Βασικός στόχος του Προκόπη Παυλόπουλου είναι να αναδείξει πως το Κυπριακό είναι διεθνές και ευρωπαϊκό ζήτημα, και τα εθνικά θέματα της Ελλάδας είναι και ευρωπαϊκά, όπως συνάγεται από το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ιδίως από τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τη Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο στόχος αυτός «αγγίζει» ιδιαίτερα τον Προκόπη Παυλόπουλο, διότι ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε αγωνισθεί, σε όλη τη διάρκεια της θητείας του, προς αυτήν την κατεύθυνση. Αλλωστε, ήταν ο πρώτος ο οποίος, ήδη από τον Ιούλιο του 2015, διατύπωσε και δημοσιοποίησε, εντός και εκτός Ελλάδος, με κάθε ευκαιρία και τελικά καθιέρωσε, π.χ. τις θέσεις ότι το έδαφος, τα σύνορα και η ΑΟΖ της Ελλάδας είναι έδαφος, σύνορα και ΑΟΖ της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως και ότι την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας εγγυάται αυτό τούτο το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ιδίως κατά το άρθρο 4 παρ. 2 και 3 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Σήμερα οι θέσεις αυτές είναι πλέον επίσημες θέσεις της Ελλάδας και της Κύπρου και, κατά τον Προκόπη Παυλόπουλο, δεν νοείται υποχώρηση ή υπαναχώρηση από αυτές.
ΤΟ ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ ΚΑΙ Η ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Απόσπασμα από τη μελέτη «Οι απαιτήσεις της Ελλάδας κατά της Γερμανίας για το κατοχικό δάνειο και για τις επανορθώσεις των ζημιών της ναζιστικής θηριωδίας».
» Το ζήτημα του κατοχικού δανείου και των επανορθώσεων της γερμανικής κατοχής.
Διευκρινίζεται, ευθύς εξαρχής, ότι έχουμε να κάνουμε με δύο εντελώς διαφορετικά, από νομική άποψη, θέματα. Ητοι:
Α. Πρώτον, με το κατοχικό δάνειο προς τη Γερμανία, το οποίο συνήφθη υποχρεωτικώς -ορθότερα με καταναγκαστικό και εκβιαστικό τρόπο- μεταξύ της κατοχικής ελληνικής κυβέρνησης και της Γερμανίας, προς συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Εδώ πρόκειται, λοιπόν, από νομική σκοπιά για ενοχή εκ συμβάσεως. Αρα, η αντίστοιχη εκ της συμβάσεως απαίτηση της Ελλάδας είναι ενδοσυμβατικής -και όχι αδικοπρακτικής- προέλευσης.
- Σε αυτήν την απαίτηση προστίθενται ποσά, τα οποία προκύπτουν από συναφείς προς τη δανειακή σύμβαση αιτίες, όπως είναι ιδίως οι τόκοι υπερημερίας λόγω μη έγκαιρης εξόφλησης.
- Για την απαίτηση αυτή δεν τίθεται ούτε θέμα παραγραφής ούτε θέμα παραίτησης. Τίθεται μόνο ζήτημα συνολικού υπολογισμού της ως σήμερα. Ας σημειωθεί ότι η ελληνική θέση γίνεται νομικώς τόσο περισσότερο ισχυρή όσο η αποπληρωμή του δανείου είχε αρχίσει ήδη από την κατοχική περίοδο.
Β. Και, δεύτερον, με τις αποζημιώσεις λόγω ανθρώπινων θυμάτων και υλικών καταστροφών στην Ελλάδα από τις δυνάμεις κατοχής.
- Επισημαίνεται, πριν απ’ όλα, ότι το 1946, στη Διάσκεψη των Παρισίων, είχε προσδιορισθεί ένα -κατά προσέγγιση- ποσό τέτοιων αποζημιώσεων προς την Ελλάδα ύψους 7,5 δισ. δολαρίων. Κυρίως δε επισημαίνεται μ’ έμφαση ότι το 1953, με τη Συμφωνία του Λονδίνου, δεν «χαρίσθηκαν» στη Γερμανία οι οφειλές της λόγω πολεμικών αποζημιώσεων, όπως η γερμανική πλευρά «τεχνηέντως» φαίνεται να διατείνεται.
α) Η Συμφωνία αυτή απλώς έθεσε «σε αδράνεια» τις οφειλές της Γερμανίας ως την υπογραφή, κατά το Διεθνές Δίκαιο (Δίκαιο του Πολέμου), «Συμφώνου Ειρήνης» μεταξύ της τελευταίας και των Δυνάμεων, που νίκησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται νομικώς για ένα είδος «αναβλητικής αίρεσης» (latosensu), σχετικά με την εξόφληση των υποχρεώσεων της Γερμανίας, επειδή τότε θεωρήθηκε ότι αυτή δεν διέθετε -πρωτίστως λόγω της διαίρεσής της σε Δυτική και Ανατολική- την κατά το Διεθνές Δίκαιο απαιτούμενη πολιτειακή υπόσταση για ανάληψη και εκπλήρωση συναφών υποχρεώσεων.
β) Τούτο -ήτοι η ικανότητα σύναψης «Συμφώνου Ειρήνης»- επήλθε το 1990. Οταν, μετά την επανένωση της Γερμανίας, η τελευταία απέκτησε ενιαία νομικώς πολιτειακή υπόσταση και κυριαρχία. Ειδικότερα, το 1990 υπογράφηκε το λεγόμενο «Σύμφωνο 2 + 4» μεταξύ της ενωμένης πλέον Γερμανίας και ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Γαλλίας και Αγγλίας.
γ) Γίνεται δε σήμερα γενικώς και επισήμως δεκτό -και de facto το έχει αποδεχθεί και η Γερμανία, αφού στη βάση αυτή στηρίζει την εν γένει κυριαρχία της- ότι το ως άνω Σύμφωνο επέχει τη θέση του «Συμφώνου Ειρήνης» που περιγράφει, κατά το Διεθνές Δίκαιο, η προαναφερόμενη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953. Και τούτο διότι μόνον έκτοτε η Γερμανία μπορούσε να υπογράψει ένα τέτοιο «Σύμφωνο», δεδομένου ότι μόνο τότε, κατά τα προλεχθέντα, απέκτησε την ενότητά της και την ενιαία κυριαρχία της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
δ) Το «Σύμφωνο 2 + 4» καλύπτει, λόγω της νομικής φύσης του αλλά και γενικότητάς του, και τα μη συμβαλλόμενα πλην όμως παθόντα από τη γερμανική κατοχή κράτη, όπως η Ελλάδα. Είναι δηλαδή νομικό κείμενο γενικής εφαρμογής.
- Η από ελληνικής πλευράς νομική βάση των αποζημιωτικών απαιτήσεων κατά της Γερμανίας βρίσκει σταθερό έρεισμα κυρίως στις διατάξεις του άρθρου 3 της Δ’ Σύμβασης της Χάγης του 1907, οι οποίες κωδικοποίησαν και τις ως τότε διατάξεις του Δικαίου του Πολέμου.
α) Κατά τις διατάξεις αυτές, «ο εμπόλεμος όστις ήθελε παραβιάσει τας διατάξεις του Κανονισμού θα υποχρεούται, αν συντρέχει λόγος, εις αποζημίωσιν, θα είναι δε υπεύθυνος διά πάσας τας πράξεις τας διαπραχθείσας υπό των προσώπων των μετεχόντων της στρατιωτικής του δυνάμεως». Επέκεινα, οι διατάξεις των άρθρων 46 και 47 του «Κανονισμού Νόμων και Εθίμων του Πολέμου στην ξηρά», ο οποίος είναι προσαρτημένος στη Δ’ Σύμβαση της Χάγης του 1907, καθιερώνουν και τις δύο θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου του Πολέμου, ήτοι τις αρχές της προστασίας του σεβασμού του Ανθρώπου και της ατομικής ιδιοκτησίας. Ολες αυτές τις αρχές επικαιροποίησε η απόφαση του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης του 1946.
β) Αυτό είχε αποδεχθεί, έναντι της ελληνικής κυβέρνησης, επισήμως το 1965 ο τότε καγκελάριος Λούντβιχ Ερχαρτ. Ο ίδιος δε είχε μιλήσει για επανορθώσεις ύψους 500 εκατ. γερμανικών μάρκων.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής