Μετά το θέμα που τέθηκε για το έκτακτο επίδομα που αποφάσισε μονομερώς να δώσει η κυβέρνηση στους συνταξιούχους, ξεκίνησε και νέα κόντρα με τους δανειστές με αφορμή τη δεύτερη εξαγγελία του πρωθυπουργού για το πάγωμα για ένα έτος του ΦΠΑ στα νησιά που πλήττονται από την προσφυγική κρίση.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των δανειστών, όπως αναφέρει το protothema.gr η ελληνική κυβέρνηση εμφάνισε ξανά έλλειμμα αξιοπιστίας, επειδή ενήργησε μονομερώς και χωρίς να επιδιώξει προηγουμένως να έχει συνεννόηση με τους θεσμούς στο θέμα των εξαγγελιών Τσίπρα. Ετσι οι δανειστές βάζουν στο τραπέζι και το θέμα του παγώματος του ΦΠΑ στα νησιά υπολογίζοντας τις απώλειες για τα δημόσια Ταμεία σε ποσό από 100 ως 150 εκατομμύρια ευρώ και έτσι ζητούν από την κυβέρνηση αντίστοιχα έσοδα.
Αν και ο Επίτροπος Μοσκοβισί δήλωσε ότι το ζήτημα των παροχών της κυβέρνησης έκλεισε με την επιστολή Τσακαλώτου, φαίνεται ότι το Βερολίνο επιμένει στη σκληρή γραμμή και ζητά ξανά απ’ την Αθήνα να… πονέσει ακόμη και για την πιο μικρή παροχή που δεν περιλαμβάνεται στο σχέδιο που έχει συμφωνηθεί.
Εορταστικό ωράριο: Κλειστά αύριο(26/12) τα σούπερ μάρκετ και τα καταστήματα
Από την πλευρά της η κυβέρνηση θεωρεί βέβαιο ότι τα πλεονάσματα που θα προκύψουν θα εξασφαλίσουν ότι δεν θα υπάρξει ανάγκη λήψης μέτρων ούτε στη συντάξεις, ούτε σε κανέναν άλλο τομέα. Μάλιστα το υπουργείο Οικονομικών διαβεβαιώνει ότι υπάρχει και “μαξιλάρι” το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Κάπως έτσι η Αθήνα αυτή τη στιγμή θεωρεί τη νέα απαίτηση ως ακόμη μια διαπραγματευτική τακτική.
Την ίδια στιγμή πληροφορίες αναφέρουν ότι οι δανειστές τις προηγούμενες ημέρες ζήτησαν να βρεθούν έως την επιστροφή στην Αθήνα των επικεφαλής των τεχνικών κλιμακίων των θεσμών τον Ιανουάριο, όταν και θα ξεκινήσει ακόμα ένα γύρος διαπραγματεύσεων για τα ανοικτά μέτωπα της β΄ αξιολόγησης (εργασιακά, δημοσιονομικό «κενό» 2018 – 2020, «κόκκινα» δάνεια, πλεονάσματα, μεταρρυθμίσεις κ.α).
Μαζί με αυτά θεωρείται βέβαιο ότι στην ατζέντα θα μπει και ο διευρυμένος δημοσιονομικός «κόφτης», προκειμένου να διασφαλιστούν οι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά.