Η πολύπαθη Λίμνη Κορώνεια, η οποία βρίσκεται κοντά στον Λαγκαδά Θεσσαλονίκης, αντιμετωπίζει ακόμη και σήμερα σημαντικότατα περιβαλλοντικά προβλήματα. Για πολλά χρόνια εκπέμπει «SOS», χωρίς κάποιος να έχει ασχοληθεί σοβαρά μαζί της.
Η τοποθέτηση συντονιστή για την ουσιαστική, αποτελεσματική και ριζική αντιμετώπιση των θεμάτων που αντιμετωπίζει έγινε δεκτή με ικανοποίηση από την τοπική κοινωνία. Το βάρος καλείται να σηκώσει ο έμπειρος μηχανολόγος- μηχανικός Χρίστος Βλαχοκώστας, ο οποίος αποτελεί προσωπική επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη και του υπουργού Περιβάλλοντος, Κωστή Χατζηδάκη. Επίσης, είναι μέλος του Δ.Σ. του Πράσινου Ταμείου, διδάκτορας σε θέματα Αστικού Περιβάλλοντος, Περιβαλλοντικής Οικονομίας και Στρατηγικών Αντιρρύπανσης, ενώ οι μεταπτυχιακές του σπουδές αφορούν στη Διοίκηση Συστημάτων Παραγωγής.
«Σήμερα, η κατάσταση στο οικοσύστημα της Λίμνης Κορώνειας είναι κρίσιμη. Τα προβλήματα είναι πάνω-κάτω γνωστά, πολυσυζητημένα και δυστυχώς χρόνια. Ο ορισμός συντονιστή αποδεικνύει τη μεγάλη σημαντικότητα που δίνει η ελληνική κυβέρνηση στο περιβαλλοντικό αυτό πρόβλημα. Προκειμένου να αντιμετωπισθεί συνολικά και αποτελεσματικά απαιτείται καλύτερη οργάνωση των ενεργειών όλων των συναρμόδιων φορέων. Ως συντονιστής για την αντιμετώπιση του προβλήματος της Κορώνειας επιδιώκω τη μεθοδικότερη προώθηση και εφαρμογή των μέτρων και παρεμβάσεων που απαιτούνται για την περιβαλλοντική αποκατάσταση της περιοχής», δήλωσε ο Χρ. Βλαχοκώστας στον «Ε.Τ.» της Κυριακής.
Κατά την Πλειστόκαινο εποχή, η Λίμνη Κορώνεια μαζί με τη γειτονική Λίμνη Βόλβη και όλη τη λεκάνη της Μυγδονίας, αποτελούσαν τη μεγάλη Πλειστοκαινική Μυγδόνια λίμνη, που είχε βάθος 110 μέτρα. Σταδιακά, η έκτασή της συνεχώς μίκραινε, ώσπου έμειναν οι δύο υπολειμματικές μορφές, που είναι η Λίμνη Κορώνεια και η Λίμνη Βόλβη. Τη δεκαετία του 1950 η Κορώνεια ήταν από τις πιο παραγωγικές λίμνες της Ελλάδας σε αλιεύματα. Τη δεκαετία του 1970 είχε έκταση 45.000 στρέμματα και μέσο βάθος πέντε μέτρα. Στις αρχές της δεκαετίας του νέου αιώνα η έκτασή της είχε μειωθεί σε 10.000 στρέμματα και μέσο βάθος 0,5-1 μέτρο.
Γνωρίζοντας τα πολλαπλά και πολυεπίπεδα προβλήματα της λίμνης, ο κ. Βλαχοκώστας δηλώνει αποφασισμένος να εργαστεί με σύστημα, μεθοδικότητα, χρονοδιάγραμμα, προγραμματισμό και απολογισμό και φυσικά σε συνεχή συνεργασία και επαφή με τους εμπλεκόμενους φορείς. «Η περιβαλλοντική υποβάθμιση είναι τεράστια, οπότε ανάλογη είναι και η πρόκληση. Ηδη από τις 6 Νοεμβρίου, ως διοίκηση του Πράσινου Ταμείου, εξασφαλίσαμε πιστώσεις ποσού 800.000 ευρώ για τη συντήρηση και τη λειτουργία απαραίτητων τεχνικών έργων για τη λίμνη με τελικό δικαιούχο την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Σκοπός είναι να μην υπάρχει περιορισμός της φέρουσας ικανότητας των έργων από τα φερτά υλικά και να είναι δυνατή η καλύτερη διαχείριση των νερών των χειμάρρων Σχολαρίου και Λαγκαδικίων για την τροφοδοσία – αποκατάσταση της λίμνης, δηλαδή στη λίμνη να καταλήγουν μόνο τα νερά και όχι φερτά υλικά», πρόσθεσε.
«Στο πακέτο των απαραίτητων μέτρων αποκατάστασης πρέπει να δρομολογηθεί πρόγραμμα γεωργίας μειωμένων εισροών στην περιοχή για εξοικονόμηση νερού, εναλλακτικών τρόπων γεωργικών εκμεταλλεύσεων και μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από φυτοφάρμακα και λιπάσματα. Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, θα διερευνηθούν όλες οι δυνατότητες χρηματοδότησης και θα δοθεί προτεραιότητα στην υλοποίηση έργων βιολογικού καθαρισμού σε οικισμούς που γειτνιάζουν με το οικοσύστημα. Το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί από τη μία μέρα στην άλλη. Ωστόσο, με πρόγραμμα, αγαστή συνεργασία των εμπλεκόμενων φορέων και συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας, ευελπιστώ ότι θα πετύχουμε την αντιστροφή της τραγικής αυτής κατάστασης του οικοσυστήματος», κατέληξε ο κ. Βλαχοκώστας.
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ… ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗΣ
Οι πρώτες ενδείξεις έντονης υποβάθμισης της λίμνης παρουσιάστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ενώ το 1995 η ρύπανση προκάλεσε το θάνατο όλων των ψαριών. Το φαινόμενο κινητοποίησε τη Νομαρχία Θεσσαλονίκης και άρχισαν οι πρώτες συζητήσεις για στρατηγικό σχέδιο διάσωσης της λίμνης, η οποία προστατεύεται από τη συνθήκη Ραμσάρ και το πρόγραμμα Natura. Θάνατοι πουλιών παρουσιάζονται εκ νέου το 2000, σε μικρότερη όμως κλίμακα. Το 2002 η λίμνη αποξηράνθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά. Το 2003 οι βροχοπτώσεις ευνόησαν την «αναγέννηση» της λίμνης, η οποία όμως παρέμενε «αφιλόξενη» για πολλούς ζωντανούς οργανισμούς. Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απορρίπτει το master plan για τη διάσωσή της και ξεκινούν οι προσπάθειες για σύνταξη νέου.
Στις 29 Ιουλίου 2004 θηροφύλακες εντοπίζουν νεκρά και ημιθανή πουλιά στην ευρύτερη περιοχή. Ο απολογισμός της καταστροφής, που αποδόθηκε σε βακτήριο – αποτέλεσμα της ρύπανσης, είναι τραγικός: περίπου 30.000 νεκρά πουλιά 34 ειδών. Στις 19 Δεκεμβρίου 2005 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εγκρίνει το αναθεωρημένο σχέδιο για τη διάσωση της λίμνης.
Το 2007 καταγράφεται το δεύτερο φαινόμενο μαζικού θανάτου πουλιών, ενώ στα τέλη του 2008 ξεκινούν τα πρώτα έργα του αναθεωρημένου master plan. Το 2009 η λίμνη «εξαφανίζεται» και πάλι λόγω παρατεταμένης ανομβρίας και «επανεμφανίζεται» έξι χρόνια αργότερα εξαιτίας ισχυρών βροχοπτώσεων. Στο μεταξύ, το 2013 η Ελλάδα παραπέμπεται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και μπαίνει σε επιτήρηση για πέντε δράσεις του master plan II, που δεν είχαν υλοποιηθεί. Από το 2016, με πρωτοβουλία του ΥΠΕΝ, ξεκινά προσπάθεια για την υλοποίηση των επίμαχων πέντε δράσεων, εκ των οποίων ολοκληρώνονται οι τέσσερις. Σήμερα, η λίμνη παρουσιάζει μεγάλη μείωση στάθμης, ενώ παρουσιάστηκε εκ νέου το φαινόμενο νεκρών ψαριών.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής