Από τη σκληρή γραμμή -οι διαφωνούντες του ΣΥΡΙΖΑ τη χρεώνουν στους Τσίπρα και Τζανακόπουλο- ότι η κυβέρνηση έχει τη νομιμοποίηση να παίρνει αποφάσεις μέχρι την τελευταία στιγμή και δεν έχει λόγο να μην ορίσει τη νέα ηγεσία του Αρείου Πάγου, ο κ. Καλογήρου κάλεσε τον κ. Μητσοτάκη να συναινέσει, γνωρίζοντας φυσικά εκ των προτέρων ότι δεν υπήρχε καμία τέτοια περίπτωση.
«Αντιλαμβανόμενος το πολιτικό ζήτημα το οποίο έχει ανακύψει και επειδή θεωρώ κοινή θεσμική υποχρέωση να αποτραπεί η εντύπωση ότι η επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας συνιστά “δέσμευση” οποιασδήποτε κυβέρνησης, σας εκφράζω τη βούληση της κυβέρνησης, να επιλεγούν ο επόμενος πρόεδρος και Εεσαγγελέας του Αρείου Πάγου και οι τρεις αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από συμφωνία με την αξιωματική αντιπολίτευση, τιμώντας έτσι τους δικαστικούς λειτουργούς που έχουν ήδη προεπιλεγεί, δίνοντας ταυτόχρονα και ένα ισχυρό μήνυμα συναίνεσης στο συνταγματικό αυτονόητο του σεβασμού μας προς την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη» ανέφερε, μεταξύ άλλων, η επιστολή Καλογήρου.
Μετά την αρνητική απάντηση της Πειραιώς και παρά το ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, φέρεται να έχει διαμηνύσει πως δεν υπογράφει το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα εκτός αν οι επιλογές έχουν τη συναίνεση της Ν.Δ. και του Κινήματος Αλλαγής, πηγές της κυβέρνησης έλεγαν πως αφού η κυβέρνηση έκανε την κίνησή της προς τη Ν.Δ. και εισέπραξε άρνηση, τότε έχει όλο το δικαίωμα να φέρει την πρόταση προς έγκριση στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Είναι ωστόσο γνωστό ότι η επιστολή Καλογήρου συντάχθηκε εφόσον στο Μαξίμου και την Κουμουνδούρου είχαν κατανοήσει πως οι αντιδράσεις -ακόμα και εντός του ΣΥΡΙΖΑ- ήταν ισχυρές και πως το θέμα δύσκολα θα προχωρούσε χωρίς συνέπειες. Υπουργοί όπως η Κατερίνα Παπακώστα, βουλευτές όπως ο Νίκος Φίλης και ο Παναγιώτης Κουρουμπλής, συνταγματολόγοι και καθηγητές όπως οι κ.κ. Μανιτάκης, Αλιβιζάτος και Σταθόπουλος είχαν ήδη διαφωνήσει με την πρωθυπουργική πρόθεση να αλλάξει την ηγεσία του Αρείου Πάγου στο «παρά πέντε» των εθνικών εκλογών.
Τόσο για θεσμικούς λόγους, καθώς μιλούσαν για σαφή παραποίηση του πνεύματος του Συντάγματος, όσο και για πολιτικούς, καθώς έλεγαν ότι αν επιμένει ο ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξει τόσο πολύ την ηγεσία του Αρείου Πάγου λίγο πριν από τις εθνικές εκλογές που ο ίδιος έχει προκηρύξει, σημαίνει ότι έχει κάτι να φοβάται στην επόμενη περίοδο.
Πληροφορίες ωστόσο δεν αποκλείουν ο ΣΥΡΙΖΑ να συνδέσει τον ορισμό της νέας ηγεσίας του Αρείου Πάγου με τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και να τα φέρει μαζί προς ψήφιση στη Βουλή, με το ερωτηματικό για το τι θα κάνει σε αυτήν την περίπτωση ο κ. Παυλόπουλος -χθες η Προεδρία της Δημοκρατία διέψευσε ότι είχε επαφές με οποιαδήποτε πλευρά για το θέμα- να παραμένει.
ΝΔ: «Οχι σε μια εξόφθαλμα αντιθεσμική διαδικασία»
Την κατηγορηματική άρνηση της Ν.Δ. να συναινέσει σε μια «εξόφθαλμα αντιθεσμική διαδικασία» εισέπραξε η πρόταση για από κοινού επιλογή ανώτατων δικαστικών που υπέβαλε η κυβέρνηση μετά τη θύελλα αντιδράσεων που έχουν προκαλέσει οι χειρισμοί της στο ζήτημα αυτό.
«Ο διορισμός της ανώτατης Δικαιοσύνης από την παρούσα κυβέρνηση θα ήταν πράξη αντισυνταγματική και παράνομη», ξεκαθάρισε ο τομεάρχης Δικαιοσύνης της Ν.Δ., Νίκος Παναγιωτόπουλος, απαντώντας στην επιστολή που απηύθυνε χθες το μεσημέρι ο υπουργός Δικαιοσύνης, Μιχάλης Καλογήρου, στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κυριάκο Μητσοτάκη.
Οπως εξήγησε ο κ. Παναγιωτόπουλος, θα ήταν αντισυνταγματική «γιατί μια κυβέρνηση που έχει προκηρύξει εκλογές είναι επί της ουσίας υπηρεσιακή και ως εκ τούτου μπορεί να προβαίνει μόνον σε πράξεις διαχείρισης τρεχουσών υποθέσεων εν όψει των εκλογών». Αλλά και παράνομη διότι -όπως τόνισε- «ο νόμος 2190/94 ρητά απαγορεύει, κατά την προεκλογική περίοδο, οποιονδήποτε διορισμό σε θέση δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού, πολλώ δε μάλλον στην ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων». Προειδοποίησε μάλιστα πως με αυτά τα δεδομένα «ακόμη και αν υπάρξει διακομματική συναίνεση για το ζήτημα αυτό, το Σύνταγμα και ο νόμος δεν επιτρέπουν να ληφθεί μια τέτοια απόφαση».
«Τυχόν παράνομη επιλογή των ανωτάτων δικαστικών όπως αυτή που προτείνετε, θα οδηγούσε σε βέβαια ακύρωση του σχετικού Προεδρικού Διατάγματος από το Συμβούλιο της Επικρατείας και, συνεπώς, η Ν.Δ. δεν θα μπορούσε να διακινδυνεύσει τη νομιμότητα των αποφάσεων που θα εκδοθούν στο μέλλον από τα ανώτατα δικαστήρια», πρόσθεσε ο αρμόδιος τομεάρχης της Ν.Δ.
Στην αξιωματική αντιπολίτευση παραπέμπουν και στην άποψη που έχουν διατυπώσει δημοσίως διακεκριμένοι συνταγματολόγοι και καθηγητές Νομικής, χαρακτηρίζοντας «προκλητική περιφρόνηση του Συντάγματος ως προς το πνεύμα και το γράμμα του» το διορισμό της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από μια κυβέρνηση η οποία προκηρύσσοντας εθνικές εκλογές επί της ουσίας έχει ήδη παραιτηθεί.
Ο κ. Παναγιωτόπουλος υπογράμμισε μάλιστα ότι «ο Κώδικας Οργάνωσης των Δικαστηρίων προβλέπει με τρόπο σαφή την αναπλήρωση του προέδρου και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για το διάστημα το οποίο οι θέσεις παραμένουν κενές», ενώ υπενθύμισε ότι «στις τελευταίες κρίσεις για θέσεις ανωτάτων δικαστικών (πρόεδροι του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας), η κυβέρνηση έκανε χρήση αυτής της διάταξης και τις άφησε να χηρεύουν για περισσότερο από πέντε (5) μήνες».
Στελέχη της Ν.Δ. υπενθύμιζαν πάντως από την πρώτη στιγμή ότι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας υποστήριζε μετά τις ευρωεκλογές του 2014 – απευθυνόμενος στον τότε πρωθυπουργό- ότι δεν έπρεπε να προχωρήσει στο διορισμό του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος και του επόμενου επιτρόπου της χώρας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή «δίχως τη συμφωνία του μεγαλύτερου κόμματος στη χώρα, δίχως την ευρύτερη πολιτική συναίνεση, γιατί δεν νομιμοποιείται να παίρνει αποφάσεις που δεσμεύουν τη χώρα».
«Αυτοί που ζητούσαν να μη διορίσει η τότε κυβέρνηση επικεφαλής στην ΤτΕ 8 μήνες πριν από τις εθνικές εκλογές, οι οποίες δεν είχαν καν προκηρυχθεί, έχουν σήμερα το θράσος να λένε ότι είναι απόλυτο δικαίωμά της να ορίσει τους ανώτατους δικαστικούς στον Αρειο Πάγο ενώ βρισκόμαστε εν μέσω προεκλογικής περιόδου», σχολίαζαν χαρακτηριστικά.
Από την έντυπη έκδοση