Γράφει ο Λυκούργος Χατζάκος
Η διαδικασία υποβολής υποψηφιοτήτων για την ηγεσία της παράταξης ανέδειξε έξι υποψηφιότητες, οι οποίες κάνουν την επιλογή των εκλογέων δύσκολη και την διαδικασία ενδιαφέρουσα καθώς κάθε υποψήφιος έχει θετικά στοιχεία να επιδείξει.
Ορισμένοι, θεωρούν τον αριθμό υπερβολικό και λέγουν ότι είναι μία εκ των συνεπειών της ασυναρτησίας στην οποία έχει περιέλθει ο χώρος μετά το 2010. Εν μέρει, δεν στερούνται βάσεως οι ισχυρισμοί αυτοί, ως προς την γενική διαπίστωση.
Πλην, όμως, από πότε υφίστανται περιορισμοί στην θεμιτή φιλοδοξία κάποιου να διεκδικήσει εκείνο, το οποίο θεωρεί ότι δικαιούται και σε ποιόν κώδικα δεοντολογίας αυτό περιγράφεται;
Η πραγματικότητα εμφανίζει τον χώρο αυτόν ασύντακτο, υφισταμένου του δημογραφικού shock το οποίο επήλθε ως συνέπεια της κρίσεως και των διαχειριστικών αβελτηριών κατά τα πρώτα στάδιά της. Υπήρξε περίοδος που η παράταξη εμφάνιζε την εικόνα ατάκτου σωρείας βαθμονόμων οπλαρχηγών, όπου καθένας ήθελε να είναι «κάτι» σε ένα σχεδόν … «τίποτε».
Εκτός των όσων κινήθηκαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ κατά την περίοδο 2011-2015, γιατί θεώρησαν ότι το κόμμα αυτό θα «έκλεβε» την θέση του ΠΑΣΟΚ στην νέα εποχή, είναι αρκετοί εκείνοι, οι οποίοι με την εκλογή του κ. Κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της συντηρητικής παράταξης, λοξοκοίταξαν προς την Νέα Δημοκρατία.
Σε αυτό, συνηγορούσε και η ομολογουμένως καλή τακτική του νέου Προέδρου της Ν.Δ., η οποία επιχειρεί να εμφανίσει το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης ως έναν συντηρητικό κεντρώο σχηματισμό, αφιστάμενο των αντιλήψεων και πρακτικών της σκληρής, «λαϊκής» δεξιάς, οπότε διέβλεψαν ότι είχαν μία επιλογή έναντι στην ατελέσφορη καταστροφική πολιτική του κυβερνητικού συνασπισμού ή γιατί αισθάνθηκαν ότι η ματαιοδοξία και η ιδιοτέλειά τους θα εξυπηρετείτο από το κόμμα αυτό, μιας και –κατά την δική τους εκτίμηση-, ο Προοδευτικός Χώρος με την εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ έμπαινε σε περίοδο πολικής νύκτας και η ανασυγκρότησή του θα απέδιδε αποτελέσματα σε πολύ μακρινό μέλλον.
Η πραγματικότητα, όμως, τους διαψεύδει. Τούτο, διότι οι υποστηρικτές του Προοδευτικού Χώρου είναι αδιαμφισβήτητα πλειοψηφία στην χώρα, αλλά και γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ισορροπία και ομαλότητα στο πολιτικό σύστημα αν δεν υπάρχει συντεταγμένος και ισχυρός ο πόλος της Κεντροαριστεράς -κατά σύμβαση, ας χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον όρο.
Ήδη, είναι εμφανής η κινητικότητα των πολιτών οι οποίοι ιδεολογικά και πολιτικά τοποθετούνται στον χώρο της Κεντροαριστεράς και που επί μία πενταετία περίμεναν κάποια σοβαρή πράξη στην κατεύθυνση ανασύνταξης και μετεξέλιξης του Προοδευτικού Χώρου.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Συνεπώς, είναι απολύτως εύλογη η παρουσία έξι υποψηφίων και αναδεικνύει το γεγονός ότι στον Προοδευτικό Χώρο υπάρχουν ικανά, δημιουργικά και έντιμα στελέχη, τα οποία ευσθενώς διεκδικούν τον ρόλο που πιστεύουν ότι δικαιούνται. Επομένως, αν ανακύπτει κάποιο ζήτημα, αυτό δεν εντοπίζεται στο «πόσοι» ή «ποιος», αλλά στο «πώς».
Μέχρι σήμερα –στο ΠΑΣΟΚ, τουλάχιστον, για τις διαδικασίες του οποίου έχω προσωπική αντίληψη και εμπειρία -, επικρατούσε η λογική της αποτροπής «περιττών» υποψηφιοτήτων για τα πολιτικά όργανα, εις τρόπον ώστε να εμφανίζονται συνεκτικοί οι κυρίαρχοι μηχανισμοί και ευνοήτως, εντός αυτού του περιβάλλοντος, το αποτέλεσμα το οποίο προέκυπτε δεν ήταν και άμοιρο αμφισβήτησης ως προς την αξιοκρατική του πλευρά, τουλάχιστον.
Όμως, αυτή η προσέγγιση οδήγησε στην απερήμωση της παράταξης από στελέχη και την σπατάλη στελεχιακού δυναμικού· ολόκληρη γενιά έμεινε στο περιθώριο με συνέπεια να υπάρχει διακοπή στην εξέλιξη και ιστορικό κενό. Από την παλαιά φρουρά –η οποία σε αρκετές περιπτώσεις αγγίζει, πλέον, τα όρια της γραφικότητας-, περάσαμε σε πρόσωπα, τα οποία έχουν μεν το τεκμήριο της ηλικιακής νεαρότητας, η πλειοψηφία δε, εντάχθηκε και αναδείχθηκε την περίοδο κατά την οποία η Παράταξη δεν ήταν, απλώς, μία κυβερνητική πλειοψηφία, αλλά, Κράτος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η παρουσία, επομένως, των έξι άκρως σημαντικών υποψηφίων μόνο θετικό πρόσημο μπορεί να έχει. Το κρίσιμο σημείο –όπως προαναφέρεται-, είναι το «πώς», δηλαδή η διαδικασία μέσω της οποίας θα αναδειχθεί ο νέος επικεφαλής της Παράταξης και οι θεσμοί οι οποίοι θα αποτελούν το κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας της.
Προφανώς, ο ηγέτης που θα εκλεγεί πρέπει να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ώστε να πετύχει στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης και ανασυγκρότησης του σώματος των προοδευτικών δημοκρατικών-σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων, οι οποίες σήμερα, ως προϊόντα, ατυχούς, ηλεκτρολυτικής διεργασίας, έχουν διασπαρεί ασύντακτες ένθεν κακείθεν.
Κατ’ αρχάς, πολιτικές προσωπικότητες που διαχειρίστηκαν την κρίση κατά τις προηγούμενες περιόδους, είναι εξαιρετικά δύσκολο –αν όχι αδύνατον-, να επιτύχουν να κερδίσουν την υποστήριξη σημαντικών κοινωνικών ομάδων και κατ’ επέκταση ευρέως τμήματος του εκλογικού σώματος. Πιθανώς, αν υπάρχει κατάλληλο έδαφος να καταφέρουν να επιβιώσουν πολιτικά ως παράγοντες του πολιτικού συστήματος, αλλά, όχι ως ηγετικές μορφές. Οπωσδήποτε, περιποιεί τιμή η ανάληψη εκ μέρους τους βαρών και πολιτικού κόστους, αλλά, στην παρούσα συγκυρία δεν αποτελεί πρόκριμα ηγεσίας.
Η φιλοδοξία να ηγηθεί κάποιος της Παράταξης, πρέπει να υποστηρίζεται και από ορισμένα βασικά συστατικά της προσωπικότητας και της αντίληψης του για την πολιτική. Ο σαφής και αταλάντευτος Ευρωπαϊκός προσανατολισμός δεν τίθεται σε διαπραγμάτευση. Αυτό, όμως δεν αρκεί.
Οφείλουν –όλοι οι υποψήφιοι-, να τοποθετηθούν με σαφήνεια και ουσία σχετικά με την προοπτική που οραματίζονται, τόσο για αυτήν καθ’ αυτήν την Παράταξη όσο κυρίως για την χώρα. Θα ήταν ευχής έργο να διοργανώνονταν debates σε ευρύ ακροατήριο προκειμένου να εκθέσουν οι υποψήφιοι τις απόψεις τους και να κριθεί η όλη τους παρουσία. Ίσως, κάποτε κατακτηθεί αυτό, ίσως κάποτε να θεραπευθούν οι ανεπάρκειες των διαδικασιών αξιολόγησης και επιλογής προσώπων στους πολιτικούς μας σχηματισμούς.
Ακόμη, για να κριθεί κάποιος επαρκής και ικανός να ηγηθεί αυτού του χώρου, οφείλει να έχει σύγχρονη, παραγωγική και δημιουργική προσέγγιση στην πολιτική –το νεαρό της ηλικίας δεν αρκεί από μόνο του-, να διαθέτει παιδεία και να έχει αίσθηση της απαιτούμενης ισορροπίας και να έχει δώσει δείγματα σώφρονος, έντιμης, ικανής και αποτελεσματικής διοίκησης και κυρίως, να διαθέτει την προσήκουσα αξιοπιστία, ώστε να πείσει τους πολίτες –και δη τις νεώτερες ηλικίες-, ότι αυτό που συμβαίνει δεν αφορά απλώς στην συγκρότηση ενός ακόμη ιδιοτελούς, εκλογικού μηχανισμού, αλλά, αφορά στους ίδιους και πως αυτοί έχουν λόγο και ουσιαστικό ρόλο στις εξελίξεις και την πολιτική διεργασία.
Συνελόντι ειπείν, είναι sine qua non όρος για τον νέο Πρόεδρο της παράταξης, να μπορεί δίχως βεβαρυμμένη προηγούμενη διαδρομή να απευθυνθεί σε ευρύτατο φάσμα πολιτών, πέραν των στεγανών και των περιορισμών που συνεπάγονται τα όρια των υπαρχόντων πολιτικών κομμάτων που διεκδικούν την αποδοχή τους από τους φίλους, υποστηρικτές ή και απλά συμπαθούντες την «κεντροαριστερά».
Τέλος, με κίνδυνο να θεωρηθεί στερεότυπη επανάληψη, θα ήθελα να επισημάνω, ότι είναι sine qua non όρος η δεσμευτική, σαφής και διάφανη διαδικασία με την οποία θα διεξαχθεί η εκλογή, ούτως ώστε να μην υπάρξει κανένα περιθώριο αμφισβητήσεώς της.