Κι όλα αυτά λιγότερο από πέντε μήνες από την έναρξη του Μουντιάλ της Ρωσίας, όπου η εθνική ομάδα της Βραζιλίας θα είναι παρούσα για 21η φορά (η μοναδική που δίνει ανελλιπώς το «παρών» από το 1930).
Λίγες μέρες πριν, για το πρωτάθλημα, η Φλουμινένσε υποδέχτηκε την Μποταφόγκο. Πρόκειται για το παλιότερο κλασικό ντέρμπι της πολιτείας του Ρίο, που δεσπόζει από το 1905.
Κάκιστο παιχνίδι που τελείωσε με μια θλιβερή λευκή ισοπαλία, παρουσία 7.126 θεατών στο αχανές Μαρακανά (χωρητικότητας 80.000), εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν περίεργοι τουρίστες. Κι όμως αυτό δεν ήταν φιλικό παιχνίδι. Αποτέλεσε αγώνα του δεύτερου γύρου του τοπικού πρωταθλήματος του Ρίο, το οποίο διαρκεί μέχρι τα μέσα Μαΐου, πριν αποτελέσει άμεσα παρελθόν και δώσει τη θέση του στο εθνικό πρωτάθλημα.
Παρά το απελπιστικό θέαμα υπήρχαν λόγοι που του έδωσαν κάποια οντότητα και μάλιστα καλύτερη από ό,τι αναμενόταν. Η πάλαι ποτέ κραταιά Φλουμινένσε που αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα υποχρεώθηκε να λύσει τη συνεργασία της με όλα τα βασικά στελέχη της. Η κατάσταση της Μποταφόγκο είναι ελαφρά καλύτερη, αλλά οι μισθοί είναι πενιχροί.
Οι παίκτες δεν είχαν αποκτήσει ακόμη την απαραίτητη φυσική κατάσταση, αφού επέστρεψαν από τις διακοπές τους στα γυμναστήρια μόλις δύο εβδομάδες πριν. Επιπροσθέτως, το παιχνίδι διεξήχθη υπό υψηλές θερμοκρασίες θέρους.
Με όλες αυτές τις αντιξοότητες οι λιγοστοί φίλαθλοι είδαν ένα κουραστικό παιχνίδι χωρίς θέαμα, χωρίς καμία απολύτως ουσία. Η κατάσταση θα χειροτερεύσει στα επόμενα παιχνίδια, καθώς τα «μεγαθήρια» του Ρίο θα πρέπει να αναμετρηθούν με πολύ μικρότερους συλλόγους. Το ενδιαφέρον θα είναι σίγουρα ανύπαρκτο και τα έσοδα από τα εισιτήρια σχεδόν μηδαμινά.
Ετσι, αντί να αρχίσει με τον παραδοσιακό πάταγό της η χρονιά στη Βραζιλία, ταλανίζεται από ασήμαντες αναμετρήσεις. Οι μεγάλοι σύλλογοι παίζουν πολύ συχνά. Οι μικροί φυσιολογικά, πολλοί από αυτούς δεν έχουν, σχεδόν, τίποτα να κάνουν με το τέλος των υποχρεώσεών τους στα μέσα Απριλίου στο τοπικό πρωτάθλημα. Η τρέχουσα οργάνωση του αγωνιστικού προγράμματος φαίνεται πως δεν εξυπηρετεί κανέναν, εκτός από τις τοπικές κρατικές ομοσπονδίες, που κινούν τα νήματα μέσα στην Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Βραζιλίας. Υπάρχει ένα γιγαντιαίο ερώτημα που δεσπόζει στο βραζιλιάνικο πρωτάθλημα. Οι μεγάλοι και γνωστοί σύλλογοι υποχρεώνονται σε μια δομή που δεν αρμόζει στην ιστορία και στα ενδιαφέροντά τους. Παίζουν ασήμαντους αγώνες, χάνουν εύκολα, καθιστώντας πιο δύσκολη την προσέλκυση καλών ποδοσφαιριστών.
Η παρούσα ρύθμιση καταστρέφει τη λάμψη της έναρξης του εθνικού πρωταθλήματος.
Είναι απαραίτητη η διακοπή, ούτως ώστε η αρχή να είναι δυναμική, ανταγωνιστική, λαμπερή και να εκπληρώσει τις δυνατότητές του.
Αλλά στη Βραζιλία δεν υπάρχει καμία παύση. Με το τέλος του κρατικού πρωταθλήματος αρχίζει αμέσως το εθνικό, υπονομεύοντας σε μεγάλο βαθμό οποιαδήποτε θετική ενέργεια για μια νέα, φρέσκια χρονιά.
Τότε για ποιο λόγο προετοιμάζονται και παραμένουν και στις δύο διοργανώσεις οι μεγάλοι σύλλογοι; Γιατί δεν αποφασίζουν να αποχωρήσουν και να σχηματίσουν τη δικιά τους Ενωση με ένα ενιαίο πρωτάθλημα; Ισως μέρος των απαντήσεων προκύπτει από τα πρόσφατα στοιχεία που εμφανίζουν συνολικά 1.630 ποδοσφαιριστές να έχουν πουληθεί σε ευρωπαϊκούς συλλόγους κάθε κατηγορίας. Πρόκειται για μια αύξηση της τάξης του 18% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο.
Η θλιβερή αλήθεια για το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο είναι ότι έχει μετατραπεί σε μια βιομηχανία εξαγωγών και αυτό έχει στρεβλώσει τις προτεραιότητες των εμπλεκομένων.
Οι νεαροί ποδοσφαιριστές ονειρεύονται μια καριέρα στο εξωτερικό. Εχουν τη στήριξη των γονέων τους, που φαντάζονται να γίνονται εκατομμυριούχοι μέσα σε λίγες μέρες.
Από τις συμφωνίες επιθυμούν να επωφεληθούν και οι μάνατζερ. Για τον λόγο αυτό οι σύλλογοι αναγκάζονται, με απελπισία, να πουλήσουν.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]