1 Οπως αναφέρουν στελέχη της αγοράς, οι πρώτοι που θα κέρδιζαν από ενδεχόμενη μείωση του ΦΠΑ από το 13% στο 6% είναι οι παραγωγοί και οι χονδρέμποροι, καθώς θα μπορούσαν να πουλήσουν φθηνότερα στα σούπερ μάρκετ, χωρίς οι ίδιοι να χρειαστεί να ρίξουν την τιμή του προϊόντος. «Ετσι καρπώνονται και τη διαφορά του 7% από τη μείωση του ΦΠΑ», υπογραμμίζει η ίδια πηγή στον «Ε.Τ.», συμπληρώνοντας ότι το ίδιο θα έχει τη δυνατότητα να κάνει και ο λιανέμπορος, ο οποίος διαμορφώνει την τιμή του όπως κρίνει ο ίδιος.
Για παράδειγμα, αν ένα πακέτο μακαρόνια κοστίζει 1 ευρώ, με τη μείωση του ΦΠΑ η τιμή του θα πέσει στα 0,93 ευρώ. «Από τα 7 λεπτά που θα πρέπει κανονικά να μειωθεί η τιμή, το πιθανότερο είναι ο καταναλωτής να έχει όφελος μόλις 2 λεπτά και τα υπόλοιπα να τα μοιραστούν οι προμηθευτές και οι λιανέμποροι», εξηγεί εκπρόσωπος μεγάλης εταιρίας στον «Ε.Τ.».
2 «Ακατάλληλη» χαρακτηρίζει την περίοδο για μείωση του ΦΠΑ στέλεχος της αγοράς με μακρά θητεία στο χώρο του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων, υπογραμμίζοντας στον «Ε.Τ.» ότι «ποτέ δεν μειώνεις τον ΦΠΑ όταν δεν υπάρχει σταθερότητα. Οι τιμές ανεβοκατεβαίνουν συνεχώς. Πώς θα δει ο καταναλωτής αν έχει πραγματικά όφελος;». Η ίδια πηγή αναφέρει ότι το 70% των προϊόντων που πωλούνται στα σούπερ μάρκετ είναι υπό το καθεστώς κάποιας προσφοράς ή έκπτωσης, γεγονός που σημαίνει ότι και σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να ελεγχθεί αν η τιμή του εκάστοτε προϊόντος θα μειωθεί.
3 Ενα άλλο επιχείρημα που προβάλλεται από όσους τάσσονται υπέρ της μείωσης του ΦΠΑ είναι η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στα τρόφιμα σε χώρες που οι κυβερνήσεις προχώρησαν στην εφαρμογή του μέτρου, όπως η Ισπανία, η Ουγγαρία, η Γερμανία και η Ρουμανία. Ωστόσο, στελέχη της αγοράς επισημαίνουν ότι δεν υπήρξε καμία βελτίωση, ενώ οι συνθήκες για την Ελλάδα είναι διαφορετικές. «Η Ισπανία, για παράδειγμα, που μηδένισε τον ΦΠΑ σε κάποια τρόφιμα, όπως το γάλα, τα αβγά, το τυρί κ.λπ., επιβαρύνονται με φόρο μόλις 4%. Επομένως, οι απώλειες για τα κρατικά ταμεία δεν ήταν μεγάλες», επισημαίνουν οι ίδιες πηγές. Και προσθέτουν ότι η ισπανική είναι πολύ μεγαλύτερη και πιο ανταγωνιστική αγορά από την ελληνική, δεδομένου ότι πολλές πολυεθνικές διατηρούν εκεί την παραγωγή τους, με σημαντική εγχώρια παραγωγή τόσο νωπών όσο και τυποποιημένων προϊόντων, ενώ τα είδη ιδιωτικής ετικέτας έχουν μερίδιο που ξεπερνά το 40%. Αντίθετα, η Ελλάδα έχει πολύ υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ, μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές και πολύ χαμηλότερο μερίδιο αγοράς προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, κοντά στο 25%.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Φθηνότερο το… καλάθι στην Ελλάδα
Όλγα Κεφαλογιάννη: Νέα χρονιά ρεκόρ το 2024 για τον ελληνικό τουρισμό
Στο μεταξύ, από έρευνα που διενήργησε το Ινστιτούτο Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) προκύπτει ότι στην Ελλάδα το μέσο καλάθι σούπερ μάρκετ είναι σημαντικά φθηνότερο τόσο προ όσο και μετά ΦΠΑ.
Για παράδειγμα, μακαρόνια (2 πακέτα των 500 γραμμαρίων) στην Ελλάδα κοστίζουν 2,02 ευρώ, στο Ηνωμένο Βασίλειο 3,76 ευρώ, στην Ισπανία 2,73 ευρώ, στην Πορτογαλία 2,28 ευρώ, στη Γαλλία 2,89 ευρώ, στην Ιταλία 2,35 ευρώ, στη Γερμανία 2,8 ευρώ και μόνο στη Ρουμανία είναι φθηνότερα, στα 1,81 ευρώ, παρότι οι χώρες αυτές έχουν χαμηλότερο ΦΠΑ. Αντίστοιχα, τυρί guda 200 γραμμαρίων στην Ελλάδα πωλείται στα 2,32 ευρώ, στην Ισπανία στα 2,45 ευρώ, στην Πορτογαλία στα 2,9 ευρώ, στο Ηνωμένο Βασίλειο στα 3,09 ευρώ, στη Γαλλία στα 2,59 ευρώ, στη Ρουμανία στα 3,15 ευρώ, ενώ στην Ιταλία είναι φθηνότερο, στα 1,75 ευρώ.
Αντίθετα, χαμηλότερη τιμή από την Ελλάδα εμφανίζουν οι περισσότερες χώρες στο αγελαδινό γάλα. Στην Πορτογαλία κοστίζει 1,04 ευρώ το λίτρο, στη Γερμανία 1,35 ευρώ, στην Ισπανία 1,37 ευρώ, στο Ηνωμένο Βασίλειο 1,54 ευρώ, ενώ στη χώρα μας η τιμή του διαμορφώνεται στα 1,63 ευρώ το λίτρο.
Συνολικά
Οπως αναφέρει στην έρευνά του το ΙΕΛΚΑ, ακόμα μεγαλύτερη είναι η ψαλίδα των τιμών στο μέσο καλάθι χωρίς τον ΦΠΑ, με την Ισπανία να εμφανίζεται κατά 12% ακριβότερη από την Ελλάδα, η Γερμανία 31%, η Γαλλία 28%, η Αγγλία 33% και η Ιταλία 24%.
Μια «ενδιάμεση» λύση στο θέμα του ΦΠΑ θα ήταν, όπως σημειώνουν στον «Ε.Τ.» εκπρόσωποι της αγοράς, η μείωση ή ακόμα και ο μηδενισμός του φόρου σε βασικές κατηγορίες τροφίμων, όπως τα ζυμαρικά, το γάλα, το αλεύρι κ.λπ., για διάστημα 6 μηνών, προκειμένου να διαπιστωθεί αν και τι επίπτωση θα έχει στον πληθωρισμό.