Ωστόσο, το εντυπωσιακό στοιχείο που προκύπτει από αυτή την αξιολόγηση είναι μια διάχυτη και προφανώς κατευθυνόμενη από πολύ υψηλά ιστάμενους Ευρωπαίους αξιωματούχους προσπάθεια να επικρατήσουν χαμηλοί τόνοι. Αλλες εποχές θα είχαν «χαλάσει τον κόσμο» με διαρροές και απειλές, αλλά τώρα τίποτα. Σιωπή, σαν μη συμβαίνει τίποτα.
Στις Βρυξέλλες πιστεύουν ότι εάν πάρουν δημοσίως θέση, θα μπορούσε να εκληφθεί ως ανάμιξη των δανειστών στην εσωτερική πολιτική της χώρας σε έτος εκλογών. Εχουν αντιληφθεί πως εάν η Ελλάδα δεν πάρει το 1 δισ. ευρώ γιατί δεν θα έχει εκπληρώσει τα προαπαιτούμενα μέχρι τις 11 Μαρτίου, τότε αυτό θα αποτελέσει μια δεινή ήττα για την κυβέρνηση.
Αλλαγή στάσης
Θα επιχειρήσουν, λοιπόν, στη διάρκεια των δύο εβδομάδων που απομένουν να εξαντλήσουν αθόρυβα όλες τις προσπάθειες με στόχο την επίτευξη συμφωνίας στο επόμενο Εurogroup, χωρίς να έχουν μεσολαβήσει δημόσιες τριβές στο μεσοδιάστημα.
Η τάση αυτή επικρατεί γενικότερα και στα λεγόμενα «δύσκολα» κράτη-μέλη, του κοινοτικού Βορρά, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, με τις κυβερνήσεις των παραπάνω χωρών να έχουν στρέψει την προσοχή τους στα φλέγοντα ζητήματα της επικαιρότητας (Βrexit, κίνδυνος εμπορικού πολέμου με ΗΠΑ, άνοδος λαϊκισμού στις επικείμενες ευρωεκλογές) και όχι στην Ελλάδα.
Το Βερολίνο, που άλλες φορές έβγαινε μπροστά και απειλούσε όταν η κυβέρνηση εμφάνιζε καθυστέρηση στην εκπλήρωση των δεσμεύσεων, τώρα κι αυτό έχει ρίξει τους τόνους.
Διπλωμάτες στη βελγική πρωτεύουσα υποστηρίζουν ότι η καγκελάριος Μέρκελ εκτίμησε πολύ την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ Τσίπρα και Ζάεφ -πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να μην το εκτιμήσει, τη στιγμή που η συμφωνία εξυπηρετεί τα γερμανικά συμφέροντα στην περιοχή- και, όπως τονίζουν, τώρα ίσως ήρθε η ώρα να το ανταποδώσει. Η αρμόδια επιτροπή της γερμανικής Βουλής, που θα μπορούσε να προκαλέσει πρόβλημα στην εκταμίευση των χρημάτων, είναι ελεγχόμενη από τα κυβερνητικά κόμματα, παρά το ότι ο πρόεδρός της είναι ακροδεξιός, του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).
Εκκρεμότητες
Αναφορικά με την ουσία, εάν η Ελλάδα εκπληρώσει τις δεσμεύσεις, τότε το Εurogroup θα αποφασίσει την εκταμίευση 1 δισ. ευρώ, χρήματα που προέρχονται από τα κέρδη της ΕΚΤ και κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης, οι οποίες είχαν στην κατοχή τους ελληνικά ομόλογα, καθώς και την κατάργηση της προσαύξησης του επιτοκιακού περιθωρίου για τα δάνεια της δεύτερης διάσωσης.
Ταμείο Ανάκαμψης: Ποια νέα έργα εντάσσονται στις χρηματοδοτήσεις του Ταμείου;
Σύμφωνα με πηγή της ευρωζώνης στη βελγική πρωτεύουσα, η κυβέρνηση και οι επικεφαλής των δανειστών βρίσκονται σε συνεχή επαφή εδώ και αρκετές μέρες, ωστόσο κανένα βασικό θέμα δεν έχει κλείσει ακόμη. Εκκρεμότητες υπάρχουν σε σχέση με τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη διάδοχη κατάσταση του νόμου Κατσέλη και την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Είναι προφανές πως η κυβέρνηση δεν προλαβαίνει να εκπληρώσει τα προαπαιτούμενα, γιατί καθυστέρησε για πολιτικούς λόγους. Σε ορισμένα, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις (για παράδειγμα, η παραχώρηση της Εγνατίας και η πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ), έχει καταγραφεί μηδενική πρόοδος.
Λογικά, λοιπόν, η απόφαση για την εκταμίευση των χρημάτων θα έπρεπε να μετατεθεί για το Εurogroup του Απριλίου ή εκείνο του Ιουνίου, όπου θα βρεθεί στο «τραπέζι» και η επόμενη δόση από τα κέρδη της ΕΚΤ και κεντρικών τραπεζών ύψους 644 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, είναι βέβαιο πως θα περιμένουν μέχρι την τελευταία ημέρα, δηλαδή το πρωί της 11ης Μαρτίου, ώστε να επιδιώξουν τη λήψη απόφαση.
Χρονοδιάγραμμα
Το σενάριο που φαίνεται ότι επικρατεί είναι η Κομισιόν να προχωρήσει στις 27 Φεβρουαρίου σε μια εισήγηση προς την ομάδα των τεχνοκρατών του ΕWG, που θα αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο επίτευξης συμφωνίας μέχρι τις 11 Μαρτίου, καλώντας την κυβέρνηση να επιταχύνει τις προσπάθειές της. Η εν λόγω εισήγηση θα συζητηθεί την επόμενη ημέρα -δηλαδή στις 28 Φεβρουαρίου- στο ΕWG, το οποίο θα περιμένει με τη σειρά του το «πράσινο φως» από τους Θεσμούς μέχρι το πρωί της 11ης Μαρτίου.
Αυτό που επιδιώκουν οι δανειστές είναι να κλείσουν δύο από τα βασικά προαπαιτούμενα. Το πρώτο είναι η διάδοχη κατάσταση του νόμου Κατσέλη και το δεύτερο τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Σε σχέση με το πρώτο, οι Θεσμοί επέστρεψαν ως μη αποδεκτό το πρώτο κείμενο που είχε στείλει η κυβέρνηση, η οποία τις προηγούμενες μέρες έστειλε ένα δεύτερο, το οποίο εξετάζεται από τους Θεσμούς.
Η εκτίμηση είναι ότι με κάποιες αλλαγές μπορεί να βρεθεί λύση, ενώ οι Θεσμοί συζητούν και με τις τράπεζες προκειμένου να βρεθεί μια κοινά αποδεκτή λύση. Το ίδιο περίπου ισχύει και για τα «κόκκινα δάνεια», ωστόσο για το θέμα αυτό, πέρα από τους Θεσμούς, έχει λόγο και η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου