Και ενώ αρχικά διέρρευσε ότι η κάλπη έδωσε τη πρωτιά στον αρχιμανδρίτη Αλέξιο Ψωίνο και κατ’ επέκταση στην πτέρυγα με τους «αντιπολιτευόμενους» ιεράρχες μέσα σε ελάχιστα λεπτά της ώρας κυκλοφόρησε στους διαδρόμους της Μονής Πετράκη ότι νέος ποιμενάρχης Γλυφάδας αναδείχθηκε ο «εκλεκτός» του Αρχιεπισκόπου, επίσκοπος Σαλώνων Αντώνιος, γνωστός και ως «τσάρος» των οικονομικών της Εκκλησίας.
Ομως, τι προηγήθηκε της ανατροπής; Ενα λάθος, λένε από την Εκκλησία. Ενα λάθος στο μέτρημα που έβγαλε μητροπολίτη για ένα…. τέταρτο.
Στην πρώτη καταμέτρηση ο Αλέξιος Ψωίνος έλαβε 38 ψήφους έναντι 37 του επισκόπου Σαλώνων ενώ υπήρξε και μια λευκή ψήφος. Οπως ήταν φυσικό, τα νέα κυκλοφόρησαν σε χρόνο ρεκόρ. Ιερείς έσπευσαν να αναφωνήσουν «άξιος, άξιος». Στη Γλυφάδα, μάλιστα, χτύπησαν χαρμόσυνα και οι καμπάνες, μια που ο π. Αλέξιος (πρωτοσύγκελος της εκεί μητρόπολης) ήταν το πρόσωπο που από την αρχή στήριξαν τόσο οι πολίτες όσο και οι τρεις δήμαρχοι Γλυφάδας, Ελληνικού-Αργυρούπολης και Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης.
Ομως, τα ευχάριστα νέα για κάποιους διαδέχθηκε η απογοήτευση.
Και βέβαια η αναστάτωση στην Ιεραρχία ήταν μεγάλη. «Κάτι δεν πήγαινε καλά με το μέτρημα», μια που στη μεγάλη αίθουσα παρόντες ήταν 77 ιεράρχες. Το αντιλήφθηκε, λέγεται ο μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος, Τιμόθεος. Δεν ψήφισε κάποιος; Οπως και ο μητροπολίτης Χίου Μάρκος ο οποίος ζήτησε επανακαταμέτρηση, όπως και έγινε. Το αποτέλεσμα; Ισοψηφία, δηλαδή 38-38 και μια λευκή ψήφος.
Και εκεί που η ομάδα της «αντιπολίτευσης» είχε αρχίσει να «τρίβει τα χέρια της» ξαφνικά «πάγωσε». Η Ιεραρχία, όπως έγινε γνωστό, απευθύνθηκε στον νομικό σύμβουλο της Εκκλησίας ο οποίος και αποφάνθηκε υπέρ της υποψηφιότητας του επισκόπου Σαλώνων Αντωνίου, καθώς κατέχει τα πρεσβεία της ιεροσύνης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο τριπρόσωπο (με απλά λόγια ο πρώτος γύρος της εκλογικής διαδικασίας) ο αρχιμανδρί¬της Αλέξιος Ψωίνος έλαβε 52 ψήφους, ο επίσκοπος Σαλώνων Αντώνιος 50 και ο αρχιμανδρίτης Αμφιλόχιος Ρουσσάκης 21 ψήφους, ενώ βρέθηκε και ένα λευκό.
Εκκλησιαστικοί κύκλοι σημείωναν ότι αυτό που συνέβη με την εκλογή στη Μητρόπολη Γλυφάδας «είναι πάρα πολύ σπάνιο…». Οπως εξηγούν, παραδοσιακά ο υποψήφιος που βγαίνει πρώτος στο τριπρόσωπο είναι αυτός που εκλέγεται.
Μάλιστα, οι ίδιοι κύκλοι θυμίζουν την εκλογή θρίλερ του μητροπολίτη Μηθύμνης Χρυσόστομου το 1984 που ενώ είχε έρθει δεύτερος στο τριπρόσωπο στη συνέχεια πήρε την πρωτιά.
Σε κάθε περίπτωση, η εκλογική αυτή «μάχη» θα μείνει στην ιστορία της Εκκλησίας. Και αυτό διότι η Μητρόπολη Γλυφάδας έγινε η αφορμή να «βγουν τα μαχαίρια» αλλά και να αναπτυχθούν στην Ιεραρχία συμμαχίες που στόχο είχαν, όπως σχολιάζουν μητροπολίτες, να «αμφισβητήσουν τον ίδιον τον Αρχιεπίσκοπο, ανοίγοντας ακόμη και θέμα διαδοχής του».
Μάλιστα, «μπροστάρη» δείχνουν τον μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο «που τάχθηκε κατά της εκλογής του επισκόπου Σαλώνων».
Και μπορεί το ενδιαφέρον να επικεντρώθηκε στις επεισοδιακές εκλογές για νέο ποιμενάρχη Γλυφάδας, ωστόσο κάλπες στήθηκαν και για την πλήρωση των κενών θέσεων Σιατίστης και Σισανίου και Περιστερίου.
Μητροπολίτης Περιστερίου εξελέγη ο επίσκοπος Μεθώνης Κλήμης με 63 ψήφους, ενώ ο αρχιμανδρίτης Γεράσιμος Καραμολέγκος έλαβε 1 ψήφο. Επίσης βρέθηκαν 12 λευκές και 1 άκυρη ψήφοι.
Νέος μητροπολίτης Σιατίστης και Σισανίου αναδείχθηκε ο αρχιμανδρίτης Αθανάσιος Γιαννουσάς με 71 ψήφους. Ο αρχιμανδρίτης Εφραίμ Τριανταφυλλόπουλος έλαβε 5 ψήφους ενώ υπήρξε και μία λευκή ψήφος.
Οριστικό «όχι» στη συμφωνία, εκνευρισμός στην κυβέρνηση
Απορρίπτει κάθε συζήτηση για το μισθολογικό καθεστώς η Ιεραρχία προκαλώντας εκνευρισμό στην κυβέρνηση.
Μάλιστα, στο ανακοινωθέν που εξέδωσε χθες ανέφερε ότι:
• Εμμένει στην απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2018, ήτοι να συνεχισθεί ο διάλογος με την Πολιτεία, αλλά «να εμμείνη στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας των κληρικών και των εκκλησιαστικών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος».
• Προσδιορίζει έτι περαιτέρω τα θέματα, στα οποία θα συνεχισθεί ο διάλογος με την Πολιτεία, ήτοι τις οργανικές θέσεις των κληρικών και των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, την αποζημίωση για την απαλλοτριωθείσα εκκλησιαστική περιουσία έως το 1939, τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας μετά τις Συμβάσεις της 18.9.1952.
Η Ιεραρχία εκφράζει και την πλήρη αντίθεσή της στην «επιχειρούμενη συνταγματική μεταβολή και ευελπιστεί ότι η επόμενη αναθεωρητική Βουλή δεν θα καταργήσει ή αλλοιώσει τα άρθρα του Συντάγματος, που αναφέρονται στην πολιτισμική και κοινωνική ιδιοπροσωπεία του Εθνους μας και την προστασία της οικογένειας, που είναι το κύτταρο του κοινωνικού ιστού».
Τη δυσαρέσκειά του εξέφρασε ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου.
«Σε μια Δημοκρατία ο διάλογος μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας δεν μπορεί να διεξάγεται με κόκκινες γραμμές και στείρες αρνήσεις. Δεν νοείται η απάντηση της Εκκλησίας σε μια ολοκληρωμένη κι αναλυτική πρόταση της Πολιτείας να είναι μία άρνηση χωρίς κανένα επιχείρημα. Η κυβέρνηση είναι πάντοτε έτοιμη να διεξάγει ειλικρινή κι εξαντλητικό διάλογο εντός του πλαισίου της συμφωνίας της 6/11/2018, χωρίς εξαιρέσεις, επιλεκτικές προτιμήσεις και εκ των υστέρων τελεσίγραφα».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου