Η ήττα από το συγκρότημα του κόουτς Μπαζάρεβιτς, με τον τρόπο που ήρθε, έκανε τον Ελληνα τηλεθεατή από τη μια να νιώθει ικανοποιημένος γιατί πολεμήσαμε ως το τέλος και από την άλλη να ψάχνεται γιατί, ενώ ήμασταν μπροστά στο σκορ ως τα μέσα του δευτέρου ημιχρόνου, όταν κρίθηκε ο νικητής, αποδειχθήκαμε κατώτεροι των περιστάσεων.
Γράφει ο Μάνος Μανουσέλης*
Οπως και αν δει κανείς το τελευταίο ματς, το ελληνικό μπάσκετ έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να επιστρέψει στη ζώνη των μεταλλίων, αλλά ο απολογισμός δεν μπορεί να σταθεί μόνο εκεί. Αν μετά την ήττα από τη Φινλανδία στο Ελσίνκι μάς έλεγαν πως θα χάσουμε στις λεπτομέρειες τον προημιτελικό, θα σκεφτόμασταν: «Κόψτε την πλάκα, δεν γίνονται θαύματα στις μέρες μας».
Θα εθελοτυφλούσαμε, αν λέγαμε ότι η προετοιμασία και η πρώτη φάση της διοργάνωσης κύλησαν ομαλά. Τα περιστατικά που δημοσιοποιήθηκαν σε ό,τι αφορά το πόσο χαλαρά ήταν τα πράγματα, μέσα και έξω από τα αποδυτήρια, και το πόσο σοβαρά, συγκεντρωμένα και δυνατά προετοιμαστήκαμε για τους αγώνες, εξηγούν τις απογοητευτικές εμφανίσεις που κάναμε ως το παιχνίδι με την Πολωνία.
Παρένθεση: Η αγαπημένη δουλειά των «φιλάθλων» της εποχής μας είναι να κρυφτούν πίσω από ένα ψευδώνυμο και να μειώσουν ως εκεί που δεν παίρνει άλλο όποιον δεν γουστάρουν. Οι Ολυμπιακοί τους Παναθηναϊκούς, οι Παναθηναϊκοί τους Ολυμπιακούς, οι άρρωστοι εθνικιστές τους Αντετοκούμπο και όλοι μαζί τον προπονητή.
Ειδικά στο θέμα του κόουτς Μίσσα, αξίζει να σταθούμε, όχι μόνο γιατί δεν είναι δίκαιο να αναλάβει ευθύνες που δεν του αναλογούν, αλλά και γιατί, αν τελικά περάσει η άποψη ότι ο προπονητής τα έκανε θάλασσα, δεν πρόκειται να διορθωθεί το παραμικρό.
Κατ’ αρχάς, λοιπόν, κάποιος πρέπει να του πει μπράβο, διότι ανέλαβε μια δουλειά που πολλοί άλλοι προπονητές την απέρριψαν. Επίσης, έμαθε ότι έχει την ευθύνη ελάχιστο χρόνο πριν από την έναρξη της προετοιμασίας και ενώ είχε καλλιεργηθεί στους παίκτες η λογική ότι στην εθνική ομάδα ο κόουτς είναι αναγκαίο κακό. Υπό αυτές τις συνθήκες η δουλειά του Μίσσα ήταν εξ ορισμού… mission impossible. Η αποχώρηση του Γιάννη Αντετοκούμπο από την ομάδα ήταν το κερασάκι στην τούρτα, σε μια προετοιμασία που γινόταν για να γίνεται.
Στο υψηλότερο επίπεδο, αν θέλεις να κερδίσεις μεγάλες ομάδες και να κατακτήσεις μετάλλια, απαιτούνται εξ ορισμού δύο στοιχεία: α) Να δουλέψεις και να προετοιμαστείς πιο σκληρά, μεθοδικά και έξυπνα από τον αντίπαλο, β) Να έχεις περισσότερο ή τουλάχιστον ίσο ταλέντο με όποιον βρεις απέναντί σου.
Πάμε παρακάτω. Οταν ο κόμπος έφτασε στο χτένι μετά τις διαδοχικές ήττες και τις κάκιστες εμφανίσεις, ο Μίσσας πήρε μια απόφαση πριν από το ματς με τη Ρωσία: Θα έβαζε να παίξουν οι Καλάθης, Σλούκας, Παπανικολάου, Πρίντεζης και θα συμπλήρωνε στο πέντε τον Μπουρούση με τον Παπαγιάννη ή τον Αγραβάνη στα χαμηλά σχήματα. Οι υπόλοιποι θα έπαιζαν από λίγο ως καθόλου, διότι το 50-50 στο χρόνο συμμετοχής που είχε εφαρμοστεί ως τότε είχε αποδειχθεί καταστροφικό.
Κάθε νόμισμα, όμως, έχει δύο όψεις. Το ξεκαθάρισμα των ρόλων γέμισε με αυτοπεποίθηση τους Καλάθη, Σλούκα, Παπανικολάου, αλλά ταυτόχρονα αφόπλισε τους Παππά, Μάντζαρη και Παπαπέτρου. Το momentum του αγώνα άλλαξε και η Ελλάδα σήκωσε λευκή σημαία…
Τι κέρδισε η Εθνική από το Ευρωμπάσκετ;
Πρώτα από όλα το δίδυμο Καλάθη-Σλούκα. Ο Νικ ήταν μέσα σε κάθε τι καλό αμυντικά και επιθετικά. Ο Κώστας έγινε πρωταγωνιστής στην επίθεση και έβγαλε ηγετικά χαρακτηριστικά.
Το δεύτερο που κρατάμε ήταν η πρώτη του Παπαγιάννη με την ανδρών και η αίσθηση ότι ο Γιώργος μπορεί πολύ καλύτερα, αρκεί να νιώσει σημαντικός και να παίξει ανάλογα με τα προσόντα του.
Ο Παπανικολάου επίσης έδειξε ότι έχει ψυχικά χαρίσματα που τον κάνουν ιδιαίτερο. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για τον Πρίντεζη και τον Μπουρούση. Ο Γιώργος όπως πάντα ήταν άψογος συμπαίκτης και τα έδωσε όλα πάνω στο παρκέ. Κρίμα που η νέα τάξη πραγμάτων δεν του επιτρέπει να συνεχίσει να προσφέρει. Ο Γιάννης ξεκίνησε άσχημα το τουρνουά, αλλά βελτιώθηκε μαζί με την ομάδα και τα έδωσε όλα στην Πόλη. Αποχωρεί από την Εθνική ύστερα από δέκα χρόνια συνεχόμενης προσφοράς.
Αντί επιλόγου 1: Ολη η Ελλάδα έπεσε να φάει τους Λιθουανούς προπονητές που με απαράδεκτο τρόπο έθιξαν την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητα του Κώστα Μίσσα. Πολύ σωστά. Μόνο που εμείς ως Ελληνες κάνουμε τα ίδια και χειρότερα, απλώς δεν βρέθηκε κάποιος τόσο ελαφρόμυαλος, ώστε να πει δημόσια αυτά που ακούγονται παντού. Βαφτίσαμε τον Καζλάουσκας με το όνομα Υπνάουσκας, τον Τρινκέρι τον βγάλαμε ταβερνιάρη, απαξιώσαμε τον Κατσικάρη, τον Μπαρτζώκα ακόμη και το θρύλο που ακούει στο όνομα Γιαννάκης. Μεταξύ μας τώρα, υποτιμήσαμε και τον Μπαζάρεβιτς. Ο Ρώσος, όμως, αποδείχθηκε κανονικός προπονητής.
Αντί επιλόγου 2: Το νούμερο ένα στοιχείο που οφείλει να διαθέτει η εθνική ομάδα -επειδή είναι παράδειγμα προς μίμηση- είναι η υγιής νοοτροπία. Αυτό μας έλειψε το καλοκαίρι του 2017. Κανένας δεν είναι πάνω από την ομάδα, ούτε ο Αντετοκούμπο ούτε οι βετεράνοι ούτε οι όποιες μεγάλες προσωπικότητες. Επίσης, οι διοικήσεις διοικούν, οι προπονητές προπονούν και οι παίκτες παίζουν. Οι συγκεκριμένοι ρόλοι είναι και νόμοι. Οποιος τους παραβαίνει τιμωρείται.
Αντί επιλόγου 3: Στα επόμενα της παιχνίδια η Εθνική δεν θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει τους παίκτες του Παναθηναϊκού, του Ολυμπιακού και όσους αγωνίζονται εκτός Ελλάδος. Ισως τώρα καταλάβουν, όσοι έως τώρα δεν μπορούσαν, πόσο έχει μικρύνει η δεξαμενή από την οποία διαλέγει παίκτες η Εθνική. Η εθνική ομάδα πρέπει να είναι καθρέπτης του αθλήματος στη χώρα και δυστυχώς στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο: Το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα (όπως και ο Παναθηναϊκός με τον Ολυμπιακό) κρύβουν την αλήθεια και τα σοβαρά προβλήματα του μπάσκετ. Αν δεν αλλάξει αυτό, δεν θα βελτιωθούμε ποτέ…
*Ο Μάνος Μανουσέλης είναι προπονητής μπάσκετ και δημοσιογράφος
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου