«Το βασικό μας σενάριο προβλέπει -7,5%, που είναι συμβατό με μια πτώση των εταιρικών πωλήσεων (τζίρος) κατά 20% για όλο το 2020. Η πτώση αυτή θα αντισταθμιστεί από τις επιχειρήσεις με μείωση κόστους (μεταβλητού 18% ή 27 δισ. ευρώ, σταθερού και εργατικού, που, ευτυχώς, τυγχάνει σημαντικής στήριξης από κρατικά προγράμματα, ύψους 5.3 δισ. ευρώ). Οι τράπεζες έχουν κάνει τις διευκολύνσεις, μπορούν να προσφέρουν μέχρι τρία ή και τέσσερα δισ. ευρώ ρευστότητα και η Πολιτεία έχει κάνει αναστολές των φόρων. Το χρηματοδοτικό κενό είναι κάτι λίγο από 10 δισ. ευρώ. Εάν δούμε το εγγυοδοτικό, ύψους επτά δισ. ευρώ, το ΤΕΠΙΧ ΙΙ, ύψους δύο δισ. ευρώ και τις γραμμές, που έχουν “τραβήξει” οι επιχειρήσεις ήδη από τις τράπεζες, φαίνεται να υπάρχει μία ισορροπία», σχολίασε χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, Παύλος Μυλωνάς.
Τράπεζας Πειραιώς
Εφικτό χαρακτήρισε, από την πλευρά του, ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς, Χρήστος Μεγάλου, το στόχο για πιστωτική επέκταση 15 δισ. ευρώ το 2020, με βάση και τις σχετικές εκτιμήσεις της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ). «Από την αρχή του χρόνου εμείς είχαμε προγραμματίσει περί τα πέντε δισ. ευρώ σε νέες ρευστοποιήσεις και με τη χρήση των χρηματοδοτικών εργαλείων θα τα ξεπεράσουμε», τόνισε, για να προσθέσει: «Οσον αφορά στην ταχύτητα με την οποία γίνονται εκταμιεύσεις, έγιναν πολύ μεγάλα βήματα. Στο ΤΕΠΙΧ ΙΙ είχαμε μία πολύ μεγάλη συμμετοχή σαν Τράπεζα Πειραιώς – γύρω στα 500 με 600 εκατ. ευρώ- και από την επόμενη εβδομάδα θα έχουμε αυξημένη ροή χρηματοδοτήσεων από αυτό. Συνολικά με το εγγυοδοτικό, τα κεφάλαια “αγγίζουν” το 1,5 δισ. ευρώ. Και επειδή ειδικά για το τελευταίο υπάρχει αυξημένη ζήτηση, περιμένουμε από την Αναπτυξιακή Τράπεζα να επανέλθει με περίπου άλλο ένα δισ. ευρώ (3,5 δισ. ευρώ στο σύνολο της οικονομίας για όλες τις τράπεζες)».
Eurobank
Τις κινήσεις που έχουν κάνει οι τράπεζες προκειμένου να στηρίξουν το επιχειρείν ανέφερε ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Φωκίων Καραβίας. «Αναστείλαμε τα χρεολύσια για όλες τις επιχειρήσεις μέχρι το τέλος του 2020. Αυτό προσθέτει μια ρευστότητα ύψους δύο δισ. ευρώ. Χρηματοδοτήσαμε από ίδιους πόρους τις ανάγκες ρευστότητας των επιχειρήσεων, πριν ενεργοποιηθούν τα κρατικά πακέτα. Με βάση τα στοιχεία του α’ τριμήνου τα υπόλοιπα των χρηματοδοτήσεων έχουν αυξηθεί κατά περίπου δύο δισ. ευρώ. Στο ΤΕΠΙΧ ΙΙ ήδη οι πιστωτικές επιτροπές των τραπεζών έχουν εγκρίνει δάνεια ύψους 1,6 δισ. ευρώ και στις αρχές της επόμενης εβδομάδας, που θα ανοίξει εκ νέου η πλατφόρμα, θα φτάσουμε τα δύο δισ. ευρώ. Οσον αφορά στο πρόγραμμα εγγυοδοσίας, μέσα στις επόμενες εβδομάδες και πριν το τέλος του Ιουνίου οι επιτροπές θα έχουν εγκρίνει δάνεια αξίας 3,5 δισ. ευρώ», σημείωσε, ενώ σχολιάζοντας τις εγγυήσεις τόνισε πως οι τράπεζες είναι θεσμικά υποχρεωμένες να ακολουθήσουν πιστά τα τραπεζικά κριτήρια. «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ύφεση θα γεννήσει νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Δεν βλέπω, όμως, το μέγεθός τους να είναι αντίστοιχο αυτού που προκάλεσε η 10ετής οικονομική κρίση. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα ήταν μία αρνητική και επιβλαβής εξέλιξη για το σύνολο της οικονομίας», κατέληξε.
Alpha Bank
Σε ρυθμίσεις ύψους τεσσάρων δισ. ευρώ και νέες εκταμιεύσεις 2,5 δισ. ευρώ προχώρησε το αμέσως προηγούμενο διάστημα η Alpha Bank, με τον διευθύνοντα σύμβουλο, Βασίλη Ψάλτη, να σημειώνει πως η πανδημία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνο ως απειλή, αλλά και ως ευκαιρία. «Το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας δύο μεγάλα projects: α) τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που θα οδηγήσει σίγουρα σε αναδιάταξη το επιχειρείν της χώρας, υπερβαίνοντας αδράνειες του παρελθόντος και συμβάλλοντας στην ενίσχυση του υγιούς ανταγωνισμού και β) το εθνικό εγχείρημα κάλυψης του επενδυτικού κενού το οποίο δημιουργήθηκε μετά την πολύχρονη ύφεση και δυσχεραίνεται περαιτέρω με την πανδημία», ανέφερε χαρακτηριστικά, για να καταλήξει: «Ο ρόλος των τραπεζών, λοιπόν, ξεφεύγει από τον κλασικό, που είναι η βέλτιστη κατανομή αποταμιευτικών πόρων και μετατρέπεται σε βοηθητικός – συμβουλευτικός για τη διαχείριση και την αποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα οποία θα έρθουν την επόμενη 10ετία στη χώρα μας».