Η έκθεση με τις εαρινές προβλέψεις για την πορεία των οικονομιών των κρατών-μελών το 2017 και το 2018, που δημοσιοποίησε την περασμένη Πέμπτη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αναφέρεται στις πρώτες επιπτώσεις της καθυστέρησης της αξιολόγησης σε βασικούς οικονομικούς δείκτες, όπως η ανάπτυξη, το έλλειμμα, το χρέος, η ανεργία, η απασχόληση και οι επενδύσεις.
Ολοι οι παραπάνω δείκτες αναθεωρήθηκαν από την Κομισιόν προς το χειρότερο σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις που είχαν γίνει στις αρχές Φεβρουαρίου.
Η καθυστέρηση της αξιολόγησης έπληξε όλους τους δείκτες γιατί όσο πιο μεγάλη είναι η αβεβαιότητα τόσο περισσότερο πλήττεται η πραγματική οικονομία γιατί «παγώνουν» όλα τα επενδυτικά σχέδια. Και ειδικότερα, όταν έχεις να κάνεις με μια κυβέρνηση, η οποία έχει ιδιαίτερα βεβαρημένο παρελθόν, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καμία εμπιστοσύνη.
Οπως επισημαίνει η έκθεση της Κομισιόν, η οικονομική ανάκαμψη το 2017 θα είναι συγκρατημένη, εξαιτίας των καθυστερήσεων στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Η εξέλιξη αυτή, όπως τονίζει, καθυστέρησε την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και των καταναλωτών.
Αρχικώς, λόγω του πολύ κακού τέταρτου τριμήνου του 2016, όπου η χώρα επέστρεψε σε ύφεση, η Επιτροπή διόρθωσε προς τα κάτω την προηγούμενη εκτίμηση για την ανάπτυξη όλου του περασμένου έτους. Στην προηγούμενη έκθεση του Φεβρουαρίου προέβλεπε ανάπτυξη 0,3% για την περσινή χρονιά και τώρα μιλάει για μηδενική ανάπτυξη.
Για το 2017 προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 2,1% και το 2018 αύξηση 2,6%, ενώ τον Φεβρουάριο προέβλεπε αύξηση 2,7% και 3,1%, αντίστοιχα. Πρόκειται για απόκλιση της τάξης των περίπου 900 εκατ. ευρώ λιγότερου πλούτου για το σύνολο της χώρας και για κάθε έτος. Μάλιστα η εκτίμηση αυτή μπορεί να αναθεωρηθεί προς το χειρότερο, αφού η αξιολόγηση δεν έχει ολοκληρωθεί.
Το δημόσιο χρέος επίσης επηρεάζεται αρνητικά από την επιβράδυνση της ανάπτυξης, κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα φέτος και 4 μονάδες του χρόνου, και θα κυμανθεί στο 178,8% του ΑΕΠ και σε 174,6%, αντίστοιχα.
Επιπτώσεις θα υπάρξουν και στην ανεργία, η οποία θα κυμανθεί στο 22,8% του ενεργού πληθυσμού φέτος και στο 21,6% το 2018, έναντι 22,0% και 20,3% που προέβλεπε τον Φεβρουάριο για φέτος και του χρόνου.
Αρνητική η επίπτωση της επιβράδυνσης και στην αύξηση της απασχόλησης, που θα περιοριστεί το 2017 στο 1,4% (2,1% η προηγούμενη πρόβλεψη) και στο 1,7% το 2018 (2,2% η πρόβλεψη του Φεβρουαρίου).
Τέλος, ο δείκτης των επενδύσεων θα είναι πολύ χειρότερος σε σχέση με την πρόβλεψη του Φεβρουαρίου. Φέτος οι επενδύσεις θα αυξηθούν κατά 6,3% και το 2018 κατά 10,8%, ενώ τον Φεβρουάριο προβλεπόταν αύξηση 12,0% και 14,2%, αντίστοιχα. Πρόκειται για μια απόκλιση της τάξης των 6 ποσοστιαίων μονάδων φέτος και 4 το 2018, και αυτό σε μια χώρα με 1,2 εκατ. ανέργους, που έχει απόλυτη ανάγκη ακόμη και την παραμικρή επένδυση.
Η καθυστέρηση δεν έπληξε μόνο τους βασικούς δείκτες, αλλά έφερε και πολύ πίσω χρονικά τη λήψη σειράς αποφάσεων που θα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να οδηγήσουν σε μια σταδιακή ομαλοποίηση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας. Δηλαδή τη διευθέτηση του χρέους, την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την έξοδο στις αγορές ομολόγων για δανεισμό.
Ολα τα παραπάνω θα έπρεπε να είχαν γίνει μέχρι το τέλος του 2016, ενώ υπό τις καλύτερες προϋποθέσεις η Ελλάδα δεν πρόκειται να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ πριν από τον Ιούλιο, δηλαδή τουλάχιστον έξι μήνες μετά.
Η κυβέρνηση ψεύδεται ασύστολα όταν λέει ότι την καθυστέρηση δεν την προκάλεσε αυτή, αλλά οι διαφωνίες μεταξύ των Γερμανών και του ΔΝΤ για την ελάφρυνση του χρέους. Εάν υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ των δανειστών, θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν και σήμερα. Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, όμως. Αντίθετα, η δεύτερη αξιολόγηση επιταχύνθηκε μετά την καθολική υποχώρηση της κυβέρνησης στις 7 Απριλίου, στο Εurogroup της Μάλτας, όταν αποδέχθηκε δημοσιονομικά μέτρα 2% του ΑΕΠ ή 3,6 δισ. ευρώ μέσω περικοπών των συντάξεων (2019) και μείωσης του αφορολογήτου (2020).
Συνεπώς, δεν τα βρήκαν μεταξύ τους οι δανειστές, άλλωστε δεν είχαν ποτέ ιδιαίτερο πρόβλημα μεταξύ τους, αλλά η κυβέρνηση επέλεξε τη χρονική στιγμή της υποχώρησης έχοντας τη βεβαιότητα πως τα μέτρα θα περάσουν από την κοινοβουλευτική ομάδα της στη Βουλή.
Η κυβέρνηση θα μπορούσε με τα ίδια αστεία ανταλλάγματα να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση από το περασμένο φθινόπωρο, χωρίς να ταλαιπωρεί την ελληνική οικονομία και τους πολίτες και να «πουλάει» δήθεν διαπραγματευτικές μάχες με τους δανειστές. Και δεν τα έδωσε όλα, αλλά δέσμευσε και την επόμενη κυβέρνηση τόσο με τα δημοσιονομικά μέτρα του 2020 (μείωση αφορολογήτου) όσο και με την αποδοχή πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ ετησίως τουλάχιστον μέχρι το 2021 αν όχι το 2022.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής