Ενας Ούγγρος πολιτογραφημένος Γερμανός, ένας Αυστριακός με μπόλικη θητεία στην Ελλάδα και ένας Ρουμάνος που έχει αρχίσει να ριζώνει στη χώρα μας αλλά αρνείται να μιλήσει ελληνικά, παρά το γεγονός ότι πλέον τα γνωρίζει καλά, συνδέουν ή, αν προτιμάτε, πρόκειται να συνδέσουν το όνομά τους με τις ιστορικές κατακτήσεις των πρωταθλημάτων του 1976, του 1985 και κατά πάσα βεβαιότητα πλέον του 2019.
Γκιούλα Λόραντ, Βάλτερ Σκότσικ και Ραζβάν Λουτσέσκου, η τριάδα.
Ραζβάν Λουτσέσκου
«Ο κόσμος λέει ότι οι φίλοι μου με έκαναν παρέα λόγω του ονόματος του πατέρα μου. Πως πήγα στο πανεπιστήμιο με τις πλάτες του και πως τα κορίτσια με φλέρταραν επειδή λεγόμουν Λουτσέσκου. Το επίθετο του μπαμπά μου ήταν πάντα ένα μειονέκτημα για μένα».
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Ραζβάν Λουτσέσκου. Τον προπονητή του ΠΑΟΚ που μπορεί να τον επισκίαζε η επιβλητική μορφή του μεγάλου Μιρτσέα Λουτσέσκου, αλλά κατάφερε όχι μόνο να ξεφύγει από αυτήν αλλά να δημιουργήσει το δικό του μύθο.
Μία ταινία στο σινεμά του έσωσε τη ζωή
Ο μεγαλύτερος σταθμός της ζωής του ήταν στις 4 Μαρτίου 1977 όταν ήταν μόλις οκτώ ετών. Εκείνη την ημέρα η Ρουμανία έζησε έναν από τους μεγαλύτερους εφιάλτες της ιστορίας της, καθώς ο σεισμός των 7,4 ρίχτερ συγκλόνισε τη χώρα και άφησε πίσω 1.578 νεκρούς. Μέσα σε αυτούς δεν ήταν ο Λουτσέσκου γιατί πολύ απλά, όταν τα ρίχτερ άρχισαν να χτυπούν μανιασμένα, αυτός μαζί με τη μητέρα του ήταν στο σινεμά. Η οικογένεια Λουτσέσκου έφυγε από το Βουκουρέστι και μετακόμισε στην επαρχιακή πόλη Χουνεντοάρα. Από τη μεγαλούπολη στην εξοχή και από τις πολλές υποχρεώσεις, λόγω του σταρ μπαμπά, σε μια πιο χαλαρή και ξέγνοιαστη ζωή. Ο Λουτσέσκου μεγάλωνε, μάθαινε τη μία ξένη γλώσσα μετά την άλλη (σ.σ.: αυτή τη στιγμή ξέρει έξι και μέσα σε αυτές είναι και τα ελληνικά, αν και δεν τα μιλάει δημοσίως) και σπούδασε οικονομικά. Τα ποδοσφαιρικά του βήματα τα έκανε από τη θέση του τερματοφύλακα. Αγωνίστηκε για 16 χρόνια περνώντας από Σπορτούλ Στουντεντέσκ, Προγκρεσούλ, Μπρασόφ, Ραπίντ Βουκουρεστίου και Μπακάου, πριν αποφασίσει, σε ηλικία 34 ετών, να κρεμάσει τα γάντια του και να αναλάβει προπονητής.
Οταν ο γιος νίκησε τον μπαμπά
Η πρώτη ομάδα που προπόνησε ήταν η Μπρασόφ και γρήγορα άνοιξε τα φτερά του για πολύ υψηλότερα σκαλοπάτια αναλαμβάνοντας την τεχνική ηγεσία της Ραπίντ Βουκουρεστίου. Στο τέλος της πρώτης χρονιάς τής έδωσε το εισιτήριο για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Την αγωνιστική περίοδο 2005-06 απολύθηκε και επαναπροσλήφθηκε από τον πρόεδρο της ομάδας και η Ραπίντ, με μία μεγαλειώδη πορεία, έφτασε στα προημιτελικά όπου αποκλείστηκε στα πέναλτι από τη Στεάουα. Στις 24 Νοεμβρίου 2005 ο Ραζβάν θα φτάσει στο στόχο που είχε από παιδί. Να ξεφύγει από τη σκιά του πατέρα του!
Ελβετία: Σκοτώθηκε σε χιονοστιβάδα πρωταθλήτρια, μέλος της εθνικής snowboard
Η Ραπίντ Βουκουρεστίου κληρώθηκε με τη Σαχτάρ Ντόνετσκ όπου προπονητής ήταν ο πατέρας του και στο Ντόνετσκ ο Ραζβάν έφυγε νικητής και με δάκρυα στα μάτια. Η Ραπίντ νίκησε με 1-0 και ο Μιρτσέα Λουτσέσκου φίλησε το γιο του δείχνοντάς του με αυτόν τον τρόπο ότι έφτασε επιτέλους στο στόχο του. «Ηταν μια δύσκολη στιγμή. Σκεφτόμουν συνεχώς τη μητέρα μου. Ημουν στην καρδιά και το μυαλό της. Ενιωσα ντροπή. Νίκησα τον πατέρα μου; Εκλαψα και πήγα στη συνέντευξη Τύπου.
Ο πατέρας μου ήρθε και με φίλησε στο μέτωπο», είχε πει. Στη Ραπίντ έμεινε για τρία χρόνια και στη συνέχεια ανέλαβε την Μπρασόφ. Το 2009 πήρε τα ηνία της εθνικής ομάδας της Ρουμανίας αλλά δεν στέριωσε λόγω των κακών σχέσεων που είχε με τα μεγάλα αστέρια της ομάδας. Επέστρεψε για λίγο στη Ραπίντ Βιέννης, μετακόμισε στο μακρινό Κατάρ τη διετία 2012-14, ανέλαβε ένα διάστημα την Πετρολούλ και τελικά το 2014 ήρθε και στην Ελλάδα για να προπονήσει την Ξάνθη, αγνοώντας τις συμβουλές του πατέρα του.
Η Ξάνθη υπό τις οδηγίες έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας για πρώτη φορά στην ιστορία της, χάνοντας στον τελικό από τον Ολυμπιακό. Παρά την επιθυμία της διοίκησης της ομάδας να συνεχίσει τη συνεργασία μαζί του, ο Λουτσέσκου αποφάσισε να αποχωρήσει από το σύλλογο και να αναζητήσει μια νέα πρόκληση στην καριέρα του. Και αυτή ήταν ο ΠΑΟΚ. Πέρυσι πήρε το Κύπελλο και έχασε στα δικαστήρια το πρωτάθλημα και φέτος είναι έτοιμος να ανέβει στο θρόνο.
Μικροπαντρεμένος, μπον-βιβέρ και… προληπτικός
Ο Λουτσέσκου μπορεί, μετά τα όσα έγιναν πέρυσι στο πρωτάθλημα, πολλές φορές να έχει βγει εκτός εαυτού και οι δηλώσεις του να έχουν επικριθεί, αλλά στην προσωπική του ζωή δεν είναι έτσι. Παντρεύτηκε από μικρός το φοιτητικό του έρωτα, την Αννα-Μαρία του και σε ηλικία 50 ετών, που είναι σήμερα, καμαρώνει για την 27χρονη κόρη του Μαριλού και τον 24χρονο γιο του Ματέι. Του αρέσει το καλό και ενίοτε ακριβό ντύσιμο, είναι φιλόζωος και το μόνο που δεν θα έκανε ποτέ είναι να ατενίσει τη ζωή του από… ψηλά λόγω υψοφοβίας, ενώ δεν αρνείται ότι είναι προληπτικός.
Γκιούλα Λόραντ και Βάλτερ Σκότσικ
«Εσβησε» στον πάγκο
Η περίπτωση του Λόραντ είναι από τις σπάνιες. Είχε δύο περιόδους στον ΠΑΟΚ, μένοντας και στις δύο στην ιστορία. Ως ποδοσφαιριστής ήταν μέλος της κορυφαίας ουγγρικής εθνικής ομάδας όλων των εποχών, αγωνιζόμενος στον τελικό του Μουντιάλ του 1954. Εκανε σημαντική καριέρα ως ποδοσφαιριστής και αυτό τού έσωσε τη ζωή στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν προσπάθησε να αυτομολήσει στη Δύση. Συνελήφθη και οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης αντιφρονούντων του κομμουνιστικού καθεστώτος, όταν πήρε χάρη για να παίξει στην εθνική ομάδα της χώρας. Πέρασε όλη την ποδοσφαιρική του καριέρα στην Ουγγαρία και την προπονητική σε Γερμανία και Ελλάδα. Το ξεκίνημα της σεζόν 1974-75 τον είχε βρει στη Φράιμπουργκ, αλλά χωρίς και ο ίδιος να το καταλάβει, ήρθε στην Ελλάδα.
Ο «Δικέφαλος» είχε ξεκινήσει με προπονητή τον Λες Σάνον, που απολύθηκε μόλις τη 2η αγωνιστική. Ανέλαβε προσωρινά ο Λάκης Πρόγιος, με τον Λόραντ να κάνει ντεμπούτο στις 22/12/1974 στην Τούμπα, με τον ΠΑΟΚ να διαλύει την Καστοριά με 7-1 σε εκείνο το ματς. Και φθάνουμε στην ιστορική σεζόν 1975-76. Ο ΠΑΟΚ με 21 νίκες σε 30 αγωνιστικές κατακτά το πρωτάθλημα. Ο Λόραντ εξαργυρώνει το επίτευγμά του, επιστρέφοντας με πολύ υψηλές αποδοχές στην Αϊντραχτ Φρανκφούρτης και αμέσως μετά στις Μπάγερν και Σάλκε. Στο τέλος της σεζόν 1979-80 γυρνά στη Θεσσαλονίκη και αναλαμβάνει τον ΠΑΟΚ στις τρεις τελευταίες αγωνιστικές. Τον οδηγεί στην επόμενη σεζόν για να φθάσουμε στην αποφράδα 31/5/81. Ο Γκιούλα αγνοεί δύο ισχυρές προειδοποιήσεις από την καρδιά του προκειμένου να κοουτσάρει τον ΠΑΟΚ στο ντέρμπι με τον ήδη πρωταθλητή Ολυμπιακό. Η τρίτη δεν ήταν απλά προειδοποίηση, αλλά η χαριστική βολή. Εγειρε στον Βασίλη Βασιλάκο, που καθόταν δίπλα του στον πάγκο και άφησε την τελευταία του πνοή στην Τούμπα.
Από το… Αλκαζάρ στην Τούμπα
Γεννημένος τον Σεπτέμβριο του 1940, ο Βάλτερ Σκότσικ εμφανίστηκε στα ελληνικά δρώμενα το καλοκαίρι του 1983 στη Λάρισα, διαδεχόμενος τον Γιάτσεκ Γκμοχ, που είχε κατηφορίσει στην Αθήνα για τον Παναθηναϊκό. Η χρονιά στον Κάμπο δεν ήταν ιδιαίτερα καλή. Η ΑΕΛ από 2η το 1983 τερμάτισε 6η με τον Αυστριακό. Παρ’ όλα αυτά, ο ΠΑΟΚ τον προσλαμβάνει τη σεζόν 1984-85 στη θέση του Παλ Τσερνάι, δείχνοντας εμπιστοσύνη, παρά τις σχετικά λίγες προπονητικές του περγαμηνές. Βοηθούμενος από τις συγκυρίες, ο ΠΑΟΚ από το… πουθενά παίρνει το δεύτερο πρωτάθλημα της ιστορίας του και ο Σκότσικ μετατρέπεται σε ήρωα αλλά και σε αποδιοπομπαίο τράγο την επόμενη σεζόν, απολυόμενος την 22η αγωνιστική χωρίς να γευτεί τη χαρά της εκτός έδρας νίκης.