Με τη συγκεκριμένη απόφαση η ΔΕΔ αποδεικνύει πόσο έωλη είναι η επιχειρηματολογία των αποφάσεων 3821/2016 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και 2934/2017 του ΣτΕ, με τις οποίες έγινε δεκτό ότι τα στοιχεία από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών των φυσικών προσώπων που γνωστοποιούνται στις φορολογικές αρχές μετά την πάροδο της πενταετούς περιόδου παραγραφής των φορολογικών υποθέσεων δεν μπορούν να θεωρηθούν συμπληρωματικά και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ενεργοποιήσουν τις διατάξεις για την παράταση της προθεσμίας παραγραφής για άλλα πέντε έτη.
Τα επιχειρήματα
Η ΔΕΔ, χρησιμοποιώντας πανίσχυρα επιχειρήματα, τα οποία δεν φαίνεται να υιοθετήθηκαν από την πλευρά του Δημοσίου ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και του Συμβουλίου της Επικρατείας, απεφάνθη, αντιθέτως, ότι τα στοιχεία από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογουμένων δεν συμπεριλαμβάνονται μεταξύ αυτών που όφειλε να ερευνήσει και να αξιολογήσει η φορολογική αρχή, ώστε να προχωρήσει σε αρχικό φορολογικό έλεγχο εντός της κανονικής πενταετούς περιόδου παραγραφής του δικαιώματος κοινοποίησης οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, οπότε μπορούν να ληφθούν υπόψη ως συμπληρωματικά στοιχεία που περιήλθαν εις γνώση της Αρχής μετά το πέρας της πενταετούς αυτής περιόδου παραγραφής και να γίνουν αιτία παράτασης της περιόδου αυτής κατά επιπλέον πέντε έτη.
Η απόφαση της ΔΕΔ, την οποία αποκαλύπτει σήμερα ο «Ε.Τ.», φέρει τον αριθμό 5864 και εκδόθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2017, δύο μόλις ημέρες πριν από την έκδοση της υπ’ αριθμόν 2934 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία άνοιξε ο ασκός του Αιόλου για την παραγραφή χιλιάδων εκκρεμών υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος των ετών 2006-2011, οι περισσότερες από τις οποίες βρίσκονται στις γνωστές «λίστες» μεγαλοκαταθετών του εξωτερικού και του εσωτερικού της χώρας.
Η υπόθεση
Η επίμαχη απόφαση της ΔΕΔ αφορά σε υπόθεση φορολογούμενου σε βάρος του οποίου εκδόθηκαν οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου για τα έτη 2002-2009 μετά από φορολογικό έλεγχο που ξεκίνησε στα τέλη του 2016 και ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 2017. Με τις πράξεις αυτές επιβλήθηκαν στον φορολογούμενο φόροι και προσαυξήσεις συνολικού ύψους 2 εκατ. ευρώ περίπου για αποκρυβέντα εισοδήματα από πωλήσεις έργων τέχνης στο εξωτερικό, τα οποία εντοπίστηκαν από τις κινήσεις των τραπεζικών του λογαριασμών κατά τα έτη 2002-2009.
Ο φορολογούμενος προσέφυγε στη ΔΕΔ, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι υποθέσεις για τις οποίες εκδόθηκαν οι οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου είχαν υποπέσει σε παραγραφή, επειδή δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 68 και της παραγράφου 4 του άρθρου 84 του ν. 2238/1994, περί ύπαρξης συμπληρωματικών στοιχείων τα οποία περιήλθαν σε γνώση της φορολογικής αρχής μετά το πέρας της κανονικής περιόδου παραγραφής, οπότε η περίοδος παραγραφής είναι πλέον δεκαετής. Κι αυτό διότι, όπως ισχυρίστηκε, «δεν υπάρχουν συμπληρωματικά στοιχεία, καθόσον οι τραπεζικές καταθέσεις της ήταν στη διάθεση της φορολογικής αρχής, τις οποίες αν ήθελε μπορούσε αυτή να ερευνήσει και να ελέγξει μέσα στην πενταετία (ΔΕφΑθ 3821/2016)».
Η απόφαση
Με την υπ’ αριθμόν 5864/13-11-2017 απόφασή της, η ΔΕΔ απεφάνθη ότι οι τραπεζικές καταθέσεις αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία βάσει των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 68 και της παραγράφου 4 του άρθρου 84 του ν. 2238/1994 και, ως εκ τούτου, η προθεσμία παραγραφής όλων των υποθέσεων που ελέγχθηκαν με βάση τις καταθέσεις ήταν δεκαετής κι όχι πενταετής. Ομως, επειδή τον Μάιο του 2017 που εκδόθηκαν οι οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου η δεκαετής περίοδος παραγραφής είχε ήδη παρέλθει για τα έτη 2002-2005, η ΔΕΔ έκανε δεκτό ότι οι υποθέσεις των ετών αυτών έχουν υποπέσει σε παραγραφή. Αντιθέτως, για τις υποθέσεις των ετών 2006-2009 η ΔΕΔ έκρινε ότι δεν επήλθε παραγραφή διότι τον Μάιο του 2017 που εκδόθηκαν οι πράξεις δεν είχε παρέλθει η δεκαετής περίοδος παραγραφής τους.
Περαιτέρω, η ΔΕΔ, αιτιολογώντας για ποιους λόγους τα στοιχεία από τις κινήσεις των τραπεζικών καταθέσεων αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», επεσήμανε:
1 Η φορολογική διοίκηση δεν είναι δυνατόν να ελέγχει σε κάθε χρήση τις τραπεζικές καταθέσεις όλων των φυσικών προσώπων που υποβάλλουν φορολογικές δηλώσεις και δη αυτών που δηλώνουν εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις. Οι τραπεζικές καταθέσεις ήταν στοιχεία άγνωστα στη φορολογική αρχή και δεν συμπεριλαμβάνονταν μεταξύ των στοιχείων εκείνων που όφειλε υποχρεωτικά να ερευνήσει και να αξιολογήσει κατά τον αρχικό έλεγχο, δεδομένου ότι οι φορολογούμενοι αρχικώς έχουν υποχρέωση υποβολής ειλικρινούς δήλωσης φορολογίας και επιπλέον κατά τα κρινόμενα έτη δεν υπήρχε υποχρέωση αναγραφής στη δήλωση των καθαρών εισοδημάτων που προέρχονταν από τόκους καταθέσεων και κατά συνέπεια δεν ήταν δυνατόν να εγερθεί υπόνοια για την ύπαρξη καταθέσεων που δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα εισοδήματα. Εξάλλου, τα εν λόγω τραπεζικά στοιχεία δεν ήταν άμεσα διαθέσιμα στη φορολογική αρχή.
2 Ο προσφεύγων κατά τα κρινόμενα έτη ήταν συνταξιούχος και οι υποβληθείσες δηλώσεις αφορούσαν δηλώσεις φυσικού προσώπου με δηλωθέντα εισοδήματα από συντάξεις βάσει πιστοποιητικού αποδοχών, δικαιολογημένα δεν είχε εγερθεί υπόνοια περί ύπαρξης τραπεζικών καταθέσεων οι οποίες δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα εισοδήματά του.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΑΙΤΣΑΚΗΣ
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]