Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης είπε:
«Για εμάς, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν πάνω από όλα ο πατέρας, ο παππούς και ο προπάππους. Δεν είναι εύκολο για μια οικογένεια να πενθήσει σε δημόσια θέα. Έχει μεγάλη σημασία η εκτίμηση των πολιτών στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και η αναγνώριση της αξίας του από το σύνολο του πολιτικού κόσμου, ιδίως δε από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Επιπροθέτως, γιατί στη μακρά πολιτική του διαδρομή, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν επεδίωξε τη δημοφιλία αλλά το σεβασμό του ελληνικού λαού. Μετά από σταδιοδρομία πολλών δεκαετιών το πέτυχε, αφού απόλυτος και δίκαιος κριτής είναι πάντα ο χρόνος. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν έψαχνε το χειροκρότημα, ήθελε όμως την αναγνώριση των επιχειρημάτων του.
Έχοντας ζήσει οδυνηρούς διχασμούς, επεδίωκε πάντα τη σύνθεση. Έχοντας αντιμετωπίσει έντονα πάθη, αναζητούσε τη μετριοπάθεια. Απευθυνόταν περισσότερο στη λογική και λιγότερο στο θυμικό. Ήξερε ότι το να κολακεύεις την κοινή γνώμη δεν σημαίνει πως ηγείσαι. Στο νου του, ηγέτης είναι αυτός που μπορεί, όταν πρέπει, να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα. Να βλέπει μακριά. Να διακρίνει αυτό που είναι ουσιώδες και κρίσιμο πίσω και πέρα από τις έριδες και τις αντιπαραθέσεις της στιγμής.
Ξεκίνησα φιλελεύθερος και τερματίζω φιλελεύθερος” είχε πει σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις. “Δεν συμβιβάστηκα ποτέ μου και δεν κορόιδεψα ποτέ, και για αυτό πιστεύω πως ήρεμα αντιμετωπίζω την κρίση της ιστορίας”. Τα λόγια του αυτά είναι ίσως ο καθρέφτης της γενναιόδωρης αναγνώρισης με την οποία τον αποχαιρέτισε η ελληνική κοινωνία. Μια κοινωνία που στάθηκε ενίοτε σκληρά απέναντι στα λάθη του. Αλλά που τον χαιρέτισε με μια ζεστασιά που αναδύθηκε από το βυθό της κρίσης ως αυθόρμητη αναγνώριση της συνέπειας λόγων και έργων και, τελικά, της διορατικότητάς του.
Αλλά ταυτόχρονα και ως ένδειξη της αυτογνωσίας του ελληνικού λαού που ενισχύθηκε μέσα από τη δοκιμασία του. Μιας κοινωνίας που τίμησε μια πολιτική διαδρομή επτά δεκαετιών η οποία ξεκίνησε στην Αντίσταση κατά της Γερμανικής Κατοχής και τέλειωσε δύο εβδομάδες πριν πεθάνει. Όταν έδωσε την τελευταία του, αδημοσίευτη ακόμα, συνέντευξη και στάθηκε ιδιαίτερα στη σημασία που αποδίδει στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος της αγαπημένης του Κρήτης.
Όλγα Κεφαλογιάννη: Δεν έχω την πολυτέλεια για τα παιδιά μου να χάσω τον έλεγχο ούτε στιγμή
Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1946 και υπηρέτησε το Κοινοβούλιο ως το 2004. Μίλησε στην Ολομέλεια 824 φορές και έκανε αναρίθμητες παρεμβάσεις στις κοινοβουλευτικές επιτροπές. Περισσότερη ίσως σημασία από αυτά που είπε στη Βουλή, έχει η στάση του απέναντι στον Κοινοβουλευτισμό που είναι, βεβαίως, αναπόσπαστο στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ερχόταν στη Βουλή πρώτος και έφευγε τελευταίος. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, στην έσχατη θητεία του, όταν είχε πλέον ξεπεράσει το 85ο έτος, ήταν μόνος εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας στην αίθουσα. Άκουγε πάντα με προσοχή όλους τους ομιλητές. Και η αναγνώρισή του, την οποία μοίραζε απλόχερα, γέμιζε ικανοποίηση τον καθένα. Η συμβουλή του προς νεότερους βουλευτές ήταν απλή. “Να ακούτε όλους τους ομιλητές. Να μην έρχεστε στη Βουλή μόνο όταν είναι να μιλήσετε εσείς. Όλο και κάτι θα μάθετε ακούοντας”.
Ο ίδιος εξέφραζε συχνά τα παράπονα του για την υποβάθμιση του ρόλου του απλού βουλευτή και για τη χειραγώγηση της νομοθετικής εξουσίας από την εκτελεστική εξουσία. Αλλά, ως συνήθως, δεν είχε αυταπάτες. Σε όσους του εξέφραζαν δυσφορία για την υποβάθμιση της ποιότητας των βουλευτών, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υπενθύμιζε ότι οι βουλευτές δεν διορίζονται αλλά εκλέγονται από τον λαό. Γιατί ο λαός σε μια δημοκρατία δεν είναι ποτέ άμοιρος των δικών του ευθυνών.
Είχε όμως πολλούς αφοσιωμένους φίλους που δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ. Ήταν αυτοί που το 1977 τον έβγαλαν ξανά βουλευτή, όταν όλοι σχεδόν είχαν προεξοφλήσει το τέλος του στην πολιτική. Ομολογουμένως, στη δημόσια διαδρομή του, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πέρασε δια πυρός και σιδήρου. Πολλοί θα είχαν γονατίσει. Αλλά ο ίδιος είχε μέσα του ξεχωριστό μέταλλο.
Η ένταξη του στη Νέα Δημοκρατία του επέτρεψε να ανέβει πάλι στην κορυφή. Και να επιτύχει τη μεγάλη σύνθεση της κεντροδεξιάς παράταξης, αμβλύνοντας τους προδικτατορικούς διχασμούς. Οδήγησε τη Νέα Δημοκρατία σε τρεις συνεχόμενες εκλογικές νίκες και στο πρωτοφανές ποσοστό του 47%. Το πέτυχε χωρίς να λαϊκίσει και χωρίς να αναλάβει δεσμεύσεις που ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να τηρήσει. Με μια ξεκάθαρη φιλελεύθερη, κεντρώα, μεταρρυθμιστική ατζέντα. Αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες κι έναν μεγάλο πολιτικό αντίπαλο. Πολλές δεκαετίες πριν τα σημερινά fake news, υπέστη την πολιτική δυσφήμιση του “Αυριανιασμού” που, πλαστογραφώντας την Ιστορία, τον εμφάνισε ως και συνεργάτη των Ναζί. Το ένστικτό του ήταν να αντισταθεί στην όξυνση και όχι να την τροφοδοτήσει. Αν δεν το κατάφερε πάντα, ήταν γιατί τα πάθη και η πόλωση της εποχής εκείνης βγήκαν, σε κάποιες φάσεις, εκτός ελέγχου.
Κορυφαία κοινοβουλευτική στιγμή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ήταν μια ομιλία ενός λεπτού. Εκείνη μετά τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη. Τότε συγκράτησε τα δάκρυά του, επέβαλε το θεσμικό του ρόλο στην απέραντη προσωπική του οδύνη, και ζήτησε αυτοσυγκράτηση και τήρηση των κανόνων της Δημοκρατίας…Η συμβολή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην οριστική συμφιλίωση των Ελλήνων, στην άρση των διαχωριστικών γραμμών του εμφυλίου πολέμου και στο οριστικό τέλος του αντιδεξιού συνδρόμου ήταν καθοριστική. Αναμφίβολα μαζί με τη συνδρομή των ιστορικών ηγετών της Αριστεράς, Χαρίλαου Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκου. Τον Απρίλιο του 1990 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης βρέθηκε επικεφαλής μιας κυβερνητικής πλειοψηφίας 151 βουλευτών. Προς στιγμήν σκέφτηκε να πάει σε τέταρτες εκλογές με άλλο εκλογικό νόμο ώστε να έχει άνετη πλειοψηφία. Δεν το έκανε γιατί πείστηκε ότι δεν αλλάζεις τους κανόνες του εκλογικού παιχνιδιού ανάλογα με την πολιτική συγκυρία. Υπέταξε το κομματικό συμφέρον στην προσήλωσή του στη θεσμική σταθερότητα.