Μάλιστα, οι τολμηρότεροι εκ των αξιωματικών αναζητούσαν τον άνδρα ο οποίος θα αποφάσιζε να ηγηθεί ενός μεγάλου εγχειρήματος. Από τότε, λοιπόν, είχε αρχίσει να προπαρασκευάζεται, κυρίως από βενιζελικούς αξιωματικούς που ευρίσκοντο στη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη, η προβολή του συνταγματάρχη Νικολάου Πλαστήρα. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η προβολή του Ν. Πλαστήρα δεν ήταν τυχαία και προς αυτή την κατεύθυνση βοηθούσαν η γενναιότητα του άνδρα, η αφοσίωση στο πρόσωπο του Ελ. Βενιζέλου και το γεγονός ότι ηγείτο του Συντάγματος 5/42 των ευζώνων, το οποίο ετιμάτο ιδιαίτερα μεταξύ των αξιωματικών του ελληνικού στρατού.
Η δυσφορία των στρατιωτικών μετά τον Σαγγάριον έβρισκε διέξοδο στην ιδέα της αυτονόμησης της Μικράς Ασίας. Στην πορεία όμως η ιδέα αυτή εγκατελήφθη μετά την κατάρρευση του μετώπου και την υποχώρηση των Ελλήνων και όλοι εστρέφοντο προς την ιδέα για μια επανάσταση εναντίον του «κράτους» των Αθηνών. Εκείνη, λοιπόν, την περίοδο και συγκεκριμένα όταν πραγματοποιείτο η υποχώρηση από το Νυμφαίο προς Τσεσμέ, ο Ν. Πλαστήρας, όπως ομολογούν στενοί του συνεργάτες, απεφάσισε να τεθεί επικεφαλής Ελλήνων πατριωτών για τη σωτηρία της πατρίδας. Προς το σκοπό αυτό επέλεξε ως κέντρο της επαναστατικής δράσης τη νήσο Χίο, διότι αφενός μεν ευρίσκετο πλησιέστερα προς την Αθήνα, αφετέρου διότι εκεί είχε συγκεντρωθεί το μεγαλύτερο τμήμα των υπολειμμάτων του ελληνικού στρατού. Το υπόλοιπο τμήμα του ελληνικού στρατού είχε συγκεντρωθεί στη Μυτιλήνη και γι’ αυτό στόχος του Πλαστήρα ήταν να προσεγγίσει τον επικεφαλής της δύναμης της Μυτιλήνης και να τον μυήσει στο επαναστατικό κίνημα.
Οι εν Χίω μυημένοι στο επαναστατικό κίνημα Πλαστήρα ήθελαν να συνεργασθούν με τις στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν συγκεντρωθεί στη Μυτιλήνη. Εκεί υπήρχε ο συνταγματάρχης Στ. Γονατάς, ο οποίος συμφωνούσε με την ιδέα της επανάστασης, αλλά είχε πάρα πολλούς δισταγμούς. Τους δισταγμούς του Στ. Γονατά προσπαθούσαν να κάμψουν οι αντισυνταγματάρχες Πρωτοσύγγελος και Μαμούρης, οι οποίοι ήσαν μυημένοι στο επαναστατικό κίνημα του Πλαστήρα. Τελικά, ο Στ. Γονατάς την 10/23 Σεπτεμβρίου 1922 απεφάσισε να αναλάβει την ηγεσία της επανάστασης. Εις την απόφασή του αυτή προχώρησε διότι, όπως ο ίδιος γράφει στα απομνημονεύματά του, αγνοούσε ότι ο Ν. Πλαστήρας εκινείτο προς τον ίδιο σκοπό, δηλαδή να ηγηθεί του επαναστατικού κινήματος. Πίστευε δηλαδή ο Στ. Γονατάς ότι η δική του ηγεσία είχε γίνει αποδεκτή από όλους, μηδέ εξαιρουμένου του Ν. Πλαστήρα. Για το λόγο αυτό, όταν του υπέδειξαν σχέδιο προκήρυξης, το απέρριψε και συνέταξε δικό του σχέδιο λακωνικότερο, το οποίο τελικά παρέμεινε ως το πρώτο κείμενο της επανάστασης, με το οποίο μάλιστα έγινε γνωστή (η επανάσταση) με τις προκηρύξεις που ερρίφθησαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις στη Μυτιλήνη γίνονταν επαφές και συζητήσεις με εκπροσώπους του στόλου, για να μυηθούν στο επαναστατικό κίνημα. Μάλιστα, ο αντιπλοίαρχος Πετροπουλάκης ανέλαβε να εξασφαλίσει το θωρηκτό «Λήμνος» για την πορεία προς Αθήνα. Εκτός του Πετροπουλάκη, στο κίνημα προσχώρησαν και άλλοι αξιωματικοί και άρχισε η προεργασία για την εξασφάλιση και άλλων πλοίων για την ετοιμαζόμενη πορεία προς την Αθήνα. Τέλος, οι μυημένοι στο επαναστατικό κίνημα που ευρίσκοντο στην Αθήνα, με επικεφαλής τον Θ. Πάγκαλο, ήσαν έτοιμοι να εκδηλωθούν την κατάλληλη στιγμή.
Από όλα τα προαναφερθέντα βγαίνει το συμπέρασμα ότι εάν υπήρχε μία κυβέρνηση ισχυρή, δεν θα μπορούσε να προχωρήσει η επανάσταση του 1922. Και τούτο διότι υπήρχαν πολλοί οι οποίοι ήσαν αντίθετοι με ένα τέτοιο εγχείρημα και στη Χίο και στη Μυτιλήνη. Επιπλέον υπήρχε δυσκολία στην εξασφάλιση πλοίων για τη μεταφορά των στρατιωτικών στην περιοχή της Αττικής. Αλλά οι κυβερνώντες των τελευταίων κυβερνήσεων εφαίνοντο κουρασμένοι από την άσκηση της εξουσίας και δεν μπορούσαν να αντιδράσουν στα διάφορα γεγονότα τα οποία εμφανίζονταν. Ετσι, η κατάσταση μέρα με την ημέρα χειροτέρευε και όλοι περίμεναν τον από μηχανής Θεό να σώσει την Ελλάδα. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι το εξής: Θα μπορούσε μία άλλη κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τα συσσωρευμένα προβλήματα και να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο στο οποίο είχε οδηγηθεί; Απάντηση συγκεκριμένη δεν μπορεί να δοθεί. Πολλοί υποστηρίζουν ότι εάν δεν υπήρχε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και εάν υπήρχε κάποια συνεργασία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί πολλά δεινά και να είχε διασωθεί η Ανατολική Θράκη. Ομως όλα αυτά είναι θεωρητικά και δεν είχαν σχέση με την πραγματικότητα. Πολλές θεωρίες έχουν αναπτυχθεί για το πώς θα μπορούσε να διασωθεί τουλάχιστον η Ανατολική Θράκη. Αλλά είναι άλλο πράγμα να αντιμετωπίζεις τη ζώσα πραγματικότητα και άλλο να συζητάς ανεύθυνα, χωρίς να βρίσκεσαι κοντά στην άσκηση της εξουσίας.
Ετσι, λοιπόν, εξελίσσονταν τα πράγματα όταν το πρωί της 13/26 Σεπτεμβρίου 1922 οι κάτοικοι των Αθηνών και άλλων ελληνικών πόλεων επληροφορούντο από προκηρύξεις που ερρίφθησαν από αεροπλάνα την έκρηξη της επανάστασης στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Βέβαια, με τις προκηρύξεις οργίαζαν οι διαδόσεις και οι φήμες, πολλές εκ των οποίων δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Μέχρι τις απογευματινές ώρες η κατάσταση ήταν συγκεχυμένη και κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί. Πολλοί πίστευαν ότι επρόκειτο περί τοπικού κινήματος, χωρίς κανείς να φαντασθεί ότι θα μπορούσε να πάρει διαστάσεις μεγάλες. Χαρακτηριστικά της αμηχανίας που επικρατούσε εκείνη την ημέρα είναι και αυτά τα οποία είχε γράψει ο πρίγκιπας Νικόλαος: «Ομολογώ ότι το ύφος της, τα λόγια και η εν γένει σύνταξίς της, μου έκαναν την εντύπωσιν ότι επρόκειτο περί πραγματικώς εθνικού και πατριωτικού σκοπού και ότι δεν ήταν κατασκεύασμα βενιζελικών». Ακόμη και τον όρο της παραιτήσεως του βασιλιά, του οποίου φυσικά το λόγο εθεωρούσε περιττό, τον ηύρε «συντεταγμένον με ύφος μετριοπαθές» και εξηγεί: «Εζητείτο η παραίτησις χάριν της πατρίδος και όχι κατά τρόπον τηλεσιγραφικόν και με απόδοσιν ευθυνών». Δεν παραλείπει δε ο Νικόλαος να διατηρήσει την επιφύλαξη μήπως το ύφος ήταν σκοπίμως ήπιο διά να μην εξεγερθεί η κοινή γνώμη.
Ιδιαίτερη όμως σημασία έχουν και όσα αργότερα διηγείται ο πρίγκιπας Νικόλαος. Συγκεκριμένα λέγει ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επέστρεψε από την Αθήνα στη 1.30 μ.μ. και οι πληροφορίες που είχε ήσαν συγκεχυμένες. Μάλιστα, μέχρι τη στιγμή εκείνη ο βασιλιάς δεν είχε ακόμη διαβάσει την προκήρυξη. Στη συνέχεια ο πρίγκιπας ανέφερε ότι το απόγευμα ανέβηκε στα ανάκτορα ο πρωθυπουργός Τριανταφυλλάκος και συνομίλησε με το βασιλιά: «Εως τη στιγμή εκείνη δεν ήξευρε κανείς τι ακριβώς είχε συμβεί και αν το κίνημα της Μυτιλήνης θα ελάμβανε χαρακτήρα γενικώτερον και αποτελεσματικώτερον».
Μέχρι το βράδυ της ημέρας εκείνης επικρατούσε στην Αθήνα σχετική ησυχία. Υπήρχαν ακόμη ορισμένοι οι οποίοι πίστευαν ότι επρόκειτο για κίνημα που είχε τοπικό χαρακτήρα και είχε εκδηλωθεί στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Αλλά στις 7 μ.μ. ο πρωθυπουργός τηλεφώνησε στο βασιλιά για να κατέβει από το Τατόι στην Αθήνα μαζί με το διάδοχο. Εκείνη περίπου τη στιγμή ο τότε υπουργός Α. Μάτσας τηλεφώνησε στον υπασπιστή του βασιλιά για να τον πληροφορήσει ότι ελήφθη ραδιοτηλεγράφημα από το θωρηκτό «Λήμνος», το οποίο έλεγε ότι αρκετές μονάδες πολεμικών, συνοδεύουσες οπλιταγωγά φέροντα περί τις 12.000 άνδρες, έπλεαν προς τον Πειραιά και ότι προεξοφλείτο η αποδοχή των όρων της προκήρυξης. Εκτός από την πληροφορία, ο υπουργός Α. Μάτσας, μεταδίδοντας την είδηση, εξέφρασε και την άποψη ότι έπρεπε να γίνουν δεκτοί οι όροι της προκήρυξης που είχε ριφθεί από τα αεροπλάνα, διότι δεν μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό. Μετά από όλα αυτά τα γεγονότα, ο βασιλιάς μαζί με το διάδοχο ανεχώρησαν για να κατέβουν στην Αθήνα και να έχουν τις συναντήσεις που επέβαλλε η κρισιμότητα της κατάστασης.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr