Το υπουργείο Περιβάλλοντος είχε εξαιρέσει προσωρινά από την ανάρτηση των δασικών χαρτών τις οικιστικές πυκνώσεις (σύνολο κτιρίων εντός δασών που υπολογίζονται γύρω στις 700.000) και είχαν υποδείξει σχεδόν στο σύνολό τους οι δήμοι (εκτός από 24 ΟΤΑ), για να συμπεριληφθούν σε δεύτερο χρόνο στην ανάρτηση. Στο ενδιάμεσο διάστημα και ενώ το ΥΠΕΝ βρισκόταν εν αναμονή της απόφασης, ετοίμασε και παρουσίασε τον νέο νόμο για τα δασικά αυθαίρετα, με τον οποίο προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η διατήρηση κτισμάτων έως και 40 χρόνια. Ωστόσο, με την απόφαση καταπέλτη του ΣτΕ που βάζει φρένο στους καταπατητές, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως οι αυθαιρετούχοι δεν πρέπει να επιβραβεύονται, το υπουργείο θα πρέπει να επιστρέψει μια και καλή στο συρτάρι το νομοσχέδιο.
Αναλυτικότερα, η απόφαση που φέρει την υπογραφή της προέδρου του ανωτάτου δικαστηρίου Αικατερίνης Σακελλαροπούλου με εισηγητή τον Χρήστο Ντουχάνη, κηρύσσει αντισυνταγματική τη νομοθετική ρύθμιση του νόμου του 2016 (4389) με την οποία είχαν εξαιρεθεί από την ανάρτηση των δασικών χαρτών οι επίμαχες περιοχές, καθώς κρίθηκε ότι κάτι τέτοιο είναι αντίθετο με το βασικό άρθρο του Συντάγματος που επιβάλλει και προβλέπει την προστασία του περιβάλλοντος.
Υπενθυμίζεται ότι ως οικιστική πύκνωση είχε οριστεί η ομάδα 50 κτιρίων σε έκταση έως 25 στρέμματα, 100 κτιρίων για 100 στρέμματα και 200 κτιρίων για 400 στρέμματα.
Σύμφωνα με το σκεπτικό των δικαστών, οι εν λόγω συγκεντρώσεις κτιρίων δεν εμπίπτουν ούτε σε πολεοδομημένες περιοχές ή νομίμως υφισταμένους οικισμούς, ούτε σε περιοχές υπό έγκριση σχεδίων ή υπό οριοθέτηση οικισμών, ενώ δεν προβλέπεται άλλη διαδικασία που θα διασφάλιζε ότι οι εκτάσεις αυτές θα συμπεριληφθούν στους οριστικούς δασικούς χάρτες. Καταλήγοντας, σημείωσαν ότι η εξαίρεση των οικιστικών πυκνώσεων από τους δασικούς χάρτες δεν εξυπηρετεί ούτε υπαγορεύεται από κάποιον σκοπό δημοσίου συμφέροντος, τουναντίον είναι απρόσφορη για την επιτάχυνση της κύρωσης των δασικών χαρτών ή για την ενημέρωση της Διοίκησης.
Μάλιστα, στην απόφαση του δικαστηρίου περιλαμβάνεται και η σκέψη ότι το πρόβλημα των οικιστικών πυκνώσεων δεν μπορεί να λυθεί με την επιβράβευση της αυθαίρετης δόμησης εντός δασών, «αντιθέτως δε προϋποθέτει την έγκυρη καταγραφή των δασών και των δασικών εκτάσεων στον αναρτώμενο δασικό χάρτη και κατ’ επέκταση στο δασολόγιο, την οποία, όμως, ματαιώνουν επ’ αόριστον οι επίμαχες διατάξεις. Πράγματι, ενώ ο νομοθέτης προβλέπει ειδική διαδικασία για την προσθήκη στον δασικό χάρτη και, εν τέλει, στο δασολόγιο, των δασικών εκτάσεων των κίτρινων περιγραμμάτων, όσων, δηλαδή, περιλαμβάνονται ακόμη και σε περιοχές για τις οποίες έχουν εκδοθεί διοικητικές πράξεις που, ενδεχομένως, ενθάρρυναν την πεποίθηση των πολιτών ότι αυτές δεν είναι δασικές (μη νόμιμες ή ασαφείς οριοθετήσεις οικισμών, ημιτελείς πολεοδομήσεις κ.λπ.), ο ίδιος νομοθέτης εμφανίζεται, ταυτοχρόνως, να εξαιρεί, και από την ανάρτηση ακόμη των δασικών χαρτών, εκτάσεις, ορισμένες από τις οποίες δομήθηκαν όλως αυθαιρέτως, χωρίς καμία ένδειξη νομιμοφάνειας και κατά προφανή παράβαση των κανόνων του κράτους δικαίου».
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΣτΕ, «η συνταγματική υποχρέωση διαφύλαξης του εν γένει δασικού πλούτου της χώρας καθιστά κατ’ εξαίρεση μόνον επιτρεπτή τη μεταβολή της μορφής των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, εφόσον προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση, επιβαλλόμενη από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ενώ ουδέποτε αποτελεί προέχουσα χρήση η αξιοποίηση δασικού χαρακτήρα εκτάσεων για οικιστικούς σκοπούς, οι οποίοι δεν συνιστούν λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, που θα δικαιολογούσαν τη μεταβολή του προορισμού του δάσους. Εξάλλου, ο συνταγματικός νομοθέτης, γνωρίζοντας ότι η προστατευτική του δασικού πλούτου νομοθεσία, οσοδήποτε ολοκληρωμένη και αυστηρή, δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί την αποτελεσματική προστασία του χωρίς τον έγκυρο εντοπισμό και την καταγραφή των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, ανήγαγε σε συνταγματική υποχρέωση την κατάρτιση Δασολογίου, προκειμένου τα δασικά όργανα να προβαίνουν έγκαιρα στις αναγκαίες ενέργειες σε περίπτωση αθέμιτων επεμβάσεων σε δάσος ή δασική έκταση και να διευκολύνεται η άμεση αποκατάσταση της δασικής μορφής σε περιπτώσεις αλλοίωσης ή μεταβολής της από ανθρώπινες ενέργειες ή άλλα αίτια».
Υπενθυμίζεται ότι στο ΣτΕ είχε προσφύγει το WWF και το ΓΕΩΤΕΕ, τα οποία ζητούσαν ακύρωση της επίμαχης υπουργικής απόφασης ως αντισυνταγματικής και παράνομης.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου