Το τελεσίγραφο επέδωσε στον Έλληνα πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, που τον επισκέφτηκε στις 02:45 το πρωί στο σπίτι του στην Κηφισιά, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι. «Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε : «Alors, c’est la guerre» (Λοιπόν έχουμε πόλεμο)» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γκράτσι στο βιβλίο «Il Principio della fine – L’ impresa di Grecia ;» που εκδόθηκε το 1945 στην Ρώμη.
O ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945, περιγράφει τη σκηνή: «Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: αυτό σημαίνει πόλεμο. Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος…, ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως».
Ιδιαίτερα αποκαλυπτική ήταν η ανακοίνωση του Μεταξά προς τους συντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου στις 30 Οκτωβρίου 1940, όπου εξήγησε όλες τις διαβουλεύσεις που είχε πριν, τη βολιδοσκόπηση που είχε κάνει στον Άξονα και το πώς ουσιαστικά το «ΌΧΙ» ήταν μονόδρομος για εκείνον.
Μεταξύ άλλων τους είπε:« Mη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. Ή ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει δια να τον αποφύγωμε.
Από την εποχήν της καταλήψεως της Αλβανίας το Πάσχα πέρυσι το πράγμα άρχισε να φαίνεται. Από τον περασμένο Μάιο είπα καθαρά στον κ. Γκράτσι ότι αν προσεβαλλόμεθα εις τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα ανθιστάμεθα αντί πάσης θυσίας και δι’ όλων των μέσων. Συγχρόνως όμως μου ήρχοντο από την Ρώμην, από την Βουδαπέστην, από τα Τίρανα, από παντού πληροφορίαι αντίθετοι.
Εις τας 15 Αυγούστου έγινεν ο τορπιλλισμός της ΕΛΛΗΣ. Γνωρίζετε ότι από την πρώτην στιγμήν διεπιστώθη ότι το έγκλημα ήτο Ιταλικόν. Εν τούτοις δεν επετρέψαμεν να γνωσθή ότι είχομεν και τας υλικάς πλέον αποδείξεις περί της εθνικότητος του εγκληματίου».
Σε άλλο σημείο είπε: «Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον. Μου διεμηνύθη εκ μέρους τον Χίτλερ, η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. Έκαμα το πάν δια να μη μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ’ ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν η όλως αόριστος σύστασις του Βερολίνου».
«Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Έλληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις oτι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο “εις το ελάχιστον δυνατόν”. Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορουσε να είναι αύτο το έλάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς .
Δηλαδή θα έπρεπε:
«δια να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των».
Η επίθεση αυτή λοιπόν δεν ήταν και τόσο αιφνίδια καθώς το τελεσίγραφο αναμενόταν από ημέρα σε ημέρα ενώ από καιρό το πράγμα φαινόταν που πήγαινε.
Η απόφαση για την επίθεση κατά της Ελλάδας ελήφθη στις 15 Οκτωβρίου 1940 από το Ιταλικό Πολεμικό Συμβούλιο, παρουσία του Μουσολίνι. Ο ιταλός δικτάτορας είχε εξοργιστεί που έμαθε εκ των υστέρων την κατάληψη των πετρελαιοπηγών της Πραχόβας της Ρουμανίας από τους Γερμανούς στις 12 Οκτωβρίου, περιοχή που η θεωρούσε ότι άνηκε στη σφαίρα επιρροής της Ιταλίας, και ήθελε να προβεί σε μια κίνηση ισχύος.
Μέσα σε λίγες ώρες από την απάντηση του Μεταξά και προτού εκπνεύσει η προθεσμία ξεκίνησε η ιταλική επίθεση στα ελληνοαλβανικά σύνορα, που στην ουσία εκείνη την εποχή ήταν ελληνοϊταλικά αφού η Αλβανία ήταν ήδη υπό τον έλεγχο της Ιταλίας.
Διάγγελμα από τον Μεταξά στους Έλληνες
Εκείνο το πρωί ο Μεταξάς απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό και ξεκίνησε η ηρωική αντίσταση των Ελλήνων κατά των ιταλικών δυνάμεων και η προέλαση στα αλβανικά εδάφη.
Εκφράζοντας το λαϊκό συναίσθημα ο Ιωάννης Μεταξάς απάντησε αρνητικά στο ιταλικό τελεσίγραφο, έχοντας πλήρη συναίσθηση του ραντεβού του με την ιστορία Εξάλλου η χώρα προετοιμαζόταν χρόνια πριν για το ενδεχόμενο εμπλοκής της σε έναν νέο μεγάλο πόλεμο, όπως αποδείχθηκε αποτελεσματικά στο μέτωπο στη συνέχεια.
«Εδώ Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών. Έκτακτο ανακοινωθέν. Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30 πρωινής της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του Πατρίου Εδάφους» με την ανακοίνωση του υπουργείου Στρατιωτικών να παίζει στα ραδιόφωνα, τις σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας και τα έκτακτα παραρτήματα των εφημερίδων -που έδιναν την είδηση του ιταλικού τελεσιγράφου και κατ’ επέκταση της εισόδου της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο- ξύπνησαν οι Έλληνες το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940.
Η είδηση έτρεχε από στόμα σε στόμα «Πόλεμος! Οι Ιταλοί εισβάλλουν». Τα συναισθήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο, υπερηφάνεια, φιλότιμο, λεβεντιά, αγανάκτηση, περιφρόνηση, και μάλιστα όχι μόνο από αυτούς που έτρεχαν να καταταγούν, αλλά και από τον άμαχο πληθυσμό, που και αυτός αργότερα προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον αγώνα.
Ο αρχιστράτηγος Βισκόντι Πράσκα έδωσε την εντολή για προσβολή των ελληνικών θέσεων από τις 5 το πρωί. Την ώρα αυτή σημειώθηκε και η πρώτη ελληνική απώλεια.
Ο 27χρονος πεζικάριος Βασίλειος Τσιαβαλιάρης από τα Τρίκαλα, που υπηρετούσε σε φυλάκιο της ελληνοαλβανικής μεθορίου, σκοτώθηκε από θραύσμα ιταλικού όλμου. Ο ιταλός αρχιστράτηγος Βισκόντι Πράσκα είχε στη διάθεσή του 135.000 άνδρες και ο Έλληνας ομόλογός του Αλέξανδρος Παπάγος μόλις 35.000.