Το μήνυμα ότι ο κ. Μητσοτάκης θα επικεντρωθεί στις 16-17 Σεπτεμβρίου στο όραμά του για το μέλλον της Ελλάδας εκπέμπεται σταθερά από το επιτελείο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το οποίο μιλά παράλληλα για «ιδεολογική μάχη» που θα δοθεί «πάνω στα προβλήματα του σήμερα και όχι σε ζητήματα που έχει λύσει η ίδια η Ιστορία».
«Ο πρόεδρος της Ν.Δ. μεταθέτει τη συζήτηση εκεί όπου πρέπει και εκεί όπου θέλουν οι πολίτες. Στο σήμερα και το αύριο. Στα πραγματικά προβλήματα κάθε οικογένειας», εξηγούν στενοί του συνεργάτες, παραμονές της μετάβασής του στη Θεσσαλονίκη, όπου θα έχει αύριο την πρώτη συνάντηση με παραγωγικούς φορείς της πόλης.
Ηδη ο κ. Μητσοτάκης έχει προσδιορίσει την ατζέντα των «πραγματικών ερωτημάτων της εποχής πάνω στα οποία θα χτιστούν -όπως λέει- οι νέες μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες». Και στα οποία θα αναφερθεί και ο ίδιος εκτενώς από τη συμπρωτεύουσα.
Το κορυφαίο ερώτημα αφορά στο πώς θα έρθουν οι νέες δουλειές. «Με τον αλλεργικό στις επενδύσεις και στα ιδιωτικά κεφάλαια ΣΥΡΙΖΑ ή με τη Ν.Δ., που ενθάρρυνε όλες τις μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν τη χώρα ανταγωνιστική;», διερωτώνται στην Πειραιώς. Και φυσικά δεν αφήνουν αναπάντητη την εν εξελίξει προσπάθεια του πρωθυπουργού να περάσει, εν όψει της δικής του επίσκεψης στη ΔΕΘ, μηνύματα υπέρ της επιχειρηματικότητας και της προσέλκυσης επενδύσεων.
«Δεν μας πειράζει να έρθει στο δικό μας γήπεδο ο Αλέξης Τσίπρας», σχολιάζουν συνεργάτες του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αντιτείνουν όμως ότι στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. «Νομίζει ότι εκπέμπει αυτό το μήνυμα με κάποιες επισκέψεις όταν, την ίδια ώρα, εξαγγέλλει χιλιάδες προσλήψεις; Στην πραγματικότητα στέλνει αντιφατικά μηνύματα», εξηγούν και υπενθυμίζουν, μεταξύ άλλων, και το πώς αντιμετωπίζονται στην πράξη σημαντικές επενδύσεις όπως στο Ελληνικό, στη Χαλκιδική κ.α.
Στη Ν.Δ. δεν παύουν, πάντως, να απευθύνουν κάλεσμα για επενδύσεις στη χώρα. Οπως λένε χαρακτηριστικά «οι επενδυτές που θα επενδύσουν στην Ελλάδα θα το κάνουν προεξοφλώντας την πολιτική αλλαγή. Διότι γνωρίζουν ότι έρχεται μια πραγματικά μεταρρυθμιστική κυβέρνηση». Και εκτιμούν ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον θα αυξηθεί κατακόρυφα μόλις διαφανεί στον ορίζοντα η προοπτική διενέργειας των εκλογών.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, επισημαίνουν την ιδιαίτερη σημασία που έχει για την πορεία της οικονομίας η ταχεία ολοκλήρωση της επερχόμενης τρίτης αξιολόγησης. Η αξιωματική αντιπολίτευση θα πιέσει και πάλι προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά υπάρχει μεγάλη επιφυλακτικότητα στους κόλπους της για το εάν η κυβέρνηση έχει πράγματι την πρόθεση να μην επαναλάβει τη διαπραγματευτική τακτική που οδήγησε μέχρι σήμερα σε μεγάλες καθυστερήσεις, με αντίστοιχες επιπτώσεις σε οικονομία και κοινωνία.
Στέλιος Κυμπουρόπουλος: Η παραποιημένη εικόνα της Γέννησης και ο σάλος
«Αν ήθελε να τρέξει, θα έτρεχε. Θα εκμεταλλευόταν το μομέντουμ του τρίτου τριμήνου», σχολιάζουν γαλάζια στελέχη, με αφορμή τους μέχρι σήμερα ρυθμούς κυβερνητικής προετοιμασίας για τη νέα αξιολόγηση.
Το επόμενο μείζον ερώτημα που θέτει η ηγεσία της Ν.Δ. αφορά στο πώς θα μειωθούν οι φόροι. «Με τον ΣΥΡΙΖΑ που το 2016 επιβάρυνε τους Ελληνες περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα-μέλος του ΟΟΣΑ ή με τη Ν.Δ. που έχει ήδη παρουσιάσει ένα δραστικό πρόγραμμα περικοπών 1,3 δισ.;», διερωτώνται και πάλι στην Πειραιώς.
Ο οδικός χάρτης μείωσης φορολογίας, με αντίστοιχη περικοπή των δημόσιων δαπανών, που παρουσίασε πέρυσι ο Κυρ. Μητσοτάκης, αποτελεί προτεραιότητα των 100 πρώτων ημερών της νέας διακυβέρνησης. Και αφορά τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στον ΕΝΦΙΑ που έχει εξελιχθεί πλέον σε φόρο-σύμβολο της «εξαπάτησης των πολιτών» από το νυν κυβερνών κόμμα. Διότι ένα είναι βέβαιο και για την αξιωματική αντιπολίτευση: Είτε «περσινά ξινά», όπως είπε ο Τρ. Αλεξιάδης, είτε «φετινά», τα «σταφύλια» είναι της… οργής για εκατομμύρια πολίτες που καλούνται και φέτος να πληρώσουν αυξημένο ένα φόρο που ο ΣΥΡΙΖΑ έλεγε το 2014 ότι θα καταργήσει και στη συνέχεια ότι θα τον μειώσει.
Επόμενο μείζον «ερώτημα του σήμερα» είναι, κατά τη Ν.Δ., το πώς θα γίνει καλύτερο και πιο αποτελεσματικό το Δημόσιο.
Γαλάζια στελέχη λένε χαρακτηριστικά: «Με τον ΣΥΡΙΖΑ των αυξημένων μετακλητών, της επιστροφής των επιόρκων και της αδράνειας ή με τη Ν.Δ. που προτείνει αξιολόγηση παντού και αλλαγές προς όφελος του πολίτη;».
Η Ν.Δ. προεξοφλεί αδυναμία της κυβέρνησης να υλοποιήσει ατζέντα πραγματικής ανασυγκρότησης τους Δημοσίου και θεωρεί πως «ούτε θέλει ούτε ξέρει ούτε μπορεί να αλλάξει το κράτος». Καταγγέλλει, μάλιστα, εξ αφορμής των πρόσφατων κυβερνητικών εξαγγελιών, ότι «μετά από δυόμισι χρόνια αποτυχίας και οπισθοδρόμησης, ο κ. Τσίπρας παρουσίασε μια συρραφή θέσεων, παίρνοντας ιδέες από δεξιά και αριστερά, μεταξύ των οποίων και πολλές από τις θέσεις που προώθησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, τις οποίες ο ίδιος ο κ. Τσίπρας τότε κατήγγειλε και συκοφαντούσε»!
Κρίσιμο για τη Ν.Δ. είναι, τέλος, και το ερώτημα που αφορά στο πώς θα φτιάξουμε καλύτερα σχολεία και πανεπιστήμια. Και το δίλημμα που θέτει επ’ αυτού η αξιωματική αντιπολίτευση έχει ως εξής: «Με τον ΣΥΡΙΖΑ του συγκεντρωτισμού, της ισοπέδωσης και των λαϊκιστικών πειραμάτων; Με το έκτρωμα Γαβρόγλου, που γυρίζει τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ 30 χρόνια πίσω; Ή με τη Ν.Δ. που θέλει σχολεία και πανεπιστήμια αυτόνομα ανά εκπαιδευτική μονάδα, ελεύθερα, εξωστρεφή, με αξιολόγηση και τη λιγότερη δυνατή γραφειοκρατία;».
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής