Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, και οι δύο αξιωματούχοι του Ταμείου άκουσαν με ενδιαφέρον τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς. Παράλληλα, επεσήμαναν ότι το μέγεθος του δημοσιονομικού χώρου είναι πρωτίστως ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαίων εταίρων της και ότι ο δημοσιονομικός χώρος πρέπει να αναλωθεί προς όφελος της κοινωνίας και της ανάπτυξης.
Θυμίζουμε ότι πρωτογενές πλεόνασμα που αγγίζει τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ από φέτος μέχρι και το 2022, θεωρώντας μάλιστα δεδομένη την περικοπή των συντάξεων το 2019 και τη μείωση του αφορολογήτου ορίου το 2020, προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στη φθινοπωρινή δημοσιονομική έκθεσή του (Fiscal Monitor).
Σε αντίθεση με την κυβέρνηση που προβλέπει με το Μεσοπρόθεσμο υπέρβαση του επίσημου στόχου 3,5% του ΑΕΠ και δημοσιονομικό χώρο πάνω από 3,5 δις. ευρώ έως το 2022, το ΔΝΤ δεν βλέπει περιθώριο «υπερπλεονάσματος».
Ωστόσο, όπως γίνεται σαφές στις υποσημειώσεις που συνοδεύουν τη σημερινή ανακοίνωση, τα στοιχεία βασίζονται σε δεδομένα του προηγούμενου Απριλίου, αλλά και στις παραδοχές πάνω στις οποίες έχει δομηθεί η ενισχυμένη εποπτεία της Ελλάδος (δηλαδή στην εφαρμογή των μέτρων και των αντίμετρων του 2019 – 2020).
Με άλλα λόγια, το ΔΝΤ δεν αποτυπώνει τη θέση του με βάση το αίτημα για μη μείωση συντάξεων το οποίο θα «υποβάλει» επισήμως η Ελλάδα στις 15 Οκτωβρίου στις Βρυξέλλες, ενώ ενσωματώνει την «ασφάλεια» που έδιδε η μνημονιακή συμφωνία: τη διασφάλιση των πρωτογενών πλεονασμάτων μέσω της μείωσης των συντάξεων και του αφορολογήτου και της εφαρμογής των αντιμέτρων εφόσον αυτό είναι δημοσιονομικά εφικτό….
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]