Στην κατάθεσή της η αστυνομικός – ψυχολόγος που μίλησε με Μάριο ανέφερε: «Ο μικρός μου είπε ότι είμαστε στην Αστυνομία και ότι οι αστυνομικοί ψάχνουν την αδελφή του, την οποία είχαν κλέψει από το σπίτι τους το βράδυ… Μου είπε ότι μπήκαν κλέφτες, κλέψανε την αδελφή του, τα χαρτιά της που ήταν από τους γιατρούς, καθώς και κάτι χρυσαφικά. Πρόσθεσε επίσης ότι αυτό συνέβη επειδή όπως ενημερώθηκε από τον πατέρα του ο τελευταίος είχε αφήσει τη νύχτα κατά λάθος τα κλειδιά του έξω από την πόρτα (…) Ο μικρός ήταν απόλυτος, ότι δεν άκουσε τίποτα, μολονότι κάποια στιγμή ανέφερε ότι είχε κλειστά τα αυτιά του, για να μην ακούσει, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ούτε κιχ. Όταν προσπάθησα να κατανοήσω τι εννοούσε ήταν μάλλον απρόθυμος να μου δώσει περισσότερες επεξηγήσεις (…) Τον ρώτησα, αν θα μπορούσε ο μπαμπάς του να έχει ακούσει κάτι και μου απάντησε πως αυτό δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί, επειδή φοράει πάντοτε τόσο τη νύχτα όσο και κάποιες ώρες της ημέρας ωτοασπίδες, γιατί τον ενοχλούν οι θόρυβοι (…) Μου είπε ότι το βράδυ φορούν πυτζάμες και πως με αυτές τις πυτζάμες και μη την κουβέρτα που σκεπάζεται η Στέλλα την έκλεψαν (…) Μου είπε ότι του αρέσει να τον αγκαλιάζουν και να τον φιλούν, αλλά αυτό το κάνει μόνο η μαμά, γιατί στον μπαμπά δεν αρέσουν γενικά τα χάδια, τα φιλιά και οι αγκαλιές. Πρόσθεσε επίσης, ότι ο μπαμπάς δεν γελάει και πως θυμώνει αρκετά πιο εύκολα από τη μαμά, με την οποία προτιμά και ο ίδιος να μιλάει περισσότερο. Επίσης, ανέφερε ότι η αδελφή του είναι πολύ δεμένη με τη μαμά, ενώ και ο ίδιος εξέφρασε τόσο την αγάπη του, όσο και την αγωνία του για το τι μπορεί να της συμβαίνει».