Συγκρίνοντας το με τα υπόλοιπα hypercars που παρουσιάστηκαν στη G.I.M.S., το νέο Battista φαίνεται φινετσάτο, με πολύ όμορφες αναλογίες.
Tο πιο σημαντικό βέβαια, είναι ότι φαίνεται έτοιμο να μπει στην παραγωγή, αντίθετα με πολλά από υπόλοιπα αυτοκίνητα της έκθεσης.
Ο σχεδιασμός παραπέμπει σε κεντρομήχανο Ιταλικό supercar, όπως ήταν αναμενόμενο από τον περίφημο Pininfarina.
Το Pininfarina Battista δεν έχει υπερβολικά επιθετικό σχεδιασμό, όπως π.χ. το Koeningsegg Jesko ή το Bugatti La Voitture Noire, αλλά αποδίδει περισσότερους ίππους και από τα δύο. Η πλατφόρμα είναι φτιαγμένη από ανθρακονήματα και πάνω της τοποθετούνται τέσσερις ηλεκτροκινητήρες, ο καθένας σε έναν τροχό, για να αποδώσουν συνολικά 1.874 ίππους και 2.300Nm ροπής και κάνοντας το Battista το πιο ισχυρό αυτοκίνητο δρόμου στον κόσμο, όταν αρχίσουν οι παραδώσεις το 2020.
Οι τέσσερις ηλεκτροκινητήρες τροφοδοτούνται από ένα πακέτο μπαταριών 120kWh σε σχήμα «Τ», που τοποθετείται εντός του κεντρικού τούνελ και πίσω από τα καθίσματα. Το παραπάνω σύστημα είναι ακριβώς ίδιο με αυτό της Rimac, την εταιρεία που ξεκίνησε την τάση των ηλεκτρικών hypercars.
Η εταιρεία δήλωσε πως το αυτοκίνητο είναι ικανό να επιταχύνει από τα 0 στα 100 χλμ./ώρα σε λιγότερο από 2 δευτερόλεπτα. Πιο εντυπωσιακός είναι ο χρόνος της επιτάχυνσης από τα 0 στα 300 χλμ./ώρα, που χρειάζεται κάτω από 12 δευτερόλεπτα.
Το Battista μπορεί να καλύψει 450 χιλιόμετρα με μία φόρτιση, ενώ έχει επίσης την δυνατότητα ταχείας φόρτισης.
«Ο εξηλεκτρισμός, μας ανοίγει την πόρτα σε ένα εντελώς νέο επίπεδο επιδόσεων, σε ένα μέλλον μηδενικών ρύπων, ενώ το πάθος και ο σεβασμός στην ιστορία της αυτοκίνησης θα καθορίσουν την εμφάνιση και την αίσθηση που θα έχουν. Θέλουμε το Battista να είναι ένα κλασσικό αυτοκίνητο στο μέλλον και είναι είδωλο της αυτοκίνησης, να γράψει την δική του ιστορία.» δήλωσε ο CEO της Automobili Pininfarina, Michael Perschke.
Η εταιρεία σχεδιάζει να διαθέσει 150 μονάδες του Battista στην αγορά. Κάθε αυτοκίνητο είναι φτιαγμένο στο χέρι στην Ιταλία και κοστίζει περίπου 2.3 εκατομμύρια ευρώ. Τα αυτοκίνητα που θα παραχθούν θα μοιραστούν ίσα μεταξύ της Αμερικάνικης, της Ευρωπαϊκής και της Ασιατικής (συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής) αγοράς, που μεταφράζεται σε 50 αυτοκίνητα σε κάθε αγορά.