Ειδικότερα το ΣτΕ με τις αποφάσεις 1880, 1882, 1889, 1890 και 1891 της 4ης
Οκτωβρίου 2019 έκρινε ότι ο νόμος Κατρούγκαλου:
* Είναι αντισυνταγματικός στις εισφορές σύνταξης των ελευθέρων επαγγελματιών και ότι το καθεστώς εισφορών χρήζει αλλαγής.
* Είναι αντισυνταγματικός στα ποσοστά αναπλήρωσης για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης και θα χρειαστεί αποκατάσταση με βελτίωση των ποσοστών εντός εξαμήνου.
* Είναι συνταγματικός ως προς τον γενόμενο επανυπολογισμό κύριων συντάξεων, στον οποίο συμπεριελήφθησαν και οι παράνομες μειώσεις.
* Είναι αντισυνταγματικός για τις περικοπές των επικουρικών σε 265.000 συνταξιούχους τον Ιούνιο του 2016, αλλά δεν παίρνουν αναδρομικά εκτός αν έχουν κάνει αγωγές.
Αποτελέσματα
Από τη σύνοψη του περιεχομένου των 5 αποφάσεων αλλά και τις απόψεις των ειδικών, προκύπτουν τα εξής:
* Ερχονται αυξήσεις στις κύριες συντάξεις εντός εξαμήνου με νέα ποσοστά αναπλήρωσης για την ανταποδοτική σύνταξη.
* Ερχεται νέος επανυπολογισμός για τους παλαιούς συνταξιούχους με βελτιωμένους συντελεστές ανταποδοτικής σύνταξης, χωρίς αυξήσεις. Ο νέος επανυπολογισμός θα μικρύνει στην ουσία την προσωπική διαφορά και θα φέρει τις συντάξεις πλησιέστερα στα ποσά που είχαν οι συνταξιούχοι πριν το νόμο Κατρούγκαλου.
* Ανοίγει ο δρόμος για αναδρομικά 10μηνών σε κύριες και 12 μηνών στις επικουρικές από τις παράνομες μειώσεις των νόμων 4051 και 4093 για το διάστημα Ιουλίου 2015-Μαΐου 2016. Μένει να ξεκαθαριστεί αν η κυβέρνηση θα καταβάλλει τα αναδρομικά σε όλους όσοι έχουν μειώσεις στο διάστημα αυτό από τους δύο νόμους ή αν θα δώσει αναδρομικά μόνον σε όσους έκαναν αγωγές και δικαιώνονται (και πέραν του 10μήνου) στα δικαστήρια.
* Νομιμοποιούνται οι αντισυνταγματικές περικοπές μέσα στον επανυπολογισμό των συντάξεων. Το ΣτΕ λέει ότι ορθώς επανυπολογίστηκαν οι συντάξεις από τα επίπεδα που ήταν στις 31/12/2014 (δηλαδή μαζί με τις μειώσεις των νόμων 4051 και 4093 που κρίθηκαν αντισυνταγματικές). Ωστόσο δεν θίγεται το δικαίωμα αναδρομικών τόσο για το 10μηνο ή 12μηνο όσο και για μεγαλύτερο διάστημα (ως τέλος του 2018) από τη νομιμοποίηση του επανυπολογισμού. Η διαφορά είναι ότι τα περισσότερα θα τα πάρουν όσοι έχουν κάνει αγωγές για το διάστημα από το 2016 ως και το 2018, διότι, σύμφωνα με απόψεις ειδικών, ο επανυπολογισμός συμπεριέλαβε μεν τις μειώσεις που κρίθηκαν παράνομες, αλλά έγινε το 2019, και όχι το 2016. Οσοι δεν έκαναν αγωγές, μένουν κατά πάσα πιθανότητα με την «ντε φάκτο» επιστροφή των αντισυνταγματικών μειώσεων από τότε που διέταξε τη διακοπή τους το ΣτΕ, δηλαδή από Ιούνιο του 2015 μέχρι Μάιο 2016 που ήρθε ο νόμος Κατρούγκαλου.
Συνεδριάζει σήμερα το υπουργικό Συμβούλιο - Τι περιλαμβάνει η ατζέντα
* Ακυρώνονται οι μειώσεις ως 50% που έγιναν στις επικουρικές 265.000 συνταξιούχων τον Ιούνιο του 2016 οι οποίοι είχαν άθροισμα συντάξεων πάνω από 1.300 ευρώ. Επιστροφές όμως των αντισυνταγματικών περικοπών δεν θα υπάρξουν για όλους, παρά μόνον για όσους έκαναν αγωγές (π.χ. από τον Ιούνιο του 2016 μέχρι και σήμερα). Το Δικαστήριο περιορίζει μεν την αναδρομικότητα, αλλά ορίζει ένα διάστημα 6 μηνών από εδώ και πέρα ώστε η κυβέρνηση να φέρει νέο νόμο για τις επικουρικές συντάξεις που θα αποκαθιστά τις αντισυνταγματικές περικοπές του παρελθόντος. Αν μετά το εξάμηνο δεν υπάρξει συμμόρφωση τότε όλοι όσοι είχαν μειώσεις θα μπορούν να τις διεκδικήσουν για κάθε επόμενο μήνα.
* Διαχωρίζονται εντός του ΕΦΚΑ τα ταμεία ελευθέρων επαγγελματιών και αγροτών. Είναι αντισυνταγματικός ο νόμος 4387, λέει το ΣτΕ ως προς την επιβολή εισφορών σύνταξης 20% στους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες. Εμμέσως τίθεται θέμα διαχωρισμού τους εντός του ΕΦΚΑ με άλλον τρόπο υπολογισμού των εισφορών τους, καθώς πληρώνουν τριπλάσια εισφορά –όπως λέει το ΣτΕ– σε σχέση με τους μισθωτούς. Για παράδειγμα οι εισφορές σύνταξης των μισθωτών είναι μεν 20% αλλά οι εργοδότες πληρώνουν το 13,3% και οι εργαζόμενοι το 6,67%. Στους μη μισθωτούς το 20% καταβάλλεται ολόκληρο από τους ίδιους. Η διάταξη κρίθηκε μεν αντισυνταγματική αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ πρόλαβε και την άλλαξε καθιερώνοντας εισφορές σύνταξης στο 13,3% για τους μη μισθωτούς. Ωστόσο, το ΣτΕ κλείνει την πόρτα της αναδρομικότητας και απαγορεύει στους ελεύθερους επαγγελματίες να ζητήσουν πίσω τα χαράτσια που τους επέβαλε από το 2016 ο ΣΥΡΙΖΑ με τον νόμο Κατρούγκαλου, γιατί υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης του ΕΦΚΑ. Αντίθετα, καλεί την κυβέρνηση να νομοθετήσει από εδώ και πέρα νέο πλαίσιο εισφορών πιο ανταποδοτικό για τους ελεύθερους επαγγελματίες και με μικρότερες επιβαρύνσεις.
«Επιβεβαιώθηκε η κριτική μας»
«Εξετάζουμε με ιδιαίτερη προσοχή τα αποσπάσματα των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναμένοντας τη δημοσίευση των τελικών κειμένων», δήλωσε ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννης Βρούτσης με αφορμή τις αποφάσεις του ΣτΕ, και πρόσθεσε μεταξύ άλλων: «Οι δικαστικές αποφάσεις επιβεβαιώνουν τη δίκαιη κριτική μας για την έλλειψη ανταποδοτικότητας και την προφανή δυσαναλογία εισφορών-παροχών του ασφαλιστικού νόμου ν.4387/16, για την απουσία της απαραίτητης αναλογιστικής μελέτης για την επικουρική ασφάλιση, καθώς επίσης και για το ύψος και τον προβληματικό τρόπο υπολογισμού των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών, των αυτοαπασχολούμενων και των αγροτών. Ως πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, με υπευθυνότητα και σύνεση, προετοιμαζόμαστε μεθοδικά, ώστε να οικοδομήσουμε πάνω στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης ένα δίκαιο, βιώσιμο και ανταποδοτικό ασφαλιστικό σύστημα».
Τα σημεία – κλειδιά των αποφάσεων
Τα επίμαχα αποσπάσματα των αποφάσεων:
1 Για τον επανυπολογισμό συντάξεων (απόφαση 1891/2019) το ΣτΕ αναφέρει ότι: «Κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι, στο πλαίσιο της επιχειρούμενης με τον ν. 4387/2016 ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αιτιολογείται επαρκώς η επιλογή, ως βάσης επανυπολογισμού των κύριων συντάξεων που καταβάλλονταν στους ήδη συνταξιούχους κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, του ύψους στο οποίο οι συντάξεις αυτές είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014, δηλαδή με τις επελθούσες και κριθείσες ως αντισυνταγματικές με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου περικοπές των ν. 4051/2012 και 4093/2012».
2 Για τα ποσοστά αναπλήρωσης (απόφαση 1891/2019) αναφέρει ότι: «Εγινε δεκτό, κατά πλειοψηφία, ότι ναι μεν υπάρχει κλιμάκωση, ως προς τα θεσπιζόμενα με το άρθρο 8 του ν. 4387/2016 ποσοστά αναπληρώσεως, βάσει των οποίων υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη και τα οποία εφαρμόζονται και για τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων, τα ποσοστά δηλαδή αυτά αυξάνονται προοδευτικά ανά κλίμακα ετών ασφάλισης, τα νέα, όμως, αυτά ποσοστά αναπληρώσεως, αυτά καθ’ εαυτά, είναι ιδιαιτέρως χαμηλά, η δε εφαρμογή τους, ως εκ του ύψους και της ανά τριετία κλιμακώσεώς τους, τόσο στον μέσο όρο των μηνιαίων αποδοχών καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου προκειμένου για τους μελλοντικούς συνταξιούχους, όσο και στον συντάξιμο μισθό επί του οποίου κανονίσθηκε η χορηγηθείσα σύνταξη προκειμένου για τους ήδη συνταξιούχους, οδηγεί στη χορήγηση ανταποδοτικής συνταξιοδοτικής παροχής, η οποία τελεί σε προφανή δυσαναλογία προς τις ανωτέρω αποδοχές, ενόψει του ότι το υψηλότερο ποσοστό αναπληρώσεως των εν λόγω αποδοχών είναι κατώτερο του 50%, και προς τις καταβληθείσες με βάση τις αποδοχές αυτές εισφορές. Υπό τα δεδομένα αυτά, τα συγκεκριμένα ποσοστά αναπληρώσεως παραβιάζουν την αρχή της ανταποδοτικότητας, η οποία αποτελεί έκφανση της αρχής της αναλογικότητας, υπό την έννοια της υπέρβασης του ανεκτού ορίου μέχρι του οποίου είναι επιτρεπτή, κατά το Σύνταγμα, η έλλειψη ανταποδοτικότητας εισφορών – παροχών».
3 Για την εφαρμογή των νέων συντελεστών αναπλήρωσης: «Η Ολομέλεια, συνεκτιμώντας τους λόγους, για τους οποίους εχώρησε η ακύρωση της κ.υ.α. 26083/887/7.6.2016 και τον μεγάλο αριθμό των καταβαλλομένων κύριων συντάξεων των οποίων ο επανυπολογισμός θα τεθεί εν αμφιβόλω με την αναδρομική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και των εκκρεμοτήτων που θα ανακύψουν, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι εν προκειμένω συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν, τα αποτελέσματα της ακυρώσεως να επέλθουν από την δημοσίευση της 1891/2019 αποφάσεως., και οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4387/2016 πρέπει να επέλθουν έξι μήνες μετά την δημοσίευση της 1891/2019 αποφάσεως, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στον νομοθέτη, αφού λάβει γνώση του σκεπτικού της ακυρωτικής απόφασης, να προβεί σε νέα, σύμφωνη με το Σύνταγμα, ρύθμιση του ζητήματος που αφορούν οι κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις».
Από την έντυπη έκδοση