Είχαμε τις προηγούμενες ημέρες τριήμερο ντιμπέιτ στη Βουλή. Ποια τα δικά σας βασικά συμπεράσματα από αυτή τη συζήτηση;
Θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να ευχαριστήσουμε την κυβέρνηση για το μεγάλο «δώρο» που έκανε στη Νέα Δημοκρατία, μετατρέποντας τη διαδικασία της πρότασης δυσπιστίας κατά συγκεκριμένου υπουργού σε διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης, παρότι η μεθόδευσή της αυτή ήταν αντίθετη προς το Σύνταγμα και τον Κανονισμό. Κατά τη συζήτηση ο πρωθυπουργός απέδειξε την πλήρη ταύτισή του με φαινόμενα όπως του κ. Πολάκη και ότι στην πραγματικότητα είναι ο ίδιος ο οποίος ενθαρρύνει τον τοξικό πολιτικό λόγο στον δημόσιο βίο. Η απαράδεκτη φρασεολογία που χρησιμοποίησε ο κ. Τσίπρας κατά του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκου Μητσοτάκη, είναι μία ακόμη απόδειξη του εκφυλισμού του κοινοβουλευτικού λόγου από τον ΣΥΡΙΖΑ και του ότι δεν υπάρχει τέρμα στον θλιβερό κατήφορο της σημερινής κυβέρνησης. Εδωσε επίσης την ευκαιρία στη Νέα Δημοκρατία να αναδείξει τα αδιέξοδα της κυβερνητικής πολιτικής και την αποτυχία της σε όλους τους τομείς. Το κυριότερο ίσως είναι ότι επιβεβαιώθηκε πως ο κ. Τσίπρας βρίσκεται σε πλήρη πανικό πλέον προ της επερχόμενης μεγάλης ήττας.
Η ψήφος εμπιστοσύνης που έλαβε σημαίνει πολιτικά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε θέση πλέον να εξαντλήσει την τετραετία οποιοδήποτε και αν είναι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών της 26ης Μαΐου;
Πρακτικά δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, καθώς με δική του πρωτοβουλία ο πρωθυπουργός ζήτησε την ψήφο εμπιστοσύνης. Συνεπώς, η αξιωματική αντιπολίτευση διατηρεί, σύμφωνα με το Σύνταγμα, το δικαίωμα της κατάθεσης πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, εάν και όποτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το κρίνει σκόπιμο. Σε πολιτικό επίπεδο, βεβαίως, προκύπτει ένα τεράστιο ερώτημα πολιτικής ευθύνης και δεοντολογίας, για το πώς θα μπορέσει να σταθεί αυτή η κυβέρνηση μετά από μία μεγάλη ήττα στις ευρωεκλογές.
Από την επαφή σας με τους πολίτες διαπιστώνετε ότι οι ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου αποκτούν πράγματι χαρακτήρα δημοψηφίσματος για την πολιτική αλλαγή; Εχει απήχηση στην κοινωνία το μήνυμα της Ν.Δ. κατά της χαλαρής ψήφου;
Η προεκλογική αυτή περίοδος μου έδωσε την ευκαιρία να διαπιστώσω από όλες τις περιοχές τις οποίες έχω επισκεφθεί -ειδικά στον Νότιο Τομέα της Β’ Αθήνας όπου θα είμαι και υποψήφιος στις βουλευτικές εκλογές- ότι το μήνυμα είναι ένα προς αυτή την κυβέρνηση: «Φύγετε!». Την ίδια ώρα είναι σαφές ότι ολοένα και περισσότεροι πολίτες, ακόμη και όσοι δεν την είχαν ψηφίσει ποτέ άλλωστε στο παρελθόν, στρέφονται προς τη Νέα Δημοκρατία, ελπίζοντας ότι με τις τεκμηριωμένες προτάσεις της θα βγάλει πραγματικά τη χώρα από την κρίση. Αυτό, βεβαίως, καθιστά την ευθύνη μας ακόμη μεγαλύτερη.
Η Ν.Δ. όμως δεν ζητά μόνο να αποδοκιμαστεί η σημερινή κυβέρνηση, αλλά διεκδικεί και θετική ψήφο για το δικό της πρόγραμμα. Εκτός, λοιπόν, από το «ως εδώ» στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί οι πολίτες να πουν «ναι» στη Ν.Δ.;
Γιατί η χώρα μας χρειάζεται μια κυβέρνηση που θα εφαρμόσει ένα τολμηρό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, όπως είναι η πρόταση διακυβέρνησης που έχει διατυπώσει η Νέα Δημοκρατία, με τεκμηριωμένες και κοστολογημένες προτάσεις, ώστε να γυρίσει επιτέλους σελίδα. Στην Ελλάδα δεν αξίζει αυτή η εικόνα της μιζέριας. Με τις συμμαχίες της και τις δυνατότητες του πρωτογενούς τομέα της, με το ανθρώπινο κεφάλαιο που διαθέτει ή θα επαναπατριστεί από το εξωτερικό, με το εμπόριο και τη ναυτιλία της, όπως και με το να γίνει κέντρο Παιδείας στην περιοχή, έχει τη δυνατότητα να πρωταγωνιστήσει στις εξελίξεις στη Νότια Ευρώπη και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Για να υλοποιηθεί όμως ένας τέτοιος στόχος, χρειάζονται αλλαγές σε όλους τους τομείς. Οπως χρειάζεται επίσης η εφαρμογή ενός οικονομικού προγράμματος που θα επιτρέψει την προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη αλλά και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Η Νέα Δημοκρατία ήταν και είναι ένα πραγματικά λαϊκό κόμμα, χωρίς ιδεοληψίες και δογματισμούς, που πιστεύει στη δημιουργία μιας ισχυρής Ελλάδας και στην ευρωπαϊκή προοπτική της. Οι δικές μας αναφορές δεν είναι τριτοκοσμικές ούτε έχουν ως πρότυπο τη Βενεζουέλα.
Οσο ισχυρή και αν είναι η εθνική ατζέντα σε κάθε χώρα, όλοι συμφωνούν ότι αυτές οι ευρωεκλογές είναι πολύ κρίσιμες για την Ευρώπη. Ποιο είναι, κατά την άποψή σας, το διακύβευμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο;
Αδιαμφισβήτητα, το πρώτο διακύβευμα είναι να μπορέσει να εμπνεύσει ξανά τους πολίτες η Ευρωπαϊκή Ενωση και να αποδείξει ότι αφουγκράζεται τις ανησυχίες τους, ξεφεύγοντας από την εικόνα του γραφειοκρατικού οργανισμού που απομονώθηκε από τις κοινωνίες των κρατών-μελών της. Το δεύτερο, εξίσου σπουδαίο διακύβευμα, είναι να μη βρουν επιπλέον πρόσφορο έδαφος ο λαϊκισμός και η ακραία ρητορική. Αρκετά πλήρωσαν οι λαοί της Ευρώπης τα συγκεκριμένα φαινόμενα, όπως αποδεικνύουν οι περιπτώσεις της Ελλάδας και της Ουγγαρίας, αλλά και της Μεγάλης Βρετανίας με το Brexit.
Παρά τη σκληρή κριτική που του ασκήσατε και για το ζήτημα των διακοπών του πρωθυπουργού, ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να υποστηρίζει πως η Ν.Δ. είναι κόμμα των «ελίτ», ενώ ο ίδιος στηρίζει τους πολλούς και εξαγγέλλει, μάλιστα, φορολογικές ελαφρύνσεις κ.ο.κ. Τι απαντάτε, αλλά και πώς κρίνετε την ουσία των μέτρων που εξήγγειλε;
Στο ζήτημα των διακοπών του πρωθυπουργού, αυτό που αποτέλεσε πρόκληση ήταν η υποκρισία. Ο κ. Τσίπρας ήταν αυτός που μιλούσε σε συνεντεύξεις και ομιλίες του για «ομοτράπεζους στα κότερα της ελίτ». Σχετικά με τα μέτρα, δεν είμαστε αντίθετοι σε οτιδήποτε πραγματικά χρειάζεται η ελληνική κοινωνία για να επουλώσει μερικές από τις πληγές της πολυετούς κρίσης. Αλλωστε, αρκετά από αυτά αποτελούν θέσεις της Νέας Δημοκρατίας. Αλλά ο τρόπος, όπως και ο χρόνος στον οποίο έγιναν οι εξαγγελίες, είναι ενδεικτικός ενός παρωχημένου τρόπου σκέψης, που έρχεται από τη δεκαετία του ’80 και θεωρεί εκ προοιμίου τους πολίτες αντικείμενα ψηφοθηρικής εκμετάλλευσης. Είναι αδιανόητο να ανακοινώνει το πρόγραμμα της επόμενης κυβέρνησης ο κ. Τσίπρας, για τα μέτρα που θα εφαρμοσθούν από το 2020, αλλά και να μη δίνει μία εξήγηση γιατί εξαγγέλλει τώρα μέτρα που η προηγούμενη κυβέρνηση είχε θεσμοθετήσει, όπως η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, τα οποία όμως ο ίδιος κατήργησε.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής