Οπως όλα έδειξαν ούτε η μια ούτε και η άλλη πλευρά θέλουν να διαρρήξουν τις σχέσεις τους και γι’ αυτό, ο Ερντογάν, σε πλήρη αντίθεση με την αλαζονική εικόνα που προβάλλει στο εσωτερικό της χώρας του, στη Βάρνα εμφανίστηκε ασυνήθιστα «συγκρατημένος». Ωστόσο, δεν έγινε και κάποιο βήμα προς τα μπρος, ενώ άγνωστο παραμένει εάν ο Ερντογάν θα εισακούσει τις επίμονες και σε υψηλούς τόνους «παραινέσεις» της Ε.Ε. να εγκαταλείψει την προκλητικότητά του στο Αιγαίο και την κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) και να αφήσει ελεύθερους τους δυο Ελληνες στρατιωτικούς.
Στο μεταξύ, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς είχε μαραθώνιο… επαφών σε δυο από τα πολύ σοβαρά «μέτωπα» της εξωτερικής πολιτικής. Τα ελληνοαλβανικά και το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων. Ειδικότερα, μόλις επτά ημέρες μετά την επίσκεψή του στα Σκόπια, όπου συναντήθηκε με σχεδόν όλους τους παράγοντες της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, του σλαβικού και του αλβανικού στοιχείου, την Παρασκευή είχε εκ νέου συνάντηση με τον Σκοπιανό ομόλογό του, Νίκολα Ντιμιτρόφ, στη Βιέννη, μαζί με τον ειδικό διαμεσολαβητή του ΟΗΕ, το γηραιό και επί δεκαετίες χειριστή του θέματος, Μάθιου Νίμιτς.
Σύμφωνα με τη δεδηλωμένη άποψη της Αθήνας, στόχος της είναι να κλείσει τα μικρότερα, πλην σοβαρά, προβλήματα στα Βαλκάνια, προκειμένου να διαθέσει το «διπλωματικό κεφάλαιό» της στο μείζον πρόβλημα, το ελληνοτουρκικό. Η Σύνοδος της Βάρνας -ειδικά από τη στιγμή που η Τουρκία κλιμάκωνε την προκλητικότητά της στο Αιγαίο, την Κύπρο και τον Εβρο, δεν έδινε σε κανέναν λογαριασμό για τους βομβαρδισμούς αμάχων στον κουρδικό θύλακα της Συρίας, Αφρίν, παρά τις επικρίσεις της Ανγκελα Μέρκελ- ήταν αμφίβολο ακόμα και εάν θα γινόταν. Τελικά, προκρίθηκε να γίνει, με στόχο να «διασωθούν» οι δίαυλοι συνεννόησης Βρυξελλών-Αγκυρας και να μην «ξεφύγει» περαιτέρω ο Ερντογάν. Κάποιοι χαρακτήρισαν αυτή την επιλογή ως «πολιτική κατευνασμού» της Τουρκίας και άλλοι ως «ρεάλ πολιτίκ».
Βέβαιον είναι ότι η Τουρκία δεν πήρε τίποτα από αυτά που επεδίωκε. Δηλαδή, περαιτέρω προώθηση της ενταξιακής διαδικασίας με άνοιγμα νέων κεφαλαίων, αναβαθμισμένη Τελωνειακή Συμφωνία, απελευθέρωση της ευρωπαϊκής βίζας για τους Τούρκους πολίτες, κ.ά. Ολα αυτά τα γνώριζε, βέβαια, εκ των προτέρων η Αγκυρα, όπως επίσης και ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών-μελών της Ε.Ε. δεν την θέλει -πόσω μάλλον υπό τις παρούσες συνθήκες στη γείτονα- στην Ε.Ε. Ελαβε, ωστόσο, την υπόσχεση για τη δόση των τριών δισ. για το μεταναστευτικό. Κάτι που άπαντες γνωρίζουν ότι «καίει» την Ε.Ε. και βέβαια τη Γερμανία, η οποία βλέπει τα ποσοστά της Ακροδεξιάς να ανεβαίνουν.
Σε αυτό το σκηνικό, λοιπόν, όπου η Ε.Ε. παρακολουθεί ενίοτε ακόμα και με μεγάλη αμηχανία τις αντιδράσεις του Ερντογάν, αλλά δεν θέλει να διαρρήξει τις σχέσεις μαζί του, όπως εξάλλου και ο ίδιος αποφεύγει κάτι τέτοιο όπως ο διάβολος το λιβάνι, ετέθη μετ’ επιτάσεως στις συζητήσεις των δυο πλευρών το θέμα του Αιγαίου, της Κύπρου και των δυο Ελλήνων στρατιωτικών. Κάτι που, κατά πληροφορίες, ενόχλησε σφόδρα τον Τούρκο πρόεδρο, ο οποίος πάντως, λίγες ώρες αργότερα, στην πτήση του προς την Τουρκία, ενημερώνοντας τα τουρκικά Μέσα Ενημέρωσης, αφού, όπως φέρεται να είπε ο ίδιος, τον αποκάλεσαν «μεγάλο πρόεδρο» και του ζήτησαν ούτε λίγο ούτε πολύ να δείξει τη «φιλευσπλαχνία» του στο ζήτημα των δυο στρατιωτικών, ο ίδιος τους απάντησε πως δεν επεμβαίνει στην τουρκική Δικαιοσύνη διότι αυτή είναι «ανεξάρτητη». Κάτι που αποτελεί σαφή σπόντα στην ελληνική πλευρά.
Πέραν της επίδειξης μεγαλομανίας που έκανε ο Τ. Ερντογάν, ήταν ολοφάνερο το παζάρι που επιδιώκει να κάνει, όταν συνέδεσε την υπόθεση των δυο Ελλήνων με αυτή των οκτώ Τούρκων αξιωματικών. Κι ας είπε ότι «είναι διαφορετικές».
Πάντως, μόλις δυο μέρες μετά τη Βάρνα, στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας -εκτός από τους Κούρδους, το Ιράκ και τη Συρία- στοχοποιήθηκαν πάλι η Ελλάδα και η Κύπρος. Ειδικότερα, στην απόφασή του αναφέρεται: «Πραγματοποιήθηκε μία γενική αξιολόγηση των εξελίξεων στην Κύπρο, την Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο. Επισημάνθηκε ειδικότερα ότι η στάση και οι συμπεριφορές της Ελλάδας, οι οποίες είναι αντίθετες στην καλή γειτονία, παρακολουθούνται με ευαισθησία (προσοχή) από την Τουρκία και αποφασίσθηκε ότι η Τουρκία δεν θα υποχωρήσει επ’ ουδενί από τα δικαιώματα και τα συμφέροντά της».
Στο μεταξύ, ενώ απορριπτόταν η δεύτερη ένσταση για την κράτηση των δυο Ελλήνων στρατιωτικών, νέα ένταση προκαλείτο στις ήδη τεταμένες σχέσεις Τουρκίας-Ολλανδίας, με την Αγκυρα να κατηγορεί Ολλανδό διπλωμάτη για κατασκοπεία. Να σημειωθεί πως, εκτός των Ελλήνων, στην Τουρκία κρατούνται επί μακρόν ένας Αμερικανός πάστορας και πολίτες αρκετών ευρωπαϊκών χωρών, ενώ στο «στόχαστρο» της Αγκυρας βρίσκεται τοπικό προσωπικό της αμερικανικής πρεσβείας. Γενικότερα, οι σχέσεις Ουάσιγκτον-Αγκυρας βρίσκονται στο ναδίρ, παρά τις προσπάθειες που γίνονται εκατέρωθεν για να διασωθεί ό,τι μπορεί. Ηδη, ως γνωστόν, στις ΗΠΑ υπάρχουν φωνές που ζητούν να φύγει η Τουρκία ακόμα και από το ΝΑΤΟ, αν και άλλοι ισχυροί κύκλοι διαφωνούν κάθετα και επιμένουν ότι δεν πρέπει να «χαριστεί» η Τουρκία στη Ρωσία. Μέσα σε αυτό το σκηνικό δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι η Τουρκία ακούει (όσο ακούει) μόνο τις Βρυξέλλες.
ΣΚΟΠΙΑΝΟ
Δειλά… βήματα από Ντιμιτρόφ κατά εθνικισμού και αλυτρωτισμού
Στο πρόβλημα της ονομασίας της FYROM -παρότι η δήλωση Ντιμιτρόφ περί ορισμένων «παράλογων» ελληνικών θέσεων και η αποστολή ενός ουδόλως επιβοηθητικού, ως φαίνεται, στη διαδικασία σκοπιανού «αντισχεδίου» είχαν προκαλέσει «κατήφεια» στην Αθήνα- μετά την προ δεκαημέρου επίσκεψη Κοτζιά στα Σκόπια φαίνεται ότι υπήρξε μια καλυτέρευση του κλίματος και, ως εκ τούτου, συγκρατημένη αισιοδοξία. Πάντως, ο υπουργός Εξωτερικών δεν παύει να υπογραμμίζει ότι επιδιώκει μια «συμφωνία που να αντέχει στο χρόνο και να μη δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που καλείται να λύσει. Οχι μια σάπια συμφωνία», όπως χαρακτηριστικά λέει.
Ενδιαφέρον είναι ότι η σκοπιανή ηγεσία, μετά την επίσκεψη του Ελληνα υπουργού, άρχισε να απευθύνεται στην κοινή γνώμη της γείτονος, θίγοντας ζητήματα που έως τώρα απέφευγε. Κοινή πεποίθηση είναι πως, γενικότερα, η κυβέρνηση της FYROM δεν έχει μιλήσει ανοιχτά στους πολίτες της χώρας. Αντίθετα, μέχρι τώρα μόνο τις «κόκκινες γραμμές» της φροντίζει να προβάλλει, δίχως, όμως, να ξεκαθαρίζει εάν και μέχρι πού είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει. Κάτι που γεννά εύλογα ερωτηματικά ως προς τις μεθοδεύσεις της, τους στόχους της, αλλά και τις έξωθεν «συμβουλές» που ενδεχομένως λαμβάνει από κάποιους διεθνείς «κύκλους».
Οπως και να έχει, ο Ν. Ντιμιτρόφ -εκτός από τις κουραστικά επαναλαμβανόμενες θέσεις του περί «μακεδονικής» ταυτότητας και γλώσσας και της διαφωνίας του για ενιαία και αμετάφραστη ονομασία- αυτή τη φορά τόλμησε να πει δημόσια ότι «η γλώσσα μας είναι αναμφίβολα σλαβική» και «υπάγεται στην ομάδα των νοτιοσλαβικών γλωσσών». Επίσης, εστράφη κατά του εθνικισμού και του αλυτρωτισμού, λέγοντας: «Μέσω της πολιτικής του εξαρχαϊσμού, επιχειρήσαμε να ενισχύσουμε τη ρίζα, για ποιους λόγους η γλώσσα είναι “μακεδονική” και εμείς “Μακεδόνες”, γεγονός που μας έφερε σε ένα ευάλωτο πεδίο, επειδή αυτός είναι ο κόσμος του ελληνικού πολιτισμού. Ετσι, όταν με το άγαλμα του Αλεξάνδρου προσπαθείτε να υπερασπιστείτε την ταυτότητα (ταυτόχρονα) δημιουργείτε πολύ μεγαλύτερη αντίσταση, εκεί όπου θα έπρεπε να δώσουμε τα χέρια».
Επιπλέον, αναφερόμενος στην ονομασία, αφού σημείωσε ότι είναι ένα από τα πιο επώδυνα θέματα, τόνισε πως, παρότι «είναι πολύ εύκολο να χτυπιόμαστε και να φωνάζουμε, όλοι γνωρίζουμε ότι η υπέρβασή του είναι πολύ σημαντική για τη χώρα μας». Τέλος, χαρακτήρισε ως την «πιο σοβαρή εγγύηση» μια «διεθνή συμφωνία που θα κυρωθεί από το Κοινοβούλιο».
ΕΛΛΗΝΟΑΛΒΑΝΙΚΑ
Το… δέλεαρ της Ε.Ε. αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για συμφωνία-πακέτο
Στο ενδιάμεσο προς τη Βιέννη, ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών έκανε έναν σταθμό στα Τίρανα όπου συναντήθηκε με τον Αλβανό ομόλογό του, Ντιτμίρ Μπουσάτι, προκειμένου να προχωρήσουν οι διεργασίες για την επίλυση σειράς χρονιζόντων ελληνοαλβανικών προβλημάτων. Ως γνωστόν, μετά τις συναντήσεις Κοτζιά-Μπουσάτι τους τελευταίους μήνες στην Κρήτη και την Κορυτσά, τα Τίρανα έδωσαν επιτέλους, μετά από πολλά χρόνια αρνήσεων, την αλβανική υπηκοότητα στον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο, ενώ εκδόθηκε κυβερνητική απόφαση για έρευνες στις περιοχές όπου είναι θαμμένοι Ελληνες στρατιωτικοί που έπεσαν στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ειδικότερα στον ελληνοϊταλικό, και για την οριοθέτηση των κοιμητηρίων τους.
Τώρα, οι δυο πλευρές, μετά από σοβαρά εμπόδια που ήρθησαν τελευταία, εξαιτίας έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό της Αλβανίας, επανεκκινούν τις διαπραγματεύσεις με στόχο την υπογραφή μιας συμφωνίας-πακέτου, η οποία θα περιλαμβάνει και το επίμαχο θέμα της οριοθέτησης ορισμένων θαλασσίων συνόρων των δυο χωρών και βέβαια της ΑΟΖ. Κάτι που, όπως έχει φανεί και στο παρελθόν, ενοχλεί ιδιαίτερα την Αγκυρα, η οποία επανειλημμένως έχει ασκήσει πιέσεις για να μη γίνει.
Να σημειωθεί πως ο πρωθυπουργός της γείτονος, Εντι Ράμα, είχε προαναγγείλει επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στην Αλβανία, μέσα στο Πάσχα, για να υπογραφεί η συμφωνία. Ομως, εξαιτίας της παλιάς πολιτικής «βεντέτας» ανάμεσα στον πρόεδρο Ιλίρ Μέτα και τον Εντι Ράμα, κάτι τέτοιο δεν θα γίνει, αφού φαίνεται ότι οι διαπραγματεύσεις θα διαρκέσουν και τους επόμενους μήνες.
Ωστόσο, η επίλυση των διαφορών Ελλάδας-Αλβανίας και η διαμόρφωση σχέσεων καλής γειτονίας έχουν περιληφθεί στα κριτήρια των Βρυξελλών ως απαραίτητες προϋποθέσεις για να λάβουν τα Τίρανα τους επόμενους μήνες μια πιθανή «υποσχετική» για να εισέλθουν στο μέλλον στην Ε.Ε. Κάτι που, όπως όλα δείχνουν, επιθυμεί διακαώς η αλβανική ηγεσία, η οποία, έως τώρα, δείχνει πως, εάν κληθεί να επιλέξει ανάμεσα σε Ε.Ε. και Αγκυρα, θα διαλέξει την πρώτη.
Πάντως, ο κ. Ράμα, που θεωρείται «παιδί» του Ερντογάν, βρέθηκε πρόσφατα στην Τουρκία. Οπως και να έχει, η Αγκυρα εξακολουθεί να αυξάνει τις προσπάθειες για «πολιτιστική» και «θρησκευτική» διείσδυση στη γείτονα, με άκρως ενδεικτικό (σημειολογικό) το παράδειγμα της οικοδόμησης θεαματικά μεγάλου τζαμιού στο κέντρο των Τιράνων.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]