Το γενικό lockdown που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, όπως και στην πλειονότητα των χωρών που επλήγησαν από την πανδημία, ήταν μία πρωτόγνωρη κατάσταση για τους πολίτες. Από τη μία μέρα στην άλλη, κλήθηκαν σχεδόν να εγκαταλείψουν τη ζωή τους, να κλειδωθούν στο σπίτι, να απομακρυνθούν από γονείς, φίλους και συγγενείς και να τηρούν αποστάσεις.
Μία εξαιρετικά ιδιαίτερη κατάσταση για την ελληνική κοινωνία, τα μέλη της οποίας, λόγω μεσογειακού ταμπεραμέντου, είχαν συνηθίσει τις αγκαλιές και τους ασπασμούς κάθε φορά που συναντούσαν φίλους και συγγενείς.
Παρ’ όλα αυτά, οι Έλληνες τα κατάφεραν καλά και προσαρμόστηκαν με σχετική ευκολία στα νέα δεδομένα. Από αύριο καλούνται να επανακτήσουν μέρος της ζωής τους, αλλά και πάλι κάτω από ιδιαίτερες προϋποθέσεις. Οι μετακινήσεις μπορεί να είναι πιο εύκολες, αλλά η… κοινωνική αποστασιοποίηση θα εξακολουθήσει να είναι παρούσα. Και όπως λένε οι ειδικοί: «Ήρθε για να μείνει…».
Ερωτηθείσα εάν θα είναι εύκολη η προσαρμογή στα νέα δεδομένα, η ψυχολόγος-νευρολόγος Κατερίνα Χατζηκαλλία-Κουνιάκη από τη Θεσσαλονίκη διασαφήνισε ότι καθετί που τελειώνει αφήνει πίσω του ένα αποτύπωμα.
«Το στίγμα του. Την εμπειρία. Την ανάμνηση. Ειδικότερα, μία δύσκολη κατάσταση, μία κρίση, καταλείπει και πολλά συναισθήματα. Ανακούφιση, χαρά, ανυπομονησία. Αυτά είναι τα θετικά, βέβαια, συνυπάρχουν όμως και αρνητικά, όπως η αγωνία για την επόμενη ημέρα, ο φόβος του αγνώστου, η θλίψη για όσους/όσα χάθηκαν και ο φόβος που συνοδεύει πιθανές προβλέψεις», είπε. Υπογράμμισε ότι η πανδημία του COVID-19 εισέβαλε σαν σίφουνας στις ζωές όλων. «Ανέτρεψε τα δεδομένα μας, τις βασικές γνώσεις και πεποιθήσεις μας, απείλησε την υγεία και τη ζωή, τη δική μας και των αγαπημένων μας προσώπων. Μας σόκαρε, μας ταρακούνησε, μας έκανε να σκεφτόμαστε υπό το κράτος του φόβου συχνότερα, περισσότερο αισιόδοξα τώρα πια. Η καραντίνα μάς οδήγησε σε αναστοχασμούς, σε αναθεωρήσεις σχέσεων, πεποιθήσεων, συνηθειών. Μας κούρασε όμως πια και πλέον κυριαρχεί η επιθυμία να τελειώνει μία ώρα αρχύτερα…», είπε.
Σύμφωνα με την ίδια, είναι πολύ νωρίς για να γίνει αποτίμηση της εμπειρίας, καθώς πολίτες και ειδικοί ακόμη παραμένουν στη διαδικασία και δεν διαθέτουν την απαιτούμενη απόσταση για την τελική αξιολόγηση.
«Πολλοί σχεδιάζουν τα επόμενα βήματα χωρίς να έχουν κανένα δεδομένο, θα το έλεγες και ονειροπόληση, και ελπίζουν σε καλύτερες μέρες, ίσως και ως αντισταθμιστική αντίδραση στην έντονη ψυχολογική πίεση που προκάλεσαν η πανδημία και η καραντίνα. Άλλοι είναι απαισιόδοξοι, ρεαλιστές, κυνικοί, προβλέπουν μία νέα επερχόμενη κρίση, οικονομική και ανθρωπιστική πιθανότατα, και πάλι όμως επενδύουν στην πολύ πρόσφατη προηγούμενη εμπειρία από την οποία καταλήξαμε πιο έμπειροι και ίσως καλύτερα προετοιμασμένοι. Άλλη μερίδα ανθρώπων εστιάζει στο “εδώ και τώρα”, αρνούμενοι να αναλωθούν σε προσομοιώσεις επί αβέβαιων στοιχείων, προσανατολισμένοι στη μικροδιαχείριση απτών θεμάτων, στις ενδοοικογενειακές σχέσεις, σε ζητήματα υγείας και επιβίωσης άμεσου ενδιαφέροντος, με βραχυπρόθεσμο προγραμματισμό. Τα υπόλοιπα φαντάζουν άγνωστα και φοβιστικά, δυσεπίλυτες εξισώσεις με πολλές άγνωστες παραμέτρους», υπογράμμισε.
Στην ερώτηση «Ποια, στ’ αλήθεια, είναι η καλύτερη στάση;», απάντησε: «Καθένας επιλέγει με βάση προηγούμενες εμπειρίες, εκμεταλλευόμενος τη βιωματική γνώση και τις τεχνικές που ευνόησαν τότε το τελικό αποτέλεσμα. Επηρεάζεται από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, από την ύπαρξη και την ισχύ του υποστηρικτικού του συστήματος και από τις δεξιότητες που μπορεί να αναπτύξει επιπρόσθετα στις ήδη υπάρχουσες. Πρόταση υπάρχει; Σίγουρα όχι μαγική και όχι καθολική. Δεν μιλάμε μόνο για μία κατάσταση, δεν αναφερόμαστε σε κάτι μοναδικό. Η δυνατότητα που έχει ο καθένας θα πρέπει να αφορά τον ίδιο, τις εφεδρείες που διαθέτει, το όραμα που έχει για το εγγύς ή και το απώτερο μέλλον. Λέξη-κλειδί το όραμα».
«Εργαλείο κομβικής σημασίας η αλληλοϋποστήριξη»
Η ψυχολόγος καλεί τους πολίτες πριν ξεκινήσουν οποιαδήποτε δράση να αφιερώσουν λίγο από τον άπλετο χρόνο που τους προσφέρει η καραντίνα για να ξεκαθαρίσουν κατόπιν εσωτερικής συζήτησης τι θα ήθελαν να έχει η επόμενη ημέρα της ζωής τους.
«Να αποσαφηνίσουμε την κατεύθυνση των βασικών θεμάτων της ζωής μας. Να εγκαταλείψουμε δυσλειτουργικές στάσεις και συμπεριφορές, να επανατοποθετηθούμε έναντι ψευδεπίγραφων επιθυμιών και προτεραιοτήτων, να αναδιαμορφώσουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τους άλλους.
Έπειτα από αυτήν τη διαδικασία, ας ανατρέξουμε σε αναζήτηση συνεργασιών και αλληλέγγυων ανθρώπων, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός πως η πανδημία μάς κατέστησε σαφέστατη την αλληλοεξάρτηση και ανέδειξε την αλληλοϋποστήριξη ως εργαλείο κομβικής σημασίας για την αντιμετώπιση κινδύνων και απειλών. Η παραδοχή πως μέσα από ένα καλό και επεκτεινόμενο δίκτυο συνεργασιών η ισχύς ενός εκάστου πολλαπλασιάζεται και η απειλή αντιμετωπίζεται καλύτερα ας είναι η βασική παρακαταθήκη της κατάστασης που ακόμη βιώνουμε. Είναι εξαιρετικό να μπορούμε να είμαστε καλά με τους εαυτούς μας μόνοι μας, είναι όμως ιδιαίτερα ανακουφιστικό και να μπορούμε να μοιραστούμε όσα διαθέτουμε με άλλους ανθρώπους», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με την ίδια, όποιος διαμορφώσει στόχο και όραμα, ενώ συγχρόνως αναπτύσσει συνεργασίες και καινοτομεί, διαθέτει ουσιαστικό προβάδισμα στον αγώνα διαμόρφωσης μίας νέας, διαφορετικής και πιθανώς καλύτερης ζωής.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής