάρισης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά και το μελλοντικό ευρωπαϊκό ταμείο εγγύησης των καταθέσεων.
Οι Γερμανοί υποστηρίζουν ότι ο ΕΜΣ θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα μηχανισμό αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, ώστε οι επενδυτές να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους όταν αγοράζουν κρατικό ομόλογο. Επιχειρούν δηλαδή, με τον τρόπο αυτό, να καταστήσουν συνυπεύθυνο και τον επενδυτή, ώστε ο τελευταίος να αποφεύγει την αγορά επικίνδυνων ομολόγων, ενώ τα κράτη-μέλη, φοβούμενα ότι θα «στιγματιστούν», θα υποχρεώνονται να λαμβάνουν τα αναγκαία δημοσιονομικά μέτρα.
Είναι σαφές από τα παραπάνω ότι το Βερολίνο θα επιδιώξει η κάθε αλλαγή να γίνει με τέτοιο τρόπο που θα διασφαλίζει τη γερμανική στρατηγική, έστω και αν κάποιες υποχωρήσεις θα είναι αναπόφευκτες. Αυτό που κάνει με τον ΕΜΣ θα το κάνει επίσης όταν θα ξεκινήσει η συζήτηση σε σχέση με τη γαλλική πρόταση για έναν προϋπολογισμό στην ευρωζώνη, ο οποίος θα χρηματοδοτεί και θα δανειοδοτεί χώρες που βρίσκονται αντιμέτωπες με απρόβλεπτες κρίσεις, ώστε να μπορέσουν να τις ξεπεράσουν.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής