Για κάθε 77 ασθενείς που αναλαμβάνουν γιατροί άνω των 60 ετών, ένας λιγότερο θα πέθαινε μέσα σε 30 μέρες από την εισαγωγή του στο νοσοκομείο, αν τη θεραπεία του είχε αναλάβει γιατρός κάτω των 40 ετών.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον ιαπωνικής καταγωγής δρα Γιουσούκε Τσουγκάβα της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό “British Medical Journal”, ανέλυσαν στοιχεία για ένα τυχαίο δείγμα σχεδόν 737.000 ασθενών άνω των 65 ετών, οι οποίοι νοσηλεύθηκαν σε αμερικανικά νοσοκομεία και έτυχαν θεραπείας από συνολικά 18.854 γιατρούς.
Διαπιστώθηκε ότι η θνησιμότητα εντός 30 ημερών από την εισαγωγή ήταν κατά μέσο όρο 10,8% για τους ασθενείς γιατρών κάτω των 40 ετών, 11,1% για γιατρούς 40-49 ετών, 11,3% για γιατρούς 50-59 ετών και 12,1% για γιατρούς άνω των 60 ετών.
Με άλλα λόγια, όσο μεγαλώνει η ηλικία του θεράποντος γιατρού, τόσο αυξάνει και η πιθανότητα θανάτου του ασθενούς. Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι από τη μία η κλινική εμπειρία ενός πιο μεγάλης ηλικίας γιατρού αποτελεί πλεονέκτημα για τον ασθενή. Από την άλλη όμως, είναι πιθανό οι πιο ηλικιωμένοι γιατροί να μην έχουν ανανεώσει τις ιατρικές γνώσεις τους, τον τεχνολογικό εξοπλισμό που χρησιμοποιούν ή τις κλινικές οδηγίες που ακολουθούν.
Παρατηρήθηκε, επίσης, ότι αν ένας γιατρός είναι υπεύθυνος με πολύ μεγάλο αριθμό ασθενών, τότε δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στην ηλικία του και στην πιθανότητα θανάτου ενός ασθενούς. Κατά τους ερευνητές, αυτό πιθανώς σημαίνει ότι η ύπαρξη πολλών ασθενών λειτουργεί «προστατευτικά» για τις κλινικές ικανότητες του γιατρού.
Όσον αφορά την πιθανότητα επανεισαγωγής του ίδιου ασθενούς στο νοσοκομείο, επίσης δεν διαπιστώθηκε συσχέτιση με την ηλικία του γιατρού. Ακόμη, το κόστος της νοσοκομειακής θεραπείας είναι ελαφρώς υψηλότερο για τους ασθενείς, αν τους έχουν αναλάβει ηλικιωμένοι γιατροί.
Πηγή:ΑΠΕ-ΜΠΕ