Στη γενική της θεώρηση η τριμηνιαία έκθεση, που είναι η πρώτη υπό τη νέα διοίκηση του Γραφείου Προϋπολογισμού από τον τέως γενικό γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής κ. Φραγκίσκο Κουτεντάκη, είναι θετική.
Επισημαίνει την καλή πορεία της οικονομίας το 2017, που έκλεισε με πρωτογενές πλεόνασμα 4,2% του ΑΕΠ, πολλαπλάσιο του στόχου του προγράμματος, ενώ με βάση τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου του 2018 θεωρεί την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ απολύτως εφικτή.
Ωστόσο συμπλέει με κορυφαία κυβερνητικά στελέχη τα οποία τις τελευταίες ημέρες σπεύδουν να περιορίσουν τις προσδοκίες για παροχές και δημοσιονομική χαλάρωση μετά το πρόγραμμα επισημαίνοντας ότι:
1. «Η αποκατάσταση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής ισορροπίας δεν συνεπάγεται το τέλος της προσπάθειας ούτε υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού». Η έκθεση σημειώνει ότι εφεξής η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στρέψει την προσοχή της στην αντιμετώπιση των προβληματικών αποθεμάτων (stocks) που δημιούργησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση στους ισολογισμούς της ελληνικής οικονομίας. Σε αυτό, εκτός από τις ευθύνες που έχει κάθε τομέας της οικονομίας (Δημόσιο, νοικοκυριά, επιχειρήσεις, τράπεζες), επισημαίνεται ότι και «ο πολιτικός κόσμος θα πρέπει να συνδράμει με μια ελάχιστη συναίνεση, καθώς η σταθεροποίηση ξεπερνά τα συνταγματικά όρια μιας κυβέρνησης».
2. Προϋπόθεση για την επίτευξη των ευνοϊκών προβλέψεων για το 2018 συνιστά η ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης που θα οδηγήσει σε ολοκλήρωση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής.
3. Το καθεστώς εποπτείας δεν θα είναι ίδιο με αυτό άλλων χωρών, όπως η Πορτογαλία ή η Ιρλανδία. Πρόκειται για ένα νέο πλαίσιο που θα διαμορφωθεί από τους δανειστές, καθώς ο κανονισμός 472/2013 που αφορά την εποπτεία μετά την ολοκλήρωση ενός προγράμματος σταθεροποίησης δεν είναι ιδιαίτερα λεπτομερής, οι ακριβείς όροι θα καθοριστούν από την πολιτική διαπραγμάτευση που θα ολοκληρωθεί στους επόμενους μήνες.
«Σπίτι μου 2»: Δικαιούχοι, προϋποθέσεις και κριτήρια – Πότε ξεκινούν οι αιτήσεις
4. Κρούει τον κώδωνα ότι η εφαρμογή της «γερμανικής λύσης» για ελάφρυνση του χρέους σε δόσεις με ενδιάμεσες ετήσιες αξιολογήσεις θα κοστίσει σε υψηλότερα επιτόκια δανεισμού με την πλήρη επάνοδο της Ελλάδας στον δανεισμό από τις αγορές. Συγκεκριμένα, τονίζει ότι όσον αφορά την ελάφρυνση του χρέους «το κρίσιμο ζητούμενο, σύμφωνα με την έκθεση, είναι ότι τα μέτρα ελάφρυνσης που θα αποφασιστούν θα πρέπει να συμβάλλουν στη μελλοντική σταθερότητα και να μη χαρακτηρίζονται από αιρεσιμότητα – καθώς κάτι τέτοιο καθιστά δύσκολη την εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας και θα καταστήσει δαπανηρότερη την αποκατάσταση της κανονικής χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου».
5. Επισημαίνει το βρόχο του χρέους για την ελληνική οικονομία που αφορά τόσο τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα. Σε ό,τι αφορά το Δημόσιο, θυμίζει τα 330 δισ. του χρέους, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου αφορά δάνεια του επίσημου τομέα, πράγμα που σημαίνει ότι η διευθέτηση και αποπληρωμή του είναι θέμα πολιτικών διαπραγματεύσεων.
Υπογραμμίζει ιδιαίτερα και το ιδιωτικό χρέος επιχειρήσεων και νοικοκυριών το οποίο, όπως αναφέρεται, έχει φτάσει τα 130 δισ. ευρώ από τα οποία 100 δισ. ευρώ είναι προς την εφορία και 30 δισ. προς τα ασφαλιστικά ταμεία ενώ υπάρχει ακόμη και το κρίσιμο θέμα των κόκκινων δανείων που φτάνουν τα 97,8 δισ. ευρώ.
Μάλιστα, τάσσεται εναντίον ευνοϊκών ρυθμίσεων σημειώνοντας ότι «η αυστηρότητα των φορολογικών και ασφαλιστικών αρχών στην είσπραξη των δημόσιων εσόδων θα πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα και να αποφεύγονται γενικευμένες “ευνοϊκές” ρυθμίσεις που δημιουργούν κίνητρα καθυστέρησης πληρωμών και προσδοκίες ευνοϊκής αντιμετώπισης και αναβολής των προστίμων, αποδυναμώνοντας τη φορολογική και ασφαλιστική συμμόρφωση».
6. Αποδομεί και την «παροχή» της αύξησης του κατώτερου μισθού που έχει περιληφθεί στο ολιστικό σχέδιο ανάπτυξης σημειώνοντας ότι η αύξηση της παραγωγικότητας θα πρέπει να συμβαδίζει με την παραγωγικότητα. Οπως τονίζεται, «η διατήρηση της αυξητικής τάσης των επενδύσεων μεσοπρόθεσμα είναι κρίσιμη προϋπόθεση για την αποκατάσταση της παραγωγικής δυναμικότητας της ελληνικής οικονομίας. Η αποεπένδυση των τελευταίων ετών έχει μειώσει το κεφαλαιακό απόθεμα και κατά συνέπεια την παραγωγικότητα της εργασίας και τις προοπτικές αύξησης της απασχόλησης και των μισθών», αναφέρεται και στην έκθεση.
7. Τέλος, κριτικάρει την πολιτική των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Τονίζεται συγκεκριμένα ότι «όσο υψηλότερο το πρωτογενές πλεόνασμα τόσο περισσότεροι οι πόροι που αφαιρούνται από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Συνεπώς, η επίτευξη υψηλότερων πλεονασμάτων από τους στόχους του προγράμματος ισοδυναμεί με την υιοθέτηση υπέρ του δέοντος περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής».
Τάσος Δασόπουλος
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]