Aφήνει αιχμές τόσο για το κοινωνικό μέρισμα όσο και για τη συνέχιση της υπερφορολόγησης την ώρα που στον προϋπολογισμό διαφαίνεται αυξητική τάση στους δημοσίους υπαλλήλους.
Αναλυτικά ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών επισημαίνει:
Ο προϋπολογισμός του 2018 προβλέπει ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,8% του ΑΕΠ, έναντι μνημονιακού στόχου 3,5% του ΑΕΠ.
Η επιδίωξη μεγαλύτερου πλεονάσματος είναι συμβατή με τις αβεβαιότητες που υπάρχουν όσον αφορά στην επίτευξη των σχετικά φιλόδοξων στόχων, αφενός του προϋπολογισμού τόσο στα έσοδα όσο και στις δαπάνες και αφετέρου του προβλεπόμενου ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας (2,5%).
Οι προκλήσεις στην εκτέλεση του προϋπολογισμού το 2018 προέρχονται κυρίως από την κόπωση που έχει προκαλέσει η συνεχής αύξηση της φορολογικής πίεσης στο διαθέσιμο εισόδημα και από την αυξητική τάση των αμοιβών προσωπικού στο δημόσιο που προβλέπεται να χρηματοδοτηθούν από περαιτέρω (αν και αβέβαιη) συμπίεση των λειτουργικών δαπανών του δημοσίου, καθώς και καθήλωση των κονδυλίων του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων.
Επιπλέον, καθώς η χώρα προετοιμάζεται για την έξοδο στις αγορές, η επίτευξη μεγαλύτερου πρωτογενούς πλεονάσματος συμβάλλει στη δημιουργία ενός αποθέματος ασφαλείας, ικανού να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των αγορών στη δυνατότητα του ελληνικού δημοσίου να καλύπτει απρόσκοπτα τις χρηματοδοτικές του ανάγκες χωρίς τη στήριξη των Ευρωπαίων.
Η διανομή, βεβαίως, «κοινωνικού μερίσματος», στην πλάτη της ιδιωτικής οικονομίας και χωρίς πρόβλεψη για κάποια φορολογική ελάφρυνση της μισθωτής εργασίας ή των επιχειρήσεων, τείνει να αντιστρατεύεται την επιδιωκόμενη και αναγκαία δυναμική ανάπτυξη.
Η «αναδιανομή» προς τις ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις έχει νόημα όταν παράγεται νέος πλούτος και όχι μέσω της υπερφορολόγησης. Στο πλαίσιο αυτό, η αμήχανη συναίνεση των Θεσμών στη διανομή «κοινωνικού μερίσματος» χωρίς κάποια αντισταθμιστικά μέτρα υπέρ της πραγματικής οικονομίας προκαλεί ερωτηματικά για ακόμη μία φορά, ως προς την καταλληλότητα του εφαρμοζόμενου μείγματος οικονομικής πολιτικής, που ασκείται σε βάρος της βιωσιμότητας, της απασχόλησης, των ιδιωτικών επενδύσεων και των ελληνικών επιχειρήσεων.
Συνεχίζεται η καλή πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης τον Οκτώβριο του 2017, καθώς αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές και έσοδα από έμμεσους φόρους αντισταθμίζουν τις απώλειες εσόδων από φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, την ώρα που η μείωση των δαπανών για συντάξεις αντισταθμίζει την αύξηση άλλων κοινωνικών δαπανών και της μισθοδοσίας του δημοσίου.
Παράλληλα, η παραγωγή στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών αυξάνεται για 4ο συνεχόμενο μήνα (+3% το διάστημα Ιαν – Οκτ 2017) και οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία ενισχύουν τη δυναμική τους (+7% σε αξία και +3,6% σε όγκο το διάστημα Ιαν – Οκτ 2017). Επίσης, η καλή πορεία του τουρισμού επιβεβαιώνεται και από την άνοδο του κύκλου εργασιών το 3ο τρίμηνο του 2017 (+13,9%), ενώ στον τομέα των μεταφορών παρουσιάζεται μικτή εικόνα, με τον κύκλο εργασιών στις θαλάσσιες μεταφορές να εξακολουθεί να καταγράφει απώλειες (-10,2%) και να ενισχύεται σημαντικά στις αεροπορικές και χερσαίες μεταφορές (+6,8% και +12,9% αντίστοιχα).
Ταυτόχρονα, ο ρυθμός μείωσης της ανεργίας παρουσιάζει επιτάχυνση από την αρχή του 2017 (20,5% τον Σεπτέμβριο του 2017), με τις καθαρές προσλήψεις να ανέρχονται σε 128,2 χιλ. το διάστημα Ιαν – Νοε 2017 (έναντι 125,1 χιλ. το αντίστοιχο διάστημα το 2016), γεγονός το οποίο μπορεί να αποδοθεί στην άνοδο του τουρισμού και στις ενεργές πολιτικές απασχόλησης που εφαρμόζονται από τον ΟΑΕΔ. Τέλος, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων υποχωρεί σταθερά (-5,5% το 1ο ενιάμηνο του 2017), κυρίως λόγω διαγραφών δανείων, ενώ σύμφωνα με τους νέους στόχους αναμένεται να διαμορφωθεί στο 35,2% των συνολικών ανοιγμάτων το 2019 από 44,6% σήμερα.