Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι το Σύνταγμα αντιμετωπίζει το έννομο αγαθό της κατοικίας με διττή έννοια βάσει των διατάξεων 9 και 21. Αφενός αντιμετωπίζει την κατοικία ως άσυλο θεσπίζοντας το απαραβίαστο αυτού και αφετέρου ως αντικείμενο ειδικής φροντίδας από το κράτος. Είναι πρόδηλο ότι η διενέργεια πλειστηριασμού που αφορά την πρώτη κατοικία του οφειλέτη του αποστερεί τη δυνατότητα για αξιοπρεπή διαβίωση και βάλλει κατά της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, παραβιάζοντας θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές.
Σαφώς, αυτός ήταν και ο λόγος που ο νομοθέτης αφενός με τις προαναφερόμενες ρυθμίσεις προστάτευσε οριζοντίως και αποτελεσματικώς την πρώτη κατοικία αλλά και θέσπισε το νόμο 3869/2010, βάσει του οποίου προστατεύθηκε η πρώτη κατοικία του οφειλέτη βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων. Σήμερα τα νομικά όπλα του δανειολήπτη για τη διάσωση της πρώτης κατοικίας του, εκτός από την προστασία σε συνταγματικό επίπεδο, είναι η ένταξή του στο νόμο Κατσέλη. Σε περίπτωση που δεν πληροί τα κριτήρια του προαναφερόμενου νόμου, δύναται να κάνει χρήση των διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών, προκειμένου να ρυθμίσει τις δανειακές του υποχρεώσεις.
Είναι σημαντικό να γνωρίζει ο δανειολήπτης ότι τα πιστωτικά ιδρύματα για το σχεδιασμό και την αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την τρέχουσα και την, επί τη βάσει συντηρητικών και αξιόπιστων παραδοχών, εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής κάθε δανειολήπτη φυσικού ή νομικού προσώπου μέχρι το πέρας του νέου προγράμματος αποπληρωμής, ώστε η ρύθμιση να μη χρησιμοποιείται για να συγκαλύψει απλώς τα πραγματικά επίπεδα κινδύνων των συγκεκριμένων ανοιγμάτων, οδηγώντας έτσι σε μεγαλύτερη υπερχρέωση του δανειολήπτη.
Για το λόγο αυτόν ως «κατάλληλη λύση», για τους σκοπούς του Κώδικα, θεωρείται εκείνη που λαμβάνει υπόψη τη συνολική οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη, ήτοι εισοδήματα, ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία – λοιπές οφειλές και εναπομένον εισόδημα για την κάλυψη του ελαχίστου επιπέδου «εύλογων δαπανών διαβίωσης», εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο.
Εφόσον δεν ευωδοθεί με κοινή συμφωνία η ρύθμιση των δανειακών υποχρεώσεων, ο δανειολήπτης δύναται ν’ απευθυνθεί στον Συνήγορο του Καταναλωτή προκειμένου να εξευρεθεί εξωδικαστική λύση. Επίσης, μπορεί ν’ απευθυνθεί στον Διαμεσολαβητή Τραπεζικών Υπηρεσιών, στις Επιτροπές Φιλικού Διακανονισμού, ή να απευθυνθεί στο αρμόδιο δικαστήριο για τη ρύθμιση των δανειακών του υποχρεώσεων.
Ο δανειολήπτης πρέπει, τέλος, να γνωρίζει ότι, προκειμένου να ξεκινήσει η διαδικασία πλειστηριασμού, πρέπει να έχει εκδοθεί διαταγή πληρωμής ή τελεσίδικη δικαστική απόφαση που να τον υποχρεώνει να καταβάλει το οιοδήποτε ποσό. Η άμυνα που του παρέχει ο νομοθέτης σε μία τέτοια περίπτωση είναι η άσκηση ανακοπής σε 15 εργάσιμες ημέρες και συγχρόνως η άσκηση αίτησης αναστολής, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι και παραδεκτοί λόγοι για την άσκηση αυτών των ένδικων μέσων, διότι σε διαφορετική περίπτωση ο δανειολήπτης θα βρεθεί σε δεινή θέση, διότι θα απολέσει άσκοπα χρήματα και χρόνο που θα επιβαρύνει την οφειλή του.
Αριάδνη Νούκα
Δικηγόρος
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου