Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) έτους 2017, που έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), η μεγαλύτερη αύξηση στη μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών σε σχέση με τον αμέσως προηγούμενο χρόνο καταγράφεται στον τηλεφωνικό εξοπλισμό (47,1 %), με τις οικονομικές υπηρεσίες (συνδρομές σε πιστωτικές κάρτες, αμοιβές λογιστών κ.λπ.) να ακολουθούν με ποσοστό (26,5%), με τη μεγαλύτερη μείωση στην κοινωνική προστασία (17,9%). Οσον αφορά στις δαπάνες στα είδη διατροφής, το μεγαλύτερο… μαχαίρι μπήκε πέρυσι στα έλαια και λίπη (3,2%), ενώ ακολουθούν τα γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (2,8%) και μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμοί φρούτων και λαχανικών (0,4%), ενώ περισσότερα χρήματα δαπανήθηκαν κατά σειρά σε καφέ, τσάι και κακάο (6.3%), λαχανικά (2,6%), φρούτα (2,4%), ψάρια (2,0%), ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι κ.λπ. (1,3%), λοιπά αγαθά είδη διατροφής (1,0%), αλεύρι, ψωμί και δημητριακά (0,9%) και κρέας (0,6%).
Το… καλάθι
Την ίδια στιγμή, τα νοικοκυριά περιόρισαν την κατανάλωση στο ελαιόλαδο (6,8%), στο τυρί (4,9%), στο γάλα (2,2%), στα τσιγάρα (2,5%), στο ψωμί και στα είδη αρτοποιίας (0,2%), ενώ αύξησαν τις ποσότητες σε γιαούρτι (3,7%), φρέσκα και συντηρημένα λαχανικά (1,1%), κρέας (1,1%), φρούτα νωπά συντηρημένα και στους ξηρούς καρπούς (0,6%), στα οινοπνευματώδη ποτά (0,2%) και στα ζυμαρικά (0,1%). Αμετάβλητη είναι η μέση μηνιαία ποσότητα σε αυγά, ρύζι και ψάρια.
Το καταναλωτικό πρότυπο, πάντως, δεν παρουσίασε σημαντικές μεταβολές στη διετία 2016 – 2017. Τα νοικοκυριά, δηλαδή, κατανάλωναν μηνιαίως για είδη διατροφής 20,4%, στέγαση 14,1%, μεταφορές 12,9%, ξενοδοχεία – καφενεία και εστιατόρια 10,5%, διάφορα αγαθά και υπηρεσίες 8,8%, υγεία 7,3%, είδη ένδυσης και υπόδησης 5,8%, διαρκή αγαθά 4,4%, αναψυχή και πολιτισμός 4,7%, επικοινωνίες 4,2%, οινοπνευματώδη ποτά και καπνός 3,8% και εκπαίδευση 3,2%.
Υπενθυμίζεται ότι η έρευνα έγινε σε δείγμα 6.176 ιδιωτικών νοικοκυριών ανά την Ελλάδα, με τη μέση μηνιαία δαπάνη να διαμορφώνεται σε 1.414 ευρώ, «αγγίζοντας» συνολικά τα 5,76 δισ. ευρώ (αύξηση κατά 55,7 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2016).
Ανά τύπο νοικοκυριών
Λιγότερα ή περισσότερα χρήματα δαπανούν τα νοικοκυριά ανάλογα με το… who is who των μελών του. Ειδικότερα, με βάση την ΕΛ.ΣΤΑΤ., νοικοκυριά με μόνο ένα άτομο, ηλικίας 65 ετών και άνω, έχουν λιγότερες δαπάνες κατά 45,4% έναντι των μέσων μηνιαίων εξόδων των νοικοκυριών της χώρας, ενώ όσα αποτελούνται από ένα
ζευγάρι με δυο παιδιά έως και 16 ετών έχουν μεγαλύτερες ανάγκες σε ποσοστό έως και 145,7%.
Αντιστοίχως, νοικοκυριά με υπεύθυνο οικονομικά μη ενεργό ή άνεργο δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 76,4 % της μέσης μηνιαίας δαπάνης, ενώ αυτά με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς το 213,5% αυτής.
Τέλος, η μέση μηνιαία δαπάνη διαφέρει ανάλογα με την ηλικία του υπευθύνου του νοικοκυριού. «Οπως και στην έρευνα του 2016, τα νοικοκυριά με υπεύθυνο ηλικίας 45 – 54 ετών δαπανούν, κατά μέσο όρο, περισσότερο», επισημαίνει χαρακτηριστικά και προσθέτει: «Πιο συγκεκριμένα, τα νοικοκυριά αυτά δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 132,2 %της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας. Τα νοικοκυριά με τη μικρότερη ποσοστιαία συμμετοχή για το 2017 ήταν αυτά με υπεύθυνο ηλικίας 75 ετών και άνω (61,1% αυτής)».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]