Αυτή είναι η «ανάγνωση» των θεσμικών επενδυτών που συναντήθηκαν στο Λονδίνο με τον πρωθυπουργό και τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Γιώργο Χουλιαράκη και ενημερώθηκαν για το παρόν και το μέλλον της οικονομίας και τις δυνατότητες επενδύσεων το αμέσως επόμενο διάστημα.
Εκπρόσωποι επενδυτικών οίκων εκτιμούν ότι το παράθυρο ευκαιρίας που έδωσε το Eurogroup είναι στην ουσία περίπου 15 χρόνια, από το 2018 μέχρι και το 2032, οπότε λήγει η νέα περίοδος χάριτος για τα δάνεια του EFSF, όπως αποφασίστηκε στο Eurogroup του Λουξεμβούργου. Τo 2023 η Ελλάδα θα πρέπει να αποπληρώσει χρέος συνολικού ύψους 13 δισ. ευρώ συν σωρευμένους τόκους που φτάνουν ή ξεπερνούν τα 10 δισ. ευρώ και παράλληλα θα πρέπει να παρουσιάσει πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% ή και παραπάνω. Σε ό,τι αφορά την υπόσχεση για πρόσθετα μέτρα «αν χρειαστεί», που προστέθηκε στην κοινή θέση των υπουργών της ευρωζώνης, αυτή αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, καθώς και η πρώτη δέσμευση για την ελάφρυνση του χρέους δόθηκε το 2012 για να υλοποιηθεί, μετά από πολλές δυσκολίες, έξι χρόνια αργότερα. «Μοιραία, για κάποια χρόνια η Ελλάδα θα πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνη της, μέχρι και τις επόμενες αποφάσεις για το χρέος», έλεγε στέλεχος διεθνούς επενδυτικού οίκου που ενδιαφέρεται για τοποθετήσεις σε ελληνικά ομόλογα από τις αρχές του επόμενου χρόνου.
Εκτός από την επί της ουσίας ελάφρυνση του χρέους οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές θεωρούν θετική την αυξημένη εποπτεία αλλά και το «μαξιλάρι» ρευστότητας των συνολικά 20,5 δισ. από ευρωπαϊκά χρήματα, το οποίο συνοδεύεται από αιρεσιμότητα ανάλογη της προληπτικής πιστωτικής γραμμής (ενισχυμένη εποπτεία, τριμηνιαίες αξιολογήσεις με βάση στόχους), καθώς η Ελλάδα δεν έχει… καλό μητρώο στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων.
Η μεγάλη ανησυχία όμως ήταν και παραμένει αν η Ελλάδα μπορεί να ανακτήσει σύντομα ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 3%-4% που θεωρείται λογικός για μια οικονομία που έρχεται από μια βαθιά κρίση που διανύει τον 9ο χρόνο της. Μέχρι τώρα ακόμη και οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις βλέπουν ρυθμό ανάπτυξης 2,2% μέχρι και το 2022 και στη συνέχεια μόνο 1% του ΑΕΠ, κάτι που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για μακροπρόθεσμες επενδύσεις.
Πέρα από τις επίσημες και ανεπίσημες δηλώσεις αδιάψευστος μάρτυς της υποδοχής της λύσης από τις αγορές είναι η πορεία των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων τις τελευταίες 10 ημέρες. Η ανακοίνωση της λύσης είχε ένα σαφές θετικό αποτέλεσμα, με την απόδοση του ελληνικού δεκαετούς να υποχωρεί κατά περίπου 0,4%, από το 4,6% στις αρχές της προπερασμένης εβδομάδας στο 4,2% και στη συνέχεια ακολούθησε μια ήπια πτώση ως το 3,95%, ακολουθώντας την πορεία όλων των ομολόγων της ευρωζώνης. Ανάλογη πορεία είχε και η απόδοση του 5ετούς που έφτασε στο τέλος της εβδομάδας στο 3,1% από 3,6% που ήταν πριν από την ανακοίνωση της λύσης.
Τι λένε οι επόπτες
Προηγουμένως ακόμη και η Ε.Ε. είχε ένα δυσμενές σενάριο με βάση το οποίο μιλούσε για την ανάγκη πρόσθετων μέτρων για την Ελλάδα το 2033. Το ΔΝΤ, διά στόματος Κριστίν Λαγκάρντ, έχει εκφράσει τις αντιρρήσεις του για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους λόγω του χαμηλού ΑΕΠ και των υποχρεώσεων για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που ανέλαβε η Ελλάδα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η έκθεση βιωσιμότητας για το χρέος που συντάσσει η EKT (η οποία δεν αναμένεται να δημοσιοποιηθεί), αν και η κεντρική τράπεζα εστιάζει στην ανάγκη η Ελλάδα να προχωρήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και να ολοκληρώσει την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων των τραπεζών της από τα «κόκκινα» δάνεια.
Ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s αναβάθμισε -συντηρητικά- κατά μία βαθμίδα (από Β σε Β+) την ελληνική οικονομία στις αρχές της εβδομάδας. Υποβαθμίζοντας όμως παράλληλα την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από θετική σε σταθερή, έθετε τον προβληματισμό της χαμηλής ανάπτυξης και της αδυναμίας των ελληνικών αρχών να προσελκύσουν άμεσα ξένες επενδύσεις. Μάλιστα απειλούσε και με νέα υποβάθμιση αν καταγραφεί αναστροφή μεταρρυθμίσεων.
Η Moody’s και η Fitch, στα σχόλια με τα οποία συνόδευσαν τη λύση ελάφρυνσης του χρέους, επεσήμαναν το θέμα της ανάπτυξης, τον υψηλό λόγο χρέους ως προς το ΑΕΠ, αλλά και το θέμα της πολυετούς υποχρέωσης για υψηλά πρωτογενή πλεόνασμα ως τροχοπέδη για μια σταθερή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Σύμπλευση της ΤτΕ με την ΕΚΤ
Τη δική της γνώμη θα δημοσιοποιήσει αύριο και η Τράπεζα της Ελλάδος μετά τη λύση του Λουξεμβούργου, η οποία αναμένεται να χαρακτηρίζει το ελληνικό χρέος βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, ευθυγραμμιζόμενη και με την άποψη της ΕΚΤ.
Και η ΤτΕ θα επισημαίνει την πρόκληση που συνιστά η υποχρέωση για πολυετή υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και θα υπογραμμίζει την ανάγκη συνέχισης των εν εξελίξει μεταρρυθμίσεων και ειδικά τη διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ώστε να υπάρξει ξανά η δυνατότητα σημαντικής χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
Μάλιστα θα αναφέρεται και η προσπάθεια διατήρησης του waiver για τα ελληνικά ομόλογα ώστε να μπορούν να γίνονται δεκτά για τη χρηματοδότηση των εμπορικών τραπεζών από την ΕΚΤ.
Το επιχείρημα της ΤτΕ θα είναι ότι η λύση του μαξιλαριού ασφαλείας σε συνδυασμό με την αυξημένη εποπτεία μετά το πρόγραμμα δίνει τις εγγυήσεις συνέχισης των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής προσαρμογής που ζητά η ΕΚΤ για να κάνει αποδεκτά τα ελληνικά ομόλογα, έστω και αν δεν βρίσκονται στην επενδυτική βαθμίδα.
Τούτο διότι η Ελλάδα έχει μια De facto προληπτική πιστωτική γραμμή με συγκεκριμένο ποσό, συγκεκριμένες υποχρεώσεις, ενισχυμένη εποπτεία, η οποία όμως ονομάζεται αλλιώς, περισσότερο για λόγους πολιτικούς, παρά ουσίας.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]