Η λογική είναι να έρθουν ισχυρότερες φοροαπαλλαγές για τις μακροχρόνιες μισθώσεις ακινήτων, δηλαδή τα παραδοσιακά ενοίκια με το μήνα και παράλληλα αύξηση της φορολογίας των εισοδημάτων για τις βραχυχρόνιες, δηλαδή στα τύπου Airbnb, ώστε να πιέσουν τους ιδιοκτήτες να αλλάξουν «στρατόπεδο» και να αυξηθεί η προσφορά στα παραδοσιακά ενοίκια.
Στο κάδρο των μέτρων που εξετάζονται για την καταπολέμηση της στεγαστικής κρίσης είναι η εισαγωγή μίας νέας κλίμακας για τη φορολόγηση των εισοδημάτων από ενοίκια με υψηλότερους συντελεστές γι’ αυτά που προέρχονται από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις και χαμηλότερους για τα εισοδήματα από μακροχρόνιες μισθώσεις.
Υπενθυμίζεται ότι αν έρθει, που θα έρθει μάλλον τον Σεπτέμβριο, θα είναι η δεύτερη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, μέσα σε 1,5 έτος. Από εκεί που πρόπερσι είχαμε ίσως το ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς και χιλιάδες επένδυσαν την περιουσία τους σε ένα τέτοιου είδους ακίνητο και πολλοί προχώρησαν σε ανακαινίσεις με σημαντικό τραπεζικό δανεισμό, τώρα βλέπουν ότι έχουν απέναντί τους το κράτος.
Τώρα η κλίμακα είναι ενιαία και το εισόδημα από ενοίκια φορολογείται από το πρώτο ευρώ με συντελεστή 15%, εφόσον δεν υπερβαίνει τις 12.000 ευρώ. Για τα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια εφαρμόζονται συντελεστές 35% – 45% και συγκεκριμένα 35% για το κλιμάκιο εισοδήματος από 12.001 έως 35.000 ευρώ και 45% για κλιμάκιο εισοδήματος άνω των 35.001 ευρώ.
Τα έσοδα από ενοίκια είναι κοντά στα 6,5 δισ. ευρώ το χρόνο, με σχεδόν οκτώ στους δέκα να δηλώνουν ετήσιο εισόδημα έως 5.000 ευρώ και το 14% να δηλώνει εισοδήματα από 5.000 έως 10.000 ευρώ, με αποτέλεσμα 9 στους 10 ιδιοκτήτες ακινήτων να δηλώνουν ετήσια εισοδήματα από ενοίκια χαμηλότερα από 10.000 ευρώ.
Παράλληλα, πολλοί ιδιοκτήτες ακινήτων στις πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης (Airbnb, Booking, VRBO), δηλώνουν ετήσια εισοδήματα από ενοίκια κάτω από 12.000 ευρώ, ώστε ο συντελεστής να μην ανεβαίνει πάνω από το 15%.
Η κυβέρνηση, τώρα, προσπαθεί να λύσει το γρίφο της πιο δίκαιης φορολόγησης και η παρέμβαση που προκρίνεται είναι η αύξηση του μικρότερου συντελεστή στο 22% για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις και μείωση στο 7,5% για τις μακροχρόνιες για το τμήμα έως 12.000 ευρώ και στο 17,5% από 12.001 έως 35.000 ευρώ.
Αλλες εισηγήσεις θέλουν επαναφορά των εκπτώσεων φόρου για ενοίκιο πρώτη κατοικίας και των τόκων για στεγαστικά δάνεια, καθώς πρόκειται για δύο μέτρα που θεωρούνται κομβικά για την αντιμετώπιση της ραγδαίας αύξησης στο κόστος στέγασης. Αυτό εκτιμάται ότι θα είναι το πρώτο μέρος των παρεμβάσεων που αφορά τη φορολογία.
Παράλληλα, θεωρείται βέβαιο ότι θα έρθουν και περιορισμοί στο χρόνο μίσθωσης. Προκρίνεται το σενάριο να μπει «κόφτης» στις 90 ημέρες ανά ημερολογιακό έτος και για νησιά κάτω των 10.000 κατοίκων τις 60 ημέρες. Αυτό που φαίνεται ότι ίσως πονέσει περισσότερο τους ιδιοκτήτες που έχουν επενδύσει σε αυτές τις μισθώσεις είναι η απαγόρευση στη βραχυχρόνια μίσθωση άνω των δύο ακινήτων ανά ΑΦΜ. Σε αυτήν την περίπτωση όσοι εκμεταλλεύονται τουλάχιστον δύο ακίνητα και όχι τρία, όπως τώρα, θα αντιμετωπίζονται ως επιχειρηματίες που θα υπάγονται σε καθεστώς ΦΠΑ και θα καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές.
ΤΟ Α΄ ΕΞΑΜΗΝΟ ΤΟΥ 2024
Πάνω από 340 εκατ. ευρώ οι φόροι από μεταβιβάσεις ακινήτων
Πάνω από 340 εκατ. ευρώ εισπράχθηκαν στο πρώτο εξάμηνο του 2024 από φόρους μεταβίβασης ακινήτων, σύμφωνα με τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στην πλατφόρμα myProperty της ΑΑΔΕ, με σταθερή ανοδική τροχιά για τις γονικές παροχές και δωρεές λόγω του υψηλού αφορολόγητου ορίου των 800.000 ευρώ. Πάνω από 20.000 ακίνητα όλων των κατηγοριών (διαμερίσματα, μονοκατοικίες, οικόπεδα, επαγγελματικά ακίνητα, αγροτεμάχια) άλλαξαν χέρια μέσω αγοραπωλησιών στο πρώτο εξάμηνο του έτους, με τη συνολική αξία τους να υπερβαίνει τα 1,7 δισ. ευρώ. H μέση αξία των ακινήτων που μεταβιβάστηκαν ανέρχεται σε 84.909 ευρώ.
Παράλληλα, από την αρχή του έτους έχουν υποβληθεί στην πλατφόρμα της ΑΑΔΕ:
– Περισσότερες από 122.000 δηλώσεις φόρου μεταβίβασης που αφορούν αγοραπωλησίες ακινήτων, με το φόρο μεταβίβασης που έχει βεβαιωθεί να αγγίζει τα 340 εκατ. ευρώ.
– 55.800 δηλώσεις φόρου γονικής παροχής, με το φόρο να φτάνει τα 7,3 εκατ. ευρώ.
– 35.066 δηλώσεις δωρεών, στις οποίες βεβαιώθηκε φόρος 75 εκατ. ευρώ.
– 62.000 ηλεκτρονικές δηλώσεις φόρου κληρονομιάς, με φόρο ύψους 66 εκατ. ευρώ.