Ο Νίκος Φίλης, στο άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, ασκεί κριτική στην προσπάθεια του πρωθυπουργού να εμφανιστεί ως συνέχεια του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ.
Ολόκληρο το άρθρο του Νίκου Φίλη:
«Η αποτίμηση κάθε ιστορικού φαινομένου ή προσώπου, όπως το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου, από τη σκοπιά της Αριστεράς, οφείλει μαζί με την απαραίτητη κάθε φορά πρωτοτυπία να εμπλουτίζει και να προεκτείνει την κριτική που αυτή η Αριστερά έχει ασκήσει στο παρελθόν, χωρίς να φοβάται και την αναγκαία αυτοκριτική. Και, μιλώντας για «αυτή την Αριστερά», αναφερόμαστε στην Ανανεωτική Ριζοσπαστική Αριστερά, τον κατ’ εξοχήν ιδεολογικό και πολιτικό χώρο που μέσα από την ώσμωσή του με άλλα ρεύματα και ιστορικές διαδρομές συνέβαλε στη δημιουργία του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ.
Μια Αριστερά, που, μέσα από την επώδυνη συνειδητοποίηση της ήττας του Εμφυλίου και τις ευρωπαϊκές αναζητήσεις της Ανανεωτικής Κομμουνιστικής Αριστεράς και των κινημάτων, διαμόρφωσε τη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό, δηλαδή τη δημοκρατική αμφισβήτηση του καπιταλισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη δική του ιστορία και δεν χρειάζεται να δανειστεί κομμάτια από την ιστορία άλλων πολιτικών χώρων για να αισθάνονται υπερήφανα τα μέλη και τα στελέχη του.
Σε αυτή την ιστορική διαδρομή της η Ανανεωτική Αριστερά υπήρξε το 4ο ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, με κύρος και εμβέλεια που ξεπερνούσε τη μικρή εκλογική καταγραφή του ΚΚΕ Εσωτερικού. Αυτή η Αριστερά στάθηκε ταυτόχρονα αντίπαλος και προς τη συντηρητική παράταξη της Ν.Δ. και προς το μεταπολιτευτικό Κέντρο που εξέφρασε το ΠΑΣΟΚ και προς το σταλινικό-σοβιετικό πρότυπο που εκπροσωπούσε το ΚΚΕ.
Σήμερα, όλοι αναγνωρίζουν ότι, παρά τις ανεπάρκειές του, αυτό το δημοκρατικό-ανανεωτικό ρεύμα της Αριστεράς γονιμοποίησε ιδέες και εξελίξεις στο σύνολο του πολιτικού φάσματος και ιδιαίτερα στην Αριστερά και την Κεντροαριστερά.
Με βάση αυτές τις ιστορικές παρακαταθήκες, η Αριστερά που εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναρωτιέται σήμερα μόνο αν ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε ψεύτης ή ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αποστάτης ή Εφιάλτης, ούτε αρκείται σε επιφανειακές ή και εργαλειακές αναγνώσεις των πρόσφατων ιστορικών γεγονότων. Αντίθετα, προσπαθεί να ψηλαφήσει στο παρελθόν τα αίτια της σημερινής κρίσης και να οδηγήσει έτσι σε μια νέα συνειδητότητα τις λαϊκές δυνάμεις που εκπροσωπεί.
Η ανακίνηση της συζήτησης για το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή για μια παράταξη που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της μεταπολιτευτικής ιστορίας του τόπου, παρότι επιβαρύνεται από σκοπιμότητες επετειακού χαρακτήρα και πάσης φύσεως πολιτικές επιδιώξεις, μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση των ιστορικών συσχετίσεων με τη σημερινή πραγματικότητα της κρίσης και των μνημονίων και σε μια νέα εθνική αυτογνωσία.
Μπορεί να βοηθήσει, μαζί με τον αναγκαίο αναστοχασμό για τη συνεισφορά και των άλλων πολιτικών δυνάμεων, στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων για να βγούμε από την κρίση. Οχι, βέβαια, επιστρέφοντας στο παρελθόν και μάλιστα επιλεκτικά!
Η κατανόηση της σημερινής πραγματικότητας δεν διευκολύνεται από αναγωγισμούς και αντι-ιστορικές συγκρίσεις ανάμεσα στο σήμερα και στην εποχή που μεσουρανούσε το ΠΑΣΟΚ. Ο λαϊκισμός του Ανδρέα Παπανδρέου, ενταγμένος στη μετωπική αντιδεξιά αντιπαράθεση, αντανακλούσε μια πληβειακή αντίληψη για την πολιτική σε μια περίοδο εφαρμογής στην Ελλάδα ενός ύστερου κεϊνσιανισμού, μέσω του οποίου, μαζί με το δημοκρατικό άνοιγμα του 1981, εντάσσονταν ισότιμα στην πολιτική και στην κοινωνία εκατομμύρια πολιτών που ανήκαν στον χώρο των ηττημένων του εμφύλιου πολέμου.
Ήταν η περίοδος που έρρεε άφθονο το χρήμα από τα ευρωπαϊκά ταμεία και το κράτος, λάφυρο πλέον στα χέρια του ΠΑΣΟΚ, δημιουργούσε νέες κοινωνικές πραγματικότητες και ένα σύνολο αξιών, συχνά με δημοκρατικό υπόστρωμα, αλλά και μια κομματικά ιδιοτελή και ταξικά ουδέτερη χρήση της έννοιας «λαός».
Ήταν το δικομματικό μοντέλο διακυβέρνησης και ο αρχηγισμός, τα φαινόμενα αλαζονείας, αυταρχισμού, πελατειακών σχέσεων και διαφθοράς, όλα αυτά που στην κακοήθη έκβασή τους, όχι βέβαια ευθύγραμμα, αλλά με αντιφάσεις και με παρούσες τις επιπτώσεις των ριζικών διεθνών ανατροπών, οδήγησαν στη σημερινή βαθιά κρίση.
Ένας από τους πρώτους μελετητές του λαϊκισμού, ο Αγγελος Ελεφάντης, έγραφε στο πολύ σημαντικό βιβλίο του «Στον αστερισμό του λαϊκισμού»:
«…Δεν ήταν το τείχος που γκρεμίστηκε στο Βερολίνο που γκρέμισε και την πίστη των αριστερών στον σοσιαλισμό. Οι κατεδαφίσεις είχαν προηγηθεί καθώς τα ανδρεοπαπανδρεϊκά ιδεολογήματα κατακτούσαν τον τόπο και τον κόσμο.
»Το ΠΑΣΟΚ παρέλαβε κόσμο δημοκρατικό και αριστερό, δεν τον έκανε ούτε πιο αριστερό ούτε πιο δημοκρατικό. Τον έκανε κυνικό. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη υπηρεσία του λαϊκισμού στον μεγάλο του αφέντη, τον αστισμό».
Ας θυμηθούμε λοιπόν τις αναλύσεις της Αριστεράς όλοι, πριν υποκύψουμε στον πειρασμό να κατασκευάσουμε το εξιδανικευτικό σχήμα του «καλού» ανδρεοπαπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ. Και ας έχουμε κατά νου ότι όλες οι φάσεις εκπροσώπησης του ΠΑΣΟΚ στη μακρόχρονη πορεία του δεν ανέτρεπαν τα βασικά χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας του: τον λαϊκισμό στη συγκρότησή του και τον αδίστακτο κυνισμό στην άσκηση της εξουσίας.
Υλικά που δεν αρκούν για να συγκροτήσουν μια στέρεη και ανθεκτική ταυτότητα, όπως οι μεγάλες ιδεολογικές και πολιτικές συνθέσεις του φιλελευθερισμού, της σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς.
Γι’ αυτό άλλωστε το ΠΑΣΟΚ αποδείχτηκε τόσο ευάλωτο και σαρώθηκε από την κρίση, όταν κατέρρευσαν τα κοινωνικά του στηρίγματα στους χώρους των μεσαίων και των λαϊκών στρωμάτων. Στρώματα στα οποία είχε καταδημαγωγήσει το ΠΑΣΟΚ εκμεταλλευόμενο την επίπλαστη ευημερία που είχε προσφέρει ένα μοντέλο ανάπτυξης βασισμένο στην υπερκατανάλωση, τον δανεισμό, την παραοικονομία και την οικολογική υποβάθμιση.
Τα στρώματα αυτά υπέστησαν την άγρια επίθεση του πρώην προστάτη τους, του ΠΑΣΟΚ, χέρι χέρι με τη νεοφιλελεύθερη Ν.Δ., όταν η πλημμυρίδα της κρίσης έσπασε τα προστατευτικά τοιχώματα και τότε ήταν που το ΠΑΣΟΚ ανέδειξε τον διαχρονικό αδίστακτο κυνισμό του, φέρνοντας, στο όνομα της «εθνικής ευθύνης», το ΔΝΤ και τις πιο σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές στην Ελλάδα.
Πέρασαν αρκετά χρόνια από την εποχή της παντοκρατορίας του ΠΑΣΟΚ και η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση σμπαράλιασε το κοινωνικό κράτος, αλλά και τους κοινωνικούς δεσμούς που αυτό δημιουργούσε προς όφελος της μεγάλης πλειοψηφίας.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ανακάλυψε τη «γοητεία της μπουρζουαζίας» και ο λαϊκισμός, αυτή η τόσο εύπλαστη πρωτεϊκή οριζόντια ιδεολογία, μετασχηματίστηκε στην ιδεολογική ρομφαία της αγοράς, δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού. Κάθε υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων και δικαιωμάτων που τα διέλυαν η κρίση και η νεοφιλελεύθερη διαχείρισή της αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει το βαρύ κατηγορητήριο του «λαϊκισμού».
Από αυτή τη μήτρα βγήκε ο κοινωνικός αυτοματισμός και ο ανθρωποφαγικός πόλεμος όλων εναντίον όλων, ενώ η «ιερή πίστη» στη λιτότητα και την ανεργία ενισχύει τον ρατσισμό, τους εθνικισμούς και άλλες οριζόντιες ιδεολογίες που τροφοδοτούν την Ακροδεξιά και το τέρας του φασισμού.
Σήμερα, ο λαϊκισμός χτυπάει απροκάλυπτα τη λαϊκότητα και τη δημοκρατία. Εχουμε αλλαγή στη φορά του εκκρεμούς και δεν υπάρχει καλύτερη αποτύπωση αυτής της πορείας από τη μελέτη των οβιδιακών μεταμορφώσεων του ΠΑΣΟΚ.
Ανάχωμα σε αυτή την επίθεση του μεταλλαγμένου λαϊκισμού, που και σήμερα προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αστισμό, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση και ως δημιουργός μιας νέας συνείδησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που ξεπετάχτηκε ως ριζική αμφισβήτηση του παλαιοκομματισμού, μόνον ως φορέας αυτού του ριζοσπαστισμού μπορεί να ανταποκριθεί στις μεγάλες δυσκολίες που έχει μπροστά του.
Συνταιριάζοντας το δημόσιο με το λαϊκό συμφέρον. Αυτό προϋποθέτει την ιδεολογική και πολιτική αυτονομία του κόμματος απέναντι σε σχήματα, πρόσωπα και συμφέροντα που παραπέμπουν στις αιτίες της κρίσης και της κοινωνικής αδικίας.
Στην ίδια την ταυτότητά του ο ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβάνει την ανάγκη πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών. Ηδη έχουν γίνει βήματα στην Ευρώπη με δυνάμεις της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, των οικολόγων και των κοινωνικών κινημάτων.
Στην Ελλάδα η αναζήτηση συμμαχιών, προφανώς, υπακούει στις ιδιομορφίες των μνημονιακών καταναγκασμών και της ανάγκης να διασφαλιστεί η πολιτική σταθερότητα ως θεμέλιο της οικονομικής ανάπτυξης με κοινωνική δικαιοσύνη. Από την άλλη πλευρά, το δίλημμα των συμμαχιών αποκτά υπαρξιακή σημασία για τα κόμματα του Κέντρου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προσχωρεί στο χρεοκοπημένο στερεότυπο της ΠΑΣΟΚικής ΕΛΕ, μιας κατασκευής του Ανδρέα Παπανδρέου που στηριζόταν στην κυριαρχική παρουσία του Αρχηγού, ο οποίος διαμεσολαβούσε ανάμεσα σε ετερόκλητα κοινωνικά συμφέροντα (ο εργάτης αλλά και ο «μη προνομιούχος» μεσαίος εργοδότης, ο «μη προνομιούχος» προμηθευτής του Δημοσίου κ.λπ.), που είχε ως αποτέλεσμα τη συντηρητική σηματοδότηση των εξελίξεων και τη δικαιολόγηση της «αρπαχτής» και της κυνικότητας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως αριστερό κόμμα χρειάζεται προγραμματικές συμμαχίες που θα κανονικοποιούν την πολιτική ζωή του τόπου, που θα τις σέβεται και δεν θα τις καταβροχθίζει. Καθώς υπάρχουν μεγάλες ελπίδες εξόδου από το μνημόνιο το επόμενο καλοκαίρι, η συζήτηση για τις πολιτικές εξελίξεις δεν μπορεί να γίνεται με όρους παρελθόντος, είτε μνημονιακού είτε ακόμη περισσότερο προμνημονιακού».