«Μετά το 1956, όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός με τις πολλές καταστροφές, υπό τη διεύθυνση του αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Δεκαβάλλα φτιάχτηκαν, με μεγάλη επιτυχία, οι θόλοι που παραμένουν έως σήμερα στο νησί. Τα κτίσματα αυτά έχουν μεν ανθεκτικότητα στους σεισμούς, όμως με την πάροδο του χρόνου, τις διαμορφώσεις του εδάφους, αλλά και την ανθρώπινη παρέμβαση, όπως προσθαφαίρεση τοίχων, επεκτάσεων κ.λπ., έχει υποβαθμιστεί η αντισεισμική στατικότητα των παλαιότερων κτιρίων», εξηγεί στον «Ελεύθερο Τύπο» ο καθηγητής Αντισεισμικών Κατασκευών, Παναγιώτης Καρύδης.
![](https://eleftherostypos.gr/wp-content/uploads/2025/02/8-9-f3-12ycow-300x225-jpg.webp)
Σε σχέση με τα πιο καινούργια, όπως είπε ο κ. Καρύδης μπορεί να είναι χτισμένα σύμφωνα με τους κανονισμούς, όμως τίθεται ερώτημα «για το τι θα γίνει με το έδαφος, ειδικά στην περιοχή της Καλντέρας, όπου έχουμε έναν γκρεμό εκατοντάδων μέτρων, σχεδόν κατακόρυφο, στο “φρύδι” του οποίου έχουν φτιαχτεί κτίρια, πολυτελέστατες κατασκευές, εστιατόρια κ.λπ., που ήδη επιβαρύνεται και με έναν σεισμό δημιουργούνται πρόσθετα φορτία, για τα οποία ακόμη και αν δεν γίνει κατολίσθηση, μπορεί να υπάρξει κάποια παραμόρφωση», προσθέτει.
Ενα έτερο ζήτημα που έθεσε ο πολιτικός μηχανικός Βαγγέλης Ματράγκος, μιλώντας στον «Ελεύθερο Τύπο», είναι ότι στα νησιά και τους οικισμούς το βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν ελεύθεροι χώροι για να φύγει ο κόσμος και συνωστίζονται σε στενούς δρόμους.
![](https://eleftherostypos.gr/wp-content/uploads/2025/02/8-9-f4-10ycow-261x300-jpg.webp)
Ερωτηθείς, συγκεκριμένα, για τις κατασκευές και την αντοχή τους, επεσήμανε ότι «τα μεγέθη που σημειώνονται αυτές τις ημέρες στις Κυκλάδες από τη μια δεν είναι μεγάλα, από την άλλη τα κτίρια στα νησιά αυτά γενικώς είναι χαμηλών ορόφων – μονώροφα, διώροφα, τριώροφα» και ισχύει, όπως είπε, ο γενικός κανόνας, δηλαδή «όσο πιο χαμηλά είναι τα κτίρια τόσο πιο χαμηλή είναι η σεισμική τους επικινδυνότητα. Επίσης, όσο πιο παλιό είναι ένα κτίριο τόσο πιο μεγάλη η σεισμική επικινδυνότητα, όσο πιο νέο η σεισμική επικινδυνότητα μειώνεται», και πρόσθεσε πως «επειδή υπάρχει πολύ μεγάλη έξαρση στην κτηματαγορά σε αυτές τις περιοχές και υπάρχει μεγάλη ανοικοδόμηση, τα καινούργια κτίρια είναι χτισμένα σύμφωνα με τους κανονισμούς, που σημαίνει ότι είναι ασφαλή», προσθέτοντας πως «ειδικά στη Σαντορίνη, όπου υπάρχουν και πολλά υπόσκαφα, λόγω του Οικοδομικού Κανονισμού, που τους δίνει και μεγάλο bonus στη δόμηση, αλλά και τα παλιά υπόσκαφα που υπάρχουν είναι εξαιρετικά ασφαλή, γιατί επί της ουσίας είναι υπόγεια, οπότε δεν έχουν μεγάλη σεισμική επικινδυνότητα».
Το πρόβλημα, «όπως φάνηκε και στη Σάμο, είναι στα παλιά σπίτια, στις εκκλησίες και τα αυθαίρετα», καταλήγει ο κ. Ματράγκος.
Αυτό που επί της ουσίας προκύπτει είναι ότι κάθε περίπτωση παραμένει ξεχωριστή, δεδομένου ότι το ζήτημα της στατικότητας των κτιρίων είναι πολυπαραγοντικό και εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την ηλικία, από την κατάσταση και από το επίπεδο συντήρησής τους.
Ηδη στη Σαντορίνη έχει μεταβεί κλιμάκιο μηχανικών από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας και προχωρά σε ελέγχους στις σχολικές μονάδες του νησιού.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΤΙΣΕΙΣΜΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΣΑ ΚΤΙΡΙΑ ΧΤΙΣΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟ 1960 ΕΩΣ ΤΟ 2011
Στην Ελλάδα, ο πρώτος Αντισεισμικός Κανονισμός θεσπίστηκε το 1959, αναθεωρήθηκε το 1984 και η ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών κωδίκων και των σύγχρονων κανόνων έγινε το 2000, με εφαρμογή από το 2001. Οσο για την κατάσταση των κτιρίων της χώρας:
– Εως το 1960 είχαν ανεγερθεί 1,5 εκατ. κτίρια, δηλαδή το 25% του συνολικού αποθέματος.
– Από το 1960 έως το 1985 είχαν ανεγερθεί 1.746.000 κτίρια ή το 42,5%.
– Από το 1986 έως το 2000 είχαν κατασκευαστεί 831.000 κτίρια, που αντιστοιχούν στο 20% του αποθέματος.
– Από το 2001 έως το 2011 είχαν κατασκευαστεί 476.000 κτίρια, που αντιστοιχούν στο 11,6% του κτιριακού αποθέματος της χώρας.
Γιατί άδειασαν τις πισίνες στη Σαντορίνη
Μεταξύ των μέτρων που έχουν παρθεί από την Πολιτική Προστασία είναι και το άδειασμα των πισίνων, με τον πρόεδρο του ΟΑΣΠ και καθηγητή Φυσικών Καταστροφών, Ευθύμιο Λέκκα, να επισημαίνει ότι ο λόγος που δόθηκε αυτή η οδηγία είναι για να μειωθούν τυχόν κίνδυνοι καταρρεύσεων σε περίπτωση ισχυρού σεισμού.
Σύμφωνα με τον κ. Λέκκα, το νερό δεν είναι σταθερό σώμα για να υπολογιστεί η παραμόρφωσή του. Οπως επεσήμανε, μία μικρή πισίνα έχει βάρος τουλάχιστον 10 τόνων μέσα σε μία μορφολογική συνέχεια που ενισχύει τις σεισμικές βλάβες κατά 170%. Ετσι, η αφαίρεση αυτού του βάρους θα ωφελήσει τόσο τις κατασκευές όσο και τις πισίνες που είναι κρεμασμένες στην Καλντέρα της Σαντορίνης.
Ταυτόχρονα, το νερό που χύνεται από τις πισίνες κατά τη διάρκεια ενός σεισμού μπορεί να προκαλέσει πλημμύρες και να επιδεινώσει τις καταστροφές.
Καμπανάκι για «κίτρινα» κτίρια που «πρασίνισαν» μετά τον σεισμό στην Πάρνηθα το 1999
Το τι συνέβη μετά τον καταστροφικό σεισμό της Πάρνηθας το 1999 και τον «αποχαρακτηρισμό» όσων κτιρίων χαρακτηρίστηκαν «κίτρινα» δηλαδή ακατάλληλα για χρήση, υπενθύμισε στον «Ελεύθερο Τύπο» ο καθηγητής Αντισεισμικών Κατασκευών Παναγιώτης Καρύδης.
«Μετά τον σεισμό της Πάρνηθας περίπου 80.000 κτίρια είχαν κριθεί ”κίτρινα”. Από αυτά, περίπου τα 25.000 αποχαρακτηρίστηκαν επισήμως μετά από μελέτη, επισκευή και επιχορηγήσεις», λέει και εξηγεί: «Υπήρξαν και 50.000 με 55.000 κτίρια, τα οποία περνούσε ο καιρός και ήταν δεσμευμένα, λόγω μη αποχαρακτηρισμού από το ”κίτρινο” χρώμα που αυτό σημαίνει ότι οι ιδιοκτήτες τους δεν είχαν τη δυνατότητα ούτε να τα χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι ούτε να τα μεταβιβάσουν ούτε να τα νοικιάσουν και φυσικά ούτε να τα πουλήσουν».
Οπως προσθέτει, έπειτα βγήκε ένας νόμος «βάσει του οποίου αρκούσε μια υπεύθυνη δήλωση του ιδιοκτήτη ή του μηχανικού, με την οποία δεσμευόταν ότι θα φτιαχτεί η κατοικία. Μετά το έβαφαν, όπως λέω συχνά, ειρωνικά, με την ”αντισεισμική βαφή”, ήρθε και η υπηρεσία και είπε είναι ”μια χαρά”. Το νοίκιαζαν, το πουλούσαν και όλο το βάρος τελικά έπεφτε στους επόμενους που θα το αγόραζαν» τονίζει και καταλήγει πως «τα σπίτια που δεν ελέγχθηκαν και δεν επισκευάστηκαν όπως έπρεπε τότε, πιθανά να έχουν σοβαρό πρόβλημα σε έναν σεισμό».
Πάντως, ο κ. Καρύδης τονίζει με έμφαση πως το θέμα των σεισμών και των καταστροφών που θα ακολουθήσουν σε κτίσματα, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως τον τρόπο που έχουν κατασκευαστεί τα κτίρια, το εστιακό βάθος του σεισμού κ.ο.κ..