Η ιδέα για την οδηγική διάσχιση μεγάλων αποστάσεων στο συντομότερο δυνατό χρόνο τριγυρνούσε χρόνια στο μυαλό μου και με τις κατάλληλες μεταλλάξεις έφτασε στο concept με τον τίτλο «The Fast Overland» και αντικείμενο το σχεδιασμό, την προετοιμασία και την εκτέλεση διαδρομών σε χρόνο ρεκόρ σε όλες τις ηπείρους.
Μεγάλο εμπόδιο στην απρόσκοπτη έξοδο στους διεθνείς δρόμους, οι πόροι που πρέπει να εφοδιάσουν μεταφορικά και κυριολεκτικά το όχημα που θα μεταφέρει τις προσδοκίες και τα όνειρα μου. Το πείσμα με βοήθησε να ξεπεράσω τις όποιες οικονομικές δυσκολίες. Η Ευρώπη, το σπίτι μας, θα γίνει το πεδίο δοκιμής των δυνατοτήτων μου σκέφτηκα και η πρώτη διαδρομή – αποστολή – προπόνηση ορίστηκε έτσι απλά. Ταξίδι από το Βόρειο Ακρωτήριο της Νορβηγίας, στον αρκτικό βορρά της Ευρώπης, προς το δεύτερο νοτιότερο οδηγήσιμο σημείο της Ευρώπης, στο ακρωτήριο Ταίναρο στην Πελοπόννησο. Η απόσταση, 5.700 χιλιόμετρα. Η επιλογή του χρονικού διαστήματος ήταν μονόδρομος, καθώς οι επαγγελματικές υποχρεώσεις με έφεραν στο κατώφλι του χειμώνα, που στον αρκτικό βορρά είχε ήδη φτάσει μια εβδομάδα πριν βάλω μπροστά τη μηχανή. Με μεγάλη δίψα για περιπέτεια και το «τώρα ή ποτέ» στο μυαλό μου, είπα ξεκινάω.
Είναι λίγο οξύμωρο όμως είναι και αναγκαστικά η πραγματικότητα. Για να ξεκινήσει το ταξίδι έπρεπε να φτάσω πρώτα στην αφετηρία. Κι αυτό ήταν ένα μακρύ ταξίδι από μόνο του, μήκους 3700 χιλιομέτρων. Καλή η «προπόνηση» αλλά φτάνοντας στο Βόρειο Ακρωτήριο τα πράγματα είχαν ήδη δυσκολέψει πολύ.
Ο καιρός στον αρκτικό βορρά με υποδέχτηκε με «άγριες» διαθέσεις. Δριμύ ψύχος, χιονοθύελλες, πάγος στο δρόμο και ο δύσκολος χειμώνας επί σκηνής. Η Τετάρτη όμως, ημέρα εκκίνησης της προσπάθειας, ξημέρωσε γλυκά στο βορειότερο σημείο της Ευρώπης.
Μηδενίζω το κοντέρ. Η ώρα είναι 10 το πρωί και το ταξίδι ξεκινάει. Ο ήλιος βρίσκεται στο στερέωμα, ελεύθερος να διασχίσει τη χαμηλή ρότα του χωρίς σύννεφα. Ακόμα και ο άνεμος ησύχασε και ξεκουράζεται. Οι οιωνοί είναι καλοί. Πάμε λοιπόν να κατηφορίσουμε. Το ρολόι μετράει αδυσώπητα. Ο ΧΡΟΝΟΣ, ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής μου σε αυτό το πρότζεκτ, πρέπει να τιθασευτεί. Να «γράψει» όσο γίνεται λιγότερο όταν φτάσω στο Ταίναρο, στον τερματισμό, που μου φαίνεται τόσο μακρινός και δύσκολος. Είναι ένα mind game αυτό που ζω. Είναι αυτό που θέλω να εξηγήσω σε όσους με ρωτούν για το χαρακτήρα του concept “The Fast Overland”.
Θα ήταν ένα ανιαρό πρωινό, αν δεν είχε και το στοιχείο της περιπέτειας. Ένα αυτοκίνητο πεταμένο σαν παιχνίδι έξω από το στενό αλλά ολόισιο δρόμο λίγο μετά την έξοδο του τούνελ προς τη μεριά της ηπειρωτικής Νορβηγίας, είναι κάτι που το βλέπεις αραιά και που στους δρόμους του Αρκτικού. Ο πάγος στο οδόστρωμα παίζει τα δικά του παιχνίδια. Για τον οδηγό όμως που έκανε τη λάθος εκτίμηση και, παρότι το νοικιασμένο αυτοκίνητό του «φοράει» καρφιά, ο πάγος τον έστειλε βαθιά στο χαντάκι δεξιά του δρόμου. Δύο άνθρωποι κουνούν απεγνωσμένα τα χέρια μόλις με βλέπουν.
Μπορεί ο χρόνος να «τρέχει» και να βρίσκομαι σε «αγωνιστικό» ρυθμό, όμως σταματάω. Εδώ πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου από την υποθερμία. Μου εξηγούν ότι είναι δύο ώρες σε αυτή την κατάσταση και ότι ενώ πέρασαν τρία αυτοκίνητα, κανένα δεν σταμάτησε. Και η θερμοκρασία είναι -14… Το σχέδιο διάσωσης είχε ήδη καταστρωθεί στο μυαλό μου. Έξω οι ιμάντες ρυμούλκησης. Τράβηγμα του μικρού Σκόντα από πίσω. Αποτυχία. Ο πάγος δεν μου δίνει τη δυνατότητα να κινηθώ προς τα πίσω, όντας αγκυρωμένος στο μικρό νοικιάρικο.
Plan B και μπαίνει ο «εργάτης» στο παιχνίδι. Αγκυρώνω το «Ντίσκο» (ένα Land Rover Discovery από το Camel Trophy» στο πρανές αριστερά του δρόμου και ξετυλίγω όλο το έκταμα του συρματόσχοινου. Ευτυχώς φτάνει. Στέλνω τους δύο ανθρώπους 100 μέτρα μακριά και προς τις δύο κατευθύνσεις του δρόμου να σταματήσουν ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ όποιο όχημα πλησιάσει. Υπάρχει τεντωμένο συρματόσχοινο που διασχίζει διαγώνια το δρόμο και αποτελεί κίνδυνο για οτιδήποτε πέσει επάνω του. Ευτυχώς, δεν πέρασε κανείς. Ο εργάτης ζορίζεται αλλά ανεβάζει το αυτοκίνητο στο δρόμο. Η ώρα έχει πάει σχεδόν μία. Ο ήλιος σε λίγο θα χαθεί και ο δρόμος για την Άλτα είναι πολύ παγωμένος.
Αυτό είναι το Bagger 293, η μεγαλύτερη κινούμενη κατασκευή στην ξηρά
Τα 5 χιλιόμετρα κατηφόρας με τις ανοικτές στροφές γίνονται με την «ψυχή στο στόμα». Τα λάστιχα δεν κρατάνε, είναι παγωμένα και το παραμικρό φρενάρισμα επιταχύνει το βαρύ Ντίσκο αντί να το επιβραδύνει. Ευτυχώς, η κατηφόρα τελειώνει χωρίς απρόοπτα και η ανακούφιση είναι μεγάλη. Βιάζομαι, η διάσχιση ολόκληρης της Λαπωνίας μέχρι την πόλη Λούλεο θα διαρκέσει μέχρι τις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Η χιονοθύελλα που ξέσπασε νωρίς το βράδυ, οι επικίνδυνες νταλίκες, οι τάρανδοι που ξεπροβάλλουν από το πουθενά, το παζλ των δρόμων και οι αλλαγές στρατηγικής επιλογής τους λόγω συνθηκών οδοστρώματος με εξαντλούν. Οι δυσκολίες με φτάνουν στα όρια και η θέα του σουηδικού αυτοκινητόδρομου, ακόμα και καλυμμένου με πάγο και χιόνι, με ανακουφίζει. Η κούραση με καταβάλλει. Πρέπει επειγόντως να κοιμηθώ. Το Νόρντκαπ είναι περίπου 900 χιλιόμετρα μακριά. Ο χρόνος μέχρι στιγμής γράφει 16 ώρες…
Ημέρα 2η – Πέμπτη
Διακεκομμένα διαστήματα ύπνου σε αρκτικές συνθήκες μέσα στο «Ντίσκο» για 5 ώρες ήταν αρκετά. Το χρονόμετρο δείχνει ήδη 21 ώρες και μου μένουν 4.800 χλμ. Ξεκινάω με κατεύθυνση το νότο. Η οδήγηση διακόπτεται μόνο για ανεφοδιασμούς καυσίμου. Η Στοκχόλμη «έρχεται» όλο και πιο κοντά και 100 χιλιόμετρα πριν, πραγματοποιώ άλλο ένα φουλάρισμα του ρεζερβουάρ. Πρέπει να πάρω μια απόφαση. Σταματάω για 2ωρο ύπνο ή συνεχίζω; Στο φέισμπουκ όλοι μου λένε «σταμάτα, η όψη σου είναι χάλια», αλλά παίρνω την απόφαση να φτάσω το συντομότερο στη Δανία βλέποντας το χρονόμετρο να έχει φτάσει στις 32 ώρες και έχοντας ακόμα 3.900 χλμ. μέχρι τον τερματισμό. Οι πινακίδες δείχνουν 480 χλμ για την επόμενη μεγάλη πόλη, το Χέλσιμποργκ. Ο καιρός είναι καλός και ο δρόμος πλέον δεν έχει «θέμα». Η κίνηση, όσο περνάει η ώρα, αραιώνει και οι μόνοι συνταξιδιώτες μου είναι τα φορτηγά στη δεξιά λωρίδα. Φτάνω στην πρώτη γέφυρα. Η υπάλληλος μου εύχεται καλό δρόμο με την προτροπή να πιω ένα δυνατό καφέ. «Γιατί άραγε» αναρωτιέμαι; Έφτασα στη δεύτερη γέφυρα χωρίς να το καταλάβω. Κοίταξα τα ρολόγια μου. Πέντε τα ξημερώματα έλεγε το ρολόι στον αριστερό καρπό και 43 ώρες το χρονόμετρο στο τιμόνι. Ώρα για ύπνο… Επειγόντως.
Ημέρα 3η – Παρασκευή
Ακόμα κι αν έχω κοιμηθεί σκάρτες δύο ώρες νιώθω καλά. Η μηχανή, ζεστή ακόμα, εκκινεί πρόθυμα. Η θερμοκρασία έχει επανέλθει σε θετικό πρόσημο, αν και φλερτάρει ακόμα με το μηδέν. Η καταχνιά από την πρωινή υγρασία θα εξαφανιστεί σε λίγο. Η κεντρική Ευρώπη απλώνεται μπροστά μου. «Επόμενος ύπνος στο Ταίναρο» αναφωνώ… Η κορδέλα των αυτοκινητόδρομων αρχίζει να ξετυλίγεται μπροστά μου. Η Δανία τελειώνει γρήγορα. Η Γερμανία έχει σειρά. Αμβούργο, Αννόβερο, Μαγδεμβούργο, Λειψία, Δρέσδη. Autobahn και η Γερμανία τελειώνει όπως και το πετρέλαιο στο ρεζερβουάρ, καθώς περνάω τα σύνορα με την Τσεχία. Με τις… αναθυμιάσεις μπαίνω ανακουφισμένος στον επόμενο σταθμό ανεφοδιασμού. Η ώρα είναι 5 το απόγευμα και 55 ώρες μετά την αναχώρηση από το Νόρντκαπ. Αρχίζει να βρέχει και τα έργα στην εθνική της Τσεχίας, με τις συνεχές παρακάμψεις, αλλαγές λωρίδων, θυμίζουν κάτι από την εφιαλτική Κορίνθου-Πατρών πριν την ολοκλήρωση του έργου. Τουλάχιστον με κρατάει σε εγρήγορση.
Η Πράγα είναι σύντομα παρελθόν, το Μπρνο πλησιάζει. Οι νταλίκες εμπόδιο πλέον για μια γρήγορη και ασφαλή οδήγηση. Στα σύνορα με τη Σλοβακία και την Ουγγαρία ακινητοποιημένες νταλίκες και κάνω ένα συνεχόμενο σλάλομ ανάμεσα σε σταματημένα φορτηγά. Το Γκιόρ είναι η επόμενη πόλη που ανακοινώνουν οι πινακίδες. Στον ουγγρικό αυτοκινητόδρομο Μ1 οι ευθείες είναι ατέλειωτες, η δεξιά λωρίδα μονίμως κατειλημμένη από νταλίκες που τουλάχιστον τώρα κινούνται με σταθερή ταχύτητα 80-90 χλμ την ώρα. Στην αριστερή και με 110 εγώ, η Βουδαπέστη είναι 200 χλμ μακριά, τα σύνορα με τη Σερβία 400 και η κίνηση ομαλοποιείται. Είναι 10 το βράδυ: 60 ώρες στο χρονόμετρο και συνεχίζω ακάθεκτος. Μεσάνυχτα περνάω τη Βουδαπέστη και ξανά σε βενζινάδικο. Αισίως μετράω 17 συνεχείς ώρες οδήγησης από το πρωί σε αυτό το ετάπ…
Ημέρα 4η – Σάββατο
Ημερολογιακά έχω αλλάξει ημέρα. Στην ανάμνησή μου όμως οι δύο πρώτες μέρες του Νοέμβρη θα είναι πάντα μία. Προσπερνώ και αφήνω πίσω μου συνεχώς νταλίκες, που κάνουν το νυχτοκάματό τους στους ευρωπαϊκούς δρόμους. Τσεκάρισμα στο ουγγρικό φυλάκιο και λίγο αργότερο στο Σέρβικο. Το Βελιγράδι, κάπου 180 χιλιόμετρα μακριά, κοιμάται βαθιά. Εγώ όχι και συνεχίζω για Νις ακόμα 90 χιλιόμετρα νοτιότερα. Αρχίζει να χαράζει στην απέραντη πεδιάδα της Σερβίας. Έχω αποφασίσει ότι θα το πάω σερί. Τα σύνορα με το κρατίδιο των βόρειων γειτόνων μας είναι πλέον κοντά και με το που μπαίνω φουλάρω το πιο φτηνό πετρέλαιο της Ευρώπης. Ένα ευρώ το λίτρο. Στο ελληνικό φυλάκιο των Ευζώνων περνώ με ανάμικτα συναισθήματα. Η Ελλάδα με υποδέχεται με καταρρακτώδη βροχή χωρίς να με πτοεί. Στο μυαλό μια φωνή μου λέει: φτάνεις, κουράγιο και επίθεση. Είναι 1 μετά το μεσημέρι ώρα Ελλάδας, άρα 12 ώρα κεντρικής Ευρώπης. Είκοσι εννέα ώρες ξύπνιος, «καρφωμένος» στο τιμόνι του Ντισκάβερι, 74 ώρες και πολλές μοίρες νοτιότερα από το Νόρντκαπ. Πιέζω το πεντάλ του γκαζιού λίγο περισσότερο. Η καινούρια εθνική οδός πλέον είναι γρήγορη, για πότε φτάνω στα Μάλγαρα, στην Κατερίνη, στα Τέμπη, περνάω τα καινούρια τούνελ, βλέπω τον κάμπο της Λάρισας και να σου σε λίγο η Λαμία. Ένας δρόμος που περνάω για πρώτη φορά. Και τον πληρώνω κάθε τρεις και λίγο. Διόδια και πάλι διόδια.
Το χρήμα και χρόνος ο τρέχουν σαν την άμμο στην κλεψύδρα. Αρχίζει και νυχτώνει και βρίσκομαι περίπου στο 110ο χλμ στο Κάστρο. Στην Τρίπολη η προγραμματισμένη συνάντηση με τον καλό φίλο Αργύρη Ζαμανάκη, παλιό Καμελοτροφίστα είναι ολιγόλεπτη, μου προτείνει εναλλακτικές διαδρομές για Σπάρτη και άθελά του με βραχυκυκλώνει. Τρίπολη-Σπάρτη από τον παλιό δρόμο, Σπάρτη από τον καινούριο δρόμο του βουνού ή Καλαμάτα; Οι ασφάλειες του μυαλού κάνουν τσαφ η μία μετά την άλλη, υπερβολικά πολλές πληροφορίες για ένα μυαλό που είναι κοντά στις 40 ώρες στα «κόκκινα». Διαλέγω τη γρήγορη διαδρομή για Καλαμάτα. Αυτό που ακολουθεί όμως, η διαδρομή από Καλαμάτα για Καρδαμύλη, Στούπα, Οίτυλο, Αρεόπολη, δοκιμάζει μηχανή και ανθρώπινες αντοχές. Τόσες στροφές δεν είχε όλο το ταξίδι μαζί. Γκάζι, φρένο, στροφή, αλλαγές ταχυτήτων, ένα ανθρώπινο γυροσκόπιο που φτάνει στα όριά του. Τα τελευταία χιλιόμετρα από την Αρεόπολη τα έχω κάνει στο παρελθόν ουκ ολίγες φορές. Αυτή τη φορά μου φάνηκαν τριπλάσια. Τελείως ράκος, κάνω την τελευταία επιλογή σε ένα τσιμεντένιο κατηφορικό δρόμο. Μπροστά μου ο δρόμος τελειώνει. Σε ένα μικρό και ταπεινό σημείο, χωρίς καμιά αίγλη, όπως το σημείο εκκίνησης στο πολυδιαφημισμένο Nordkap, το ταξίδι ολοκληρώνεται.
Γυρνώ το κλειδί και η μηχανή σβήνει. Τα χρονόμετρα σταματούν να μετράνε. Η ώρα είναι 12.45 μετά τα μεσάνυχτα και η ημέρα έχει πλέον αλλάξει. Είναι Κυριακή 3 Νοεμβρίου. Έχω οδηγήσει συνεχόμενα από τα περίχωρα της Κοπεγχάγης μέχρι το Ταίναρο, περνώντας κάθετα προς το νότο όλη την Ευρώπη, σε 40 ώρες και 45 λεπτά. Το χρονόμετρο δείχνει 83 ώρες 45 λεπτά και 17 δευτερόλεπτα από την εκκίνηση στο Βόρειο Ακρωτήριο. Βγαίνω από το αυτοκίνητο και αποφασίζω να το γιορτάσω στην οροφή του Ντισκάβερι παρέα με τα τελευταία energy bars και ένα μπουκάλι υγροποιημένου πλήρους γεύματος που μου έμειναν. Κάτω από έναν γεμάτο αστέρια ουρανό και με τη συντροφιά του ανέμου έκλεισα τα μάτια…