Την πραγματοποίηση μίας δεύτερης Διάσκεψης στη Βιέννη για τα Δυτικά Βαλκάνια, με θέμα την προσφυγική κρίση και σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών και Εσωτερικών, στην οποία αυτή τη φορά -σε αντίθεση με την πρώτη, τον περασμένο Φεβρουάριο- θα είναι προσκεκλημένη και η Ελλάδα, προγραμματίζει για τα μέσα Ιουλίου η αυστριακή κυβέρνηση, ενώ πρόκειται να προηγηθούν συναντήσεις των ηγεσιών της Αστυνομίας των ενδιαφερόμενων χωρών.
Όπως δήλωσε σήμερα ο Αυστριακός υπουργός Εσωτερικών, Βόλφγκανγκ Σομπότκα, του συγκυβερνώντος – με τους Σοσιαλδημοκράτες- συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος, κατά τη συνάντησή του στο Μόναχο με τον τοπικό υπουργό Εσωτερικών του γερμανικού ομόσπονδου κρατιδίου της Βαυαρίας, Γιόαχιμ Χέρμαν, η Διάσκεψη θα πρέπει να διασφαλίσει πως «η Διαδρομή των Βαλκανίων παραμένει κλειστή».
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του αυστριακού υπουργείου Εσωτερικών, Καρλ-Χάιντς Γκρούντμπεκ, στην ημερήσια διάταξη της Διάσκεψης θα βρεθούν η «κοινή αξιολόγηση του Status quo, μία ανάλυση της κατάστασης και ζητήματα ενδεχομένων μέτρων».
Αρχικά προγραμματίζεται για τις 21 Ιουνίου μία συνάντηση των ηγεσιών των συνοριοφυλάκων , στην οποία είναι προσκεκλημένες τόσο οι χώρες των Δυτικών και Ανατολικών Βαλκανίων, όσο επίσης η Αυστρία, η Ελλάδα και η Γερμανία, ενώ θα ακολουθήσει στις 30 Ιουνίου, η συνάντηση στη Βιέννη των αρχηγών των Αστυνομιών αυτών των χωρών.
Στην αμφιλεγόμενη Διάσκεψη της Βιέννης για τα Δυτικά Βαλκάνια τον περασμένο Φεβρουάριο, η προερχόμενη από το Λαϊκό Κόμμα τότε υπουργός Εσωτερικών Γιοχάνα Μικλ-Λάιτνερ και ο υπουργός Εξωτερικών, Σεμπάστιαν Κουρτς, επίσης του Λαϊκού Κόμματος, είχαν συγκαλέσει εξωθεσμικά και ερήμην της άμεσα ενδιαφερόμενης Ελλάδας, τους ομολόγους τους από εννέα βαλκανικές χώρες (Αλβανία, Βοσνία, Βουλγαρία, Κόσοβο, Κροατία, Μαυροβούνιο, ΠΓΔΜ, Σλοβενία και Σερβία) με αντικείμενο το συντονισμό τους για τη μείωση των προσφυγικών ροών.
Στη Διάσκεψη -η οποία, λόγω του εξωθεσμικού χαρακτήρα της είχε προκαλέσει τις έντονες διαμαρτυρίες, όχι μόνον της Αθήνας, αλλά επίσης των Βρυξελλών και του Βερολίνου- είχε αποφασιστεί το κλείσιμο της Διαδρομής των Βαλκανίων που είχε ως συνέπεια τον εγκλωβισμό χιλιάδων προσφύγων στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στα σύνορα με την ΠΓΔΜ, με όλες τις τραγικές εξελίξεις των τελευταίων τριών μηνών.
Στη διάρκεια ομιλίας του στην ελληνική Βουλή, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας είχε χαρακτηρίσει τότε απαράδεκτο από την πλευρά της Αυστρίας, μιας χώρας με μεγάλη ιστορία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να συγκαλεί “παρασυσκέψεις” για το προσφυγικό, χωρίς τη συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερόμενων χωρών, παρατηρώντας ο ίδιος πως «είναι κοινή ομολογία ότι το προσφυγικό δεν μπορεί να λυθεί χωρίς συνεργασία των κρατών μελών της Ένωσης και ειδικά αυτών που αφορά άμεσα».
Στην ιδιαίτερα αυστηρή του κριτική στη συμπεριφορά αυτή, ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε επισημάνει πως «η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να απαιτήσει από εδώ και στο εξής, από τους εταίρους μας να συμπεριφέρονται υπεύθυνα, ακριβώς όπως υπεύθυνα συμπεριφερόμαστε κι εμείς σε μια κρίση η οποία έχει φορτώσει μια μικρή χώρα με βάρος μεγαλύτερο από αυτό που της αναλογεί».
Είναι ενδεικτικό, πως σε σχέση με τη Διάσκεψη της Βιέννης, ο Αυστριακός υπουργός Εξωτερικών είχε κατηγορήσει εκ νέου την Ελλάδα για έλλειψη βούλησης από μέρους της να συνεργαστεί για τον περιορισμό της προσφυγικής ροής.
Ο Σεμπάστιαν Κουρτς, απορρίπτοντας τις αντιδράσεις της Ελλάδας στη μη πρόσκλησή της στη Διάσκεψη -που είχαν εκφραστεί τόσο με διάβημα διαμαρτυρίας όσο και με την ανάκληση, αργότερα, στην Αθήνα για διαβουλεύσεις της πρέσβεως της Ελλάδας στην Αυστρία- διατεινόταν, με μεγάλη δόση ειρωνείας, πως «δεν πιστεύω ότι στην Ευρώπη μας λείπουν κοινές εκδηλώσεις, αλλά λείπει η βούληση να περιορίσουμε σαφώς την προσφυγική ροή».
Σύμφωνα με τους τότε ισχυρισμούς του επικεφαλής της αυστριακής διπλωματίας, τις οποίες είχε κάνει επανειλημμένα και στο παρελθόν, «η ελληνική πλευρά δεν έχει δείξει έως τώρα προθυμία για μείωση της προσφυγικής ροής, αλλά ενδιαφερόταν μόνον για την κατά το δυνατόν παραπέρα μεταφορά των προσφύγων».
Ο Σεμπάστιαν Κουρτς φέρεται πως κατά τις συνομιλίες που είχαν στη Βιέννη στις 11 Μαΐου με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά -με την ευκαιρία των οποίων επέστρεψε στην Αυστρία η Ελληνίδα πρέσβης Χρυσούλα Αλειφέρη- προσπάθησε να εξηγήσει στον Έλληνα ομόλογό του την σκληρή γραμμή που, όπως τονίζουν οι επικριτές της, ακολουθεί στο προσφυγικό η κυβέρνηση της Βιέννης και ειδικότερα ο ίδιος.
Πρόσφατα, μόλις την περασμένη Κυριακή, σε συνέντευξή του ο Αυστριακός υπουργός Εξωτερικών ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση την υιοθέτηση του “αυστραλιανού μοντέλου” στο προσφυγικό ζήτημα και την μετατροπή της Λέσβου και της Λαμπεντούζα σε στρατόπεδα κράτησης προσφύγων, κάτι που προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών από πολλές πλευρές.
Αντιδρώντας έντονα ο δήμαρχος της Λέσβου, Σπύρος Γαληνός, του διαμήνυσε πως οι προτάσεις του «συνιστούν για εμάς κήρυξη πολέμου και δεν θα επιτρέψουμε να γίνει η Λέσβος ένα δεύτερο Αλκατράζ, αλλά θα αντισταθούμε με όλα τα μέσα».
Σύμφωνα με τον δήμαρχο της Λέσβου, «οι προτάσεις του Αυστριακού υπουργού Εξωτερικών, είναι απαράδεκτες, προσβλητικές και συκοφαντούν το νησί μου, μετατρέπουν τη Λέσβο και την Ελλάδα συνολικά σε μία αποθήκη ψυχών, ενώ οι ιδέες του προδίδουν πλήρη άγνοια και λογική ασυναρτησία», καθώς ο κ. Κουρτς από τη μία πλευρά προειδοποιεί για εκβιασμό από την Τουρκία και από την άλλη θέλει να στείλει πίσω εκεί τους “παράνομους μετανάστες”, όπως τους αποκαλεί.
Δριμεία κριτική, καταγγέλλοντάς τες ως “εξαιρετικά παράτολμες”, όπως επίσης ως “παράνομες και αντισυνταγματικές”, άσκησε στις προτάσεις του Αυστριακού υπουργού Εξωτερικών, ο γνωστός για την ιδιαίτερα φιλοπροσφυγική πολιτική του, δήμαρχος και τοπικός κυβερνήτης του ομόσπονδου κρατιδίου της Βιέννης, Μίχαελ Χόιπλ.