Στη χώρα μας, ο δασοπυροσβεστικός μηχανισμός καλείται ολοένα και συχνότερα τα τελευταία χρόνια να αντιμετωπίσει δασικές πυρκαγιές που στο πεδίο αποδεικνύουν ότι ξεπερνούν τα όρια απόκρισης και προσαρμοστικότητάς του, ανεξάρτητα μάλιστα από τη συνεχή ενίσχυση με περισσότερα εναέρια μέσα, επίλεκτες ομάδες («δασοκομάντος») και άλλα τεχνολογικά εργαλεία (π.χ., drones).
Γράφει ο Θοδωρής Μ. Γιάνναρος*
Το νέο περιβάλλον μέσα στο οποίο εκδηλώνεται η φωτιά είναι δυστυχώς εξαιρετικά «φιλικό» προς αυτή, με αποτέλεσμα ακόμα και ο πολύ έγκαιρος εντοπισμός και η άμεση προσβολή να αποδεικνύεται κάποιες φορές ότι είναι αδύνατο να τη σταματήσουν. Αυτό δυστυχώς αποδείχθηκε με καταστροφικό τρόπο στην πρόσφατη δασική πυρκαγιά της Βορειοανατολικής Αττικής. Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά σε τέτοιες περιπτώσεις; Υπάρχει κάποιο «εργαλείο» που θα βοηθούσε σε μια καλύτερη διαχείριση των συμβάντων που δυστυχώς ξεφεύγουν της πρώτης προσβολής και αρχίζουν να λαμβάνουν επικίνδυνες διαστάσεις;
Η απάντηση στο παραπάνω καίριο ερώτημα δεν είναι απλή. Ούτε φυσικά υπάρχει ένα και μοναδικό «εργαλείο» που ως διά μαγείας θα μας δώσει τη λύση στο πρόβλημα του να μην καταλήγουμε να κυνηγάμε τη φωτιά. Ωστόσο, υπάρχει μία προσέγγιση που έχει εφαρμοστεί σε άλλες χώρες (π.χ., Πορτογαλία, Ισπανία, ΗΠΑ, Αυστραλία) και έχει αποδείξει ότι μπορεί να ενισχύσει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της δασοπυρόσβεσης. Η προσέγγιση αυτή λέγεται τακτική ανάλυση της φωτιάς. Οταν εφαρμόζεται, επιτρέπει την ποσοτική εκτίμηση της εξάπλωσης και της συμπεριφοράς μιας πυρκαγιάς (με πόσα χλμ/ώρα κινούνται τα μέτωπα, ποια είναι η θερμική τους ένταση, ποια είναι τα εκτιμώμενα μήκη φλόγας κ.ά.), γνώση που είναι απαραίτητη για τη χάραξη τεκμηριωμένων στρατηγικών για τον έλεγχο της πυρκαγιάς. Με άλλα λόγια, η τακτική ανάλυση της φωτιάς υποστηρίζει την ιεράρχηση των επιχειρησιακών δράσεων στο πεδίο και βελτιστοποιεί την αξιοποίηση ανθρώπινων και τεχνικών πόρων.
Στην πράξη, η τακτική ανάλυση της φωτιάς ξεκινά από το να γνωρίζουμε την ακριβή θέση της περιμέτρου μιας πυρκαγιάς σε τακτά χρονικά διαστήματα (π.χ., κάθε 3 ή 6 ώρες). Η κρίσιμη αυτή γεωχωρική πληροφορία συνδυάζεται στη συνέχεια με δεδομένα για τις πυρομετεωρολογικές συνθήκες (επικρατούσες και πρόγνωση), τη βλάστηση (είδος και κατάσταση) και την τοπογραφία (καιρός, βλάστηση και τοπογραφία είναι οι 3 παράγοντες που καθορίζουν την εξάπλωση και συμπεριφορά της φωτιάς) ώστε να γίνει ποσοτική εκτίμηση της ταχύτητας εξάπλωσης της φωτιάς και της κατεύθυνσης κίνησής της, όπως και τυχόν άλλων σημαντικών χαρακτηριστικών συμπεριφοράς (π.χ., θερμικά φορτία, μήκη φλογών). Τα αποτελέσματα αυτής της ανάλυσης διαβιβάζονται στους λήπτες αποφάσεων (π.χ., επικεφαλής αξιωματικός του Π.Σ.) για τη χάραξη τακτικών ελέγχου της φωτιάς. Για να το θέσουμε πιο απλά, εάν μπορούμε να εκτιμήσουμε προς τα πού και με τι ταχύτητα και συμπεριφορά κινείται η φωτιά, τότε μπορούμε να εκτιμήσουμε πού, σε πόσο χρόνο και με τι συμπεριφορά θα φτάσει και ως εκ τούτου, να αποφασίσουμε πού και με ποιον τρόπο είτε θα αμυνθούμε είτε θα επιτεθούμε σε αυτή, με απώτερο σκοπό να την ελέγξουμε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, θα είμαστε δυστυχώς αναγκασμένοι πάντα να κυνηγάμε τη φωτιά, διακινδυνεύοντας την ασφάλεια όσων επιχειρούν ή βρίσκονται στο πεδίο.
-Το κείμενο αυτό αποτελεί εκφορά της προσωπικής γνώμης του υπογράφοντα και δεν έχει καμία σχέση με τις επίσημες θέσεις του φορέα όπου αυτός εργάζεται.
*Ο Θοδωρής Μ. Γιάνναρος είναι Κύριος Ερευνητής ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ, Πυρομετεωρολόγος